ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι παλιές γειτονιές χάθηκαν, τα τραγούδια για αυτές μένουν

οι-παλιές-γειτονιές-χάθηκαν-τα-τραγού-385409

Της Μιμίκας Καβούκη – Βαγγέλα

Του κόσμου οι ομορφιές απέραντες,

του κόσμου οι γειτονιές αμέτρητες,

της νοσταλγίας οι εικόνες αξεθώριαστες

στα φυλλοκάρδια μέσα φυλαγμένες.

Οι γειτονιές, οι παλιές γειτονιές…! Ένα σταθερό οικιστικό κάποτε δεδομένο, μία πολυποίκιλη κατάσταση και μία πολύχρωμη εικόνα, που σήμερα λογίζεται ως «είδος προς εξαφάνιση».

Οι παλιές γειτονιές…!

Οι μικροκοινωνικές εστίες, πλαισιωμένες ή αποκομμένες από τον επίσημο κοινωνικό ιστό και περίγυρο.

Οι παλιές γειτονιές…!

Με όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολύβουης κυψέλης ήμερων ή άγριων μελισσών.

Ολα χωρούσαν μέσα τους. Ο,τι κουβαλάει ή γεννά η ανθρώπινη ύπαρξη. Άλλα σε έκδηλη κι άλλα σε υποβόσκουσα κατάσταση.

Μα πάνω από την καθημερινότητα, το κυνήγι και τον μόχθο για την εξασφάλιση του επιούσιου, κυριαρχούσε, αγκάλιαζε και γλύκαινε τα πάντα η πολύμορφη Αγάπη, η Ελπίδα και το Τραγούδι.

Θ’ αφήσω όσα τραγούδια μπόρεσα να θυμηθώ δειγματοληπτικά, απ’ το καθένα, να μιλήσουν: Για τις παλιές γειτονιές, τα σπιτάκια τους, τα δρομάκια και τα σοκάκια τους, τις μοσχοβολιές των γιασεμιών, των δυόσμων και της ασβέστης. Τους έρωτες και τους καημούς τους.

Μέσ’ απ’ αυτά τα τραγούδια, θ’ αναστηθεί ο χαμένος κόσμος της παλιάς γειτονιάς. Όπως εκφράστηκε και απεικονίστηκε σε στίχους, φράσεις και ταινίες:

Στη γειτονιά, ο δρόμος σκοτεινός

και παγωνιά και γκρίζος ουρανός,

κι υπομονή βράδυ-πρωί. Κάντε υπομονή

κι ο ουρανός θα γίνει πιο φωτεινός,

κάντε υπομονή, μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά.

……….

Μένω σε κάποια γειτονιά, φτωχική γειτονιά,

που ’χει σπίτια χαμηλά κι όλοι οι άνθρωποι εκεί,

έχουν πάντα γιορτή και μοιράζουνε φιλιά.

Άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε

και τ’ αγόρια κοιτάνε που περνάνε νωρίς…

……….

Από την πόρτα σου περνώ και από τη γειτονιά σου,

γιατί δεν βγαίνεις να σε δω που ’χω δυο λόγια

να σου πω, δυο λόγια μόνο: Σ’ αγαπώ!

……….

Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, στην παραπάνω ρούγα,

τη φωλιά της έκτισε μία πέρδικα μικρούλα.

Πώς ήθελα πολύ να την πλανέψω,

με λουλούδια του Μαγιού, στεφάνι να της πλέξω.

……….

Από την πόρτα σου περνώ, ωραία Αγαιώτισσα

κι από τη γειτονιά σου, κόρη με τις ελιές

και με τα μαύρα μάτια, τι έχεις κι όλο κλαις;

……….

Τα παιδιά της γειτονιάς σου, με πειράζουνε

πάλι μεθυσμένος είσαι, μου φωνάζουνε.

……….

Από τη γειτονιά μου, μην ξαναπερνάς,

σ’ έχω μάθει πια, δεν με ξεγελάς…

Μην ξαναπερνάς, μην ξαναπερνάς,

δεν σε θέλω τώρα, αφού δεν μ’ αγαπάς.

……….

Μαρία με τα κίτρινα, ποιον αγαπάς

Καλύτερα; Τον άντρα σου ή τον γείτονα;

Τον άντρα μου τον αγαπώ, τον γείτονα καλύτερα.

……….

Κι όμως δεν ξέρω ποιο στενό να πάρω,

οι γειτονιές δεν είναι γειτονιές,

είναι το Σάββατο, πικρό και μαύρο

και μες στους δρόμους καίνε πυρκαγιές.

……….

Παλιά γειτονιά, το δρομάκι το στενό σου,

ανθούς και κλωνιά για ένα πρώτο φιλί.

Παλιά γειτονιά, τραγουδά το δειλινό σου,

η κάθε γωνιά για μι’ αγάπη μιλεί.

……….

Στην απάνω γειτονίτσα, μ’ αγαπάνε δύο κορίτσια,

μα εγώ πονάω γι’ άλλη, μία γοργόνα στ’ ακρογιάλι.

……….

Σάββατο κι απόβραδο, με ασετιλίνη,

στην Αριστοτέλους που γερνάς,

σού ’ριχνα στα μάτια σου φλούδες μανταρίνι,

σού ’ριχνα στα μάτια να πονάς.

Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμοι

και ήταν αρχηγός η Αργυρώ και φωτιές

ανάβανε, τους απάνω δρόμος τ’ Άη Γιάννη,

θα ’τανε θαρρώ.

……….

Μικρά κι ανήλιαγα στενά

και σπίτια χαμηλά μου

βρέχει στη φτωχογειτονιά,

βρέχει και στην καρδιά μου.

~ * ~ * ~

Στείλ’, ουρανέ μου, ένα πουλί

να πάει στη μάνα υπομονή,

υπομονή, δεμένη στο μαντίλι,

φιλιά στην αδελφούλα μου

και στη γειτονοπούλα μου

γλυκό φιλί στα χείλη.

Στείλ’, ουρανέ μου, ένα πουλί,

ένα χελιδονάκι, να πάει να χτίσει

τη φωλιά, στου κήπου την κορομηλιά,

δίπλα στο μπαλκονάκι.

……….

Βγήκανε τ’ άστρα κι οι κοπέλες

με τ’ άσπρα κατεβαίνουν

στην κάτω γειτονιά.

Τα παλικάρια παρατάνε τα ζάρια

κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά.

……….

Μοσχοβολούν οι γειτονιές

βασιλικό κι ασβέστη, και βγαίνουνε

οι κοπελιές, ίδιο «Χριστός Ανέστη».

~ * ~ * ~

Πάρ’ το στεφάνι μας, παρ’ το γεράνι μας,

στη Δραπετσώνα, πια δεν έχουμε ζωή.

Δώσ’ μου το χέρι σου και πάμε

αστέρι μου, εμείς θα ζήσουμε κι ας

είμαστε φτωχοί.

……….

Είν’ ο Βόλος λουλουδένιος,

χρυσανθεμοστολισμένος κι ευωδιάζει

ο τόπος όλος, όμορφος που είν’ ο Βόλος.

~ * ~ * ~

Κι αν δεν φτάνουν οι παράδες, θα ’χω

το δικό σου το φιλί, πιο καλά

στους μαχαλάδες, με ασβεστωμένη αυλή,

θα σ’ αφήσω Μάη μήνα, μόρτισσα Αθήνα.

Και συνεχίζω με τα τραγούδια του έρωτα και της αγάπης, του καημού και του παραπόνου. Μπροστά σε πόρτες σφαλιστές, σε παράθυρα κλειστά, σε δρομάκια σκοτεινά.

Η αγάπη παραπονιάρα, γλυκιά, τρυφερή. Ο έρωτας φλογερός, πονηρός, απαιτητικός, ικέτης.

Έβγα στο παραθύρι κρυφά από τη μάνα σου

και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου.

~ * ~ * ~

Άνοιξε το παράθυρο, σγουρέ βασιλικέ μου,

και με χαμόγελο γλυκό μια καληνύχτα πες μου.

~ * ~ * ~

Στα σκαλοπάτια σου εγώ σφυρίζω, άνοιξε

μέσα για να μπω και στρώσε μου να κοιμηθώ.

~ * ~ * ~

Γωνιά-γωνιά σε καρτερώ, γωνιά-γωνιά σε ψάχνω,

ψάχνω να βρω τα μάτια σου και από τον καημό τα χάνω.

~ * ~ * ~

Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου,

να τραγουδήσω στερνή φορά,

για μένα ο κόσμος είναι τα μάτια σου,

σβήνει για μένα κάθε χαρά.

~ * ~ * ~

Γιατί, σκληρή γειτόνισσα, αφού σου

τηλεφώνησα και είπες πως θ’ αφήσεις το κλειδί.

Γιατί, σκληρή γειτόνισσα, παιδεύω την καρδούλα μου

γιατί με βασανίζεις δηλαδή.

~ * ~ * ~

Το παράθυρο κλεισμένο, το παράθυρο κλειστό,

για ποιο λόγο δεν ανοίγεις, πεισματάρα να σε ιδώ.

Άνοιξε-άνοιξε, γιατί δεν αντέχω,

φτάνει πια να με τυραννάς.

Ξεροστάλιασα κι απόψε, ώρες να σου τραγουδώ,

για ποιο λόγο δεν μ’ ανοίγεις πεισματάρα να σε ιδώ.

~ * ~ * ~

Η μάνα σου είναι τρελή και σε κλειδώνει μοναχή,

μ’ αν θέλω να μπω στην κάμαρή σου,

μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί.

~ * ~ * ~

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ,

εδώ είν’ ο Παράδεισος κι η Κόλαση εδώ.

~ * ~ * ~

Κι αν δεν με θέλεις να περνώ,

βάλε να φράξουν το στενό.

~ * ~ * ~

Έχω τόση ώρα στη γωνία, μπρος στο παραθύρι σου,

λιώνω για χατίρι σου καλέ, μ’ έχει φάει τ’ αγιάζι η παγωνιά,

κι είναι το κρύο τσουχτερό, να το αντέξω δεν μπορώ,

κι αν δεν ανοίξεις για να μπω,

θα με βρουν στην πόρτα σου νεκρό.

~ * ~ * ~

Στης Πλάκας τις ανηφοριές, που γέρνουν οι κληματαριές,

έχει κάτι πλακιώτισσας,

που λες, ροδόσταμο τις πότισες.

~ * ~ * ~

Κόκκινα τριαντάφυλλα απόψε θα διαλέξω

και με λουλούδια του Μαγιού στεφάνι θα σου πλέξω

και θα στο φέρω, αγάπη μου,

στην πόρτα σου απέξω.

~ * ~ * ~

Ξύπνα δαχτυλιδόστομη, καρδιές όπου μαραίνεις,

όπως εμάρανες και με και μια στιγμή δεν βγαίνεις.

Ξύπνα και δέξου τ’ άνθη μου και ας μην είν’ και μαραμένα,

ο έρωτας τα μάρανε, που εμάρανε κι εμένα.

~ * ~ * ~

Να είχα το κουράγιο, στη γειτονιά σου να μην ξαναρχόμουνα,

να είχα το κουράγιο, την αγκαλιά σου να την απαρνιόμουνα.

~ * ~ * ~

Ο δρόμος είναι σκοτεινός, μέχρι να σ’ ανταμώσω,

ξεπρόβαλε μες στο στρατί, το χέρι να σου δώσω.

~ * ~ * ~

Και να, σε βλέπω να περνάς, απ’ τα στενά της Κοκκινιάς,

με κρεμεζί πουκάμισο, παιδί απ’ την Ανάβυσσο.

~ * ~ * ~

Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε κάποιο μινόρε της αυγής,

για σένανε είναι γραμμένο, από το κλάμα κάποιας ψυχής.

το παραθύρι σου άνοιξε, ρίξε μου μια γλυκιά ματιά,

κι ας σβήσω πια τότε, μικρό μου,

μπροστά στο σπίτι σου, σε μια γωνιά.

«Κάθε πρωί, ένα παιδί που έχω μέσα μου και κλαίει, ένα παιδί κάθε πρωί, από τον ύπνο με ξυπνάει και λέει:

Πάμε μια βόλτα στην Αθήνα του ’60, πάμε μια βόλτα στην παλιά τη γειτονιά, εκεί που μόνο, μόνη τριγυρνάει και η δική σου η ερημιά»

Με τους στίχους αυτούς, του Τ. Μουσαφίρη, που τους έγραψε λίγο καιρό πριν φύγει για τη «γειτονιά των Αγγέλων», κλείνω το νοερό μου σεργιάνι στις παλιές γειτονιές «όπου το Χθες το μακρινό, το χαμένο στην αχλή του χρόνου ξαναζεί στο Σήμερα και στο Πάντα, γιατί τίποτα δεν χάνεται στον Χρόνο, όταν τον σέβεσαι και τον αγαπάς».

Το χθες είναι μέσα μας πηγή κρυστάλλινη, που όποτε διψάς, σκύβεις λαχταριστά, πίνεις και ξεδιψάς. Έτσι κι οι παλιές γειτονιές, θαμμένες κάτω από τους πύργους της Βαβέλ, μένουν θεμελιωμένες μέσα μας, σε εικόνες αξεθώριαστες, σε ήχους μελωδικούς, σε τραγούδια αγαπησιάρικα, σε παλιές ταινίες αξέχαστες, σε φράσεις και θυμοσοφίες, με πρώτη και καλύτερη:

«Την καλημέρα, πρώτα στον γείτονα κι ύστερα στον Θεό»

Μόνο που μαντρωμένοι στις πολυκατοικίες, δεν έχουμε σε ποιον να την πούμε. Έτσι, την αφήνουμε να πέσει κάτω ή τη λέμε στον εαυτό μας, κοιτάζοντας τον καθρέφτη!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου