ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Πάμε πλατεία»

πάμε-πλατεία-323078

Της Μιμίκας Καβούκη – Βαγγέλα

Η νοσταλγική βόλτα στην πλατεία Αγίου Γεωργίου έχει αρκετές στάσεις και εικόνες ακόμα. Στα μαγαζιά της, στους μαγαζάτορές τους, στους πιστούς φίλους της και στους «τύπους» της.

Ανατρέχοντας στο αρχείο του πατέρα μου, ως ανταποκριτή του βολιώτικου τύπου, βρήκα ένα απόκομμα δημοσιευμένο το 1965, με τίτλο «Η ζωή και η κίνησις της Ζαγοράς».

Στη Β΄ συνέχειά του, αναφέρεται στη ζωή και την κίνηση της συνοικίας του Αγίου Γεωργίου, που ήταν και η συνοικία μας. Διαβάζω μεταξύ άλλων:

«Η συνοικία του Αγ. Γεωργίου έχει 227 οικογένειες, με πληθυσμό 810 κατοίκους».

Και αφού αναφέρει πόσοι από αυτούς διαθέτουν τηλέφωνο – μεγάλη κατάκτηση για τότε – καταγράφει και τους επαγγελματίες που είχαν τηλέφωνα και τα καταστήματα της «πέριξ» της πλατείας και στο πάνω μέρος, που ήταν η αγορά της.

Αναφέρει λοιπόν:

Παντοπωλεία των: Κ. Γκαγκάκη, Αλ. Αγγελέτου, Κ. Αγγελέτου, Κ. Παπαδήμου, Αντ. Δεληγιάννη.

Ξενοδοχεία: Ρήγα Μαλαμούτση και το «Αιγαίον» που θα ανακαινισθεί φέτος.

Εστιατόρια: Ν. Πολίτη και Αργ. Γιατρίνη.

Ουζοοινοπωλεία: Ιωάν. Δεληγιάννη, Κ. Μακραραχλή.

Ταβέρνα: Ρ. Μαλαμούτση.

Ζαχαροπλαστείον: Μαν. Καρπετόπουλου.

Καφενεία: Ιωάν. Πολίτη, Αλ. Πλακίδα, Ιωάν. Κορδάτου, Κ. Γεραμπίνη. Ραφεία: Ν. Κοντογιάννη και Στεφ. Κράββαρη.

Αρτοποιεία: Αντ. Πολίτη και Αργ. Γιατρίκη.

Κατάστημα υποδηματοποιίας: Τάκου

Εμπορικά: Γ. Ραφτόπουλου, Απ. Στεργίου

Ψιλικά, είδη ραδιοφωνίας: Αγγ. Βισβίκη

Βιβλιοχαρτοπωλείο: Αθαν. Δερβενιώτη

Κρεοπωλεία: Δημ. Χασάπη, Βασ. Βογιατζάκη

Ιχθυοπωλείο και οπωροπωλείο: Γ. Γκαγιάνη

Κουρεία: Ιωάν. Σπανού, Δημ. Παφίλη, Ιωάν. Κουτσελίνη και Ιωάν. Τσουκανάκη.

Τα περισσότερα απ’ αυτά τα συναντούσες στην αγορά, στο πάνω μέρος της πλατείας. Πριν πάρω όμως το ανηφορικό καλντερίμι για την αγορά, θα συνεχίσω λίγο ακόμα το νοσταλγικό «σούρτα-φέρτα» στην πλατεία και στην εικόνα του χθες της.

Εκεί που είναι σήμερα μία καινουργιοχτισμένη κατοικία με καφετέρια στο ισόγειό της, αριστερά της Κρήνης, ήταν ένα μακρόστενο πέτρινο κτίριο της «Πισίνας» όπως το ’λεγαν. Η ισόγεια αίθουσά του χρησιμοποιούταν πολύ παλιά, σαν αίθουσα εκδηλώσεων, χοροεσπερίδων, θεατρικών παραστάσεων από τους νέους της Αγροτολέσχης, ως αίθουσα κινηματογραφική – τον χειμώνα το δάπεδο γεμάτο νερό και «ψόφο» κρύο κι εμείς να χαζεύουμε: Μακρή, Φωτόπουλο, Σμαρούλα Γιούλη, Κοκοβιό και Μανέλη…

Αργότερα, χωρισμένο στο μεγαλύτερο τμήμα του, στεγαζόταν το εμπορικό του Ραφτόπουλου, από πατέρα σε γιο και το χαρτοπωλείο κι εκδοτήριο εισιτηρίων από τον Θαν. Δερβενιώτη.

Ξεχωριστός τύπος της πλατείας «γέννημα-θρέμμα» της και αμίμητο ντουέτο φιλίας και πλάκας με τον πατέρα μου, Λ. Καβούκη, που κι αυτός με τη σειρά του ήταν περισσότερο ξεχωριστός: πολιτισμένος, κοινωνικότατος, ανταποκριτής του βολιώτικου τύπου, φύση καλλιτεχνική, να διοργανώνει θεατρικές παραστάσεις με τους αγροτόπαιδες και ο υπ’ αριθμ’ ένα άνθρωπος της πλατείας, για την εξυπηρέτηση των κατοίκων, λόγω επαγγέλματος, ήταν δικαστικός κλητήρας και για κάθε πληροφορία και ξενάγηση προς τους ξένους επισκέπτες της Ζαγοράς.

Μια άλλη μορφή που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ξεχωριστή, ήταν ο Γιώργος Πάντος. Από αρχοντοοικογένεια και μεγαλοκτηματίας. Αυτός δεν ήταν άνθρωπος της πλατείας, μόνο περνούσε για να πάει στο σπίτι του μέσ’ απ’ αυτή, καβάλα στ’ άλογό του, αργά, επίσημα, στητός. Ο «τελευταίος άρχοντας» όπως μ’ αρέσει να τον λέω.

Υπήρχαν όμως και αρκετοί λαϊκοί τύποι. Οι άνθρωποι των «θελημάτων» και οι «βαστόζοι», που ανάμεσα στα θελήματα και στα «βαρέματα» (φορτία) πίνοντας κι από ένα κέρασμα στο κάθε σπίτι που πήγαιναν ή περιμένοντας στην πλατεία ή στην αγορά, κοπανώντας κι από ένα τσίπουρο ή κρασάκι μέχρι να πέσει το βράδυ και να γυρίσουν σπίτι, δεν «έβλεπαν τη μύτη τους».

Ο Αντωνάκης και ο Νικόλας Μουρισιώτης. Ακούραστοι, λιγομίλητοι, χωρίς πολλά-πολλά και παρέα τους το κρασί.

Ο Κώστας ο «Φακς» παλικαράς, δυνατός. Να φορτώνεται βάρη, που ούτε και τα ζώα δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ηταν και καλαμπουρτζής. Είχε και δικό του λεξιλόγιο. Αμα ήθελε να χαρακτηρίσει μια γυναίκα, αν ήταν όμορφη την έλεγε «χρυσοκλώναρο» και «αηδόν’ τσ’ χαραυγής». Αν ήταν άσχημη, «τσιτσόρο» και «μαδίκου».

Αλλη φυσιογνωμία ήταν ο Τζιβάτος, θυμόσοφος Αυτός ήταν μάστορας – σοβατζής. Είχε τελειώσει και σχολαρχείο, Άμα δεν είχε πιει, έκανε άριστη δουλειά. Διαφορετικά, το μισό υλικό πήγαινε στον τοίχο και το άλλο μου μισό «περίπατο». Ηταν ευγενικός, φιλότιμος κι ανάμεσα στο κρασί και τη ζάλη του, μπορούσε να σου πει πολλά κι ωραία.

Ένας άλλος «τύπος» ήταν ο Τσελεπής. Νοικοκύρης αυτός. Αλλά μοναχικός, απλησίαστος, «φευγάτος». Κάθε βράδυ, κατέβαινε στην πλατεία. Ψηλός κι αδύνατος, χωρίς να μιλάει σε κανέναν, έκοβε πάνω-κάτω, κι απ’ την ίδια πάντα μεριά, βόλτες και σιγομουρμούριζε. Αν τον πλησίαζες, τάχα αδιάφορα, ξεχώριζες καθαρά δύο φράσεις: «Λον – Μον» και «τσιμάτσι – φάτσι». Οποιος μπορεί, ας τις μεταφράσει.

Γενικά, οι φίλοι και οι τακτικοί της πλατείας και της αγοράς ήταν άνθρωποι του κρασιού. Αλλά το εξουσίαζαν, δεν τους εξουσίαζε. Για τους Ζαγοριανούς είτε στις ταβέρνες ήταν είτε στο σπίτι τους, η κανάτα με το κρασί δεν έλειπε από το τραπέζι τους. Αγρότες οι περισσότεροι, το έπαιρναν στις δουλειές τους και το ’πιναν σαν δυναμωτικό και γιατρικό. Και ας μην ξεχνάμε ότι η Ζαγορά παλιά, είχε πολλά αμπέλια και όλοι έβγαζαν το δικό τους κρασί, «το κοκκινέλι» που το τιμούσαν δεόντως, πιστοί στις χριστιανικές ρήσεις: «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» και «Ελαίον, σίτον και ίνον ευλόγησεν ο Κύριος». Και ακόμα, αν προσέξουμε, σε όλες τις εικόνες και τα τέμπλα των εκκλησιών, κυρίαρχο διακοσμητικό στοιχείο είναι η Αμπελος. Δυστυχώς, στον ευλογημένο αυτόν θάμνο έπεσε η «κατάρα» του περονόσπορου και δεν έμεινε αμπέλι γι’ αμπέλι. Αλλά το κρασί δεν σταμάτησαν να το τιμούν οι Ζαγοριανοί.

Εδώ, θα κάνω την τελευταία μου στάση απ’ την κυριακάτικη βόλτα μου, μ’ ένα ανθολόγημα: ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ: ΠΗΛΙΟΡΙΤΙΚΑ Β΄.

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΚΟΥΒΑΡΑ

Από την πιο αξιόλογη, ερευνητική και πολυγραφότατη προσωπικότητα που πέρασε ποτέ από τη Ζαγορά, στις αρχές του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, προσφέροντας ως φιλόλογος του νεοϊδρυθέντος τότε ημιγυμνασίου, 1951-52, και που ευτύχησα να τον έχω καθηγητή μου στη Ζαγορά ανεκτίμητα δώρα, απ’ τον ανεξάντλητο πνευματικό του πλούτο και από έναν άνθρωπο και που την πλατεία αγαπούσε και το κρασί και τους ανθρώπους της.

Από το κεφάλαιο με τίτλο «ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ»

Σχετικά με την κρασοκατάνυξη και τις κρασοπαρέες, κάνει έναν διαχωρισμό με τα τεκταινόμενα «εν Ζαγορά».

Εδώ στη Ζαγορά, ωστόσο, τα πράγματα ξετυλίγονται με κάποιον άλλον τρόπο:

«Ένα πρωί, μας κουβαλήθηκε με την ιδιότητα του περιηγητή, ο θεός του κρασιού, Διόνυσος. Τον είδαμε ν’ ανεβαίνει στην πλατεία του χωριού, να τινάζει απ’ τη σκόνη τα γένια του και να στρογγυλοκάθεται στο κάθισμα του καφενείου… Το γκαρσόνι σίμωσε για να πάρει την παραγγελία. Μα ο θεός δεν ήθελε ούτε «βαρύ-γλυκό», ούτε σκέτο με καϊμάκι.

Ζητούσε να ’ρθει σε επαφή με τον «Σύλλογο μπεκρήδων Ζαγοράς»…. Τα γερά ποτήρια του χωριού κοιμόνταν ακόμα… Ευτυχώς βρέθηκε ο Νικόλας ο Μουρισιώτης, που είναι ο κλητήρας να πούμε του Σωματείου, και ξαπολύθηκε με γρηγοράδα, να συγκαλέσει σε συνεδρίαση την ολομέλεια του σώματος.

Κι έτσι, σε λίγο, κάτω από τον παχύ ίσκιο των αιωνόβιων πλατανιών, άκουσαν τις υποδείξεις του θεού, τα γερά ποτήρια, οι Ζαγοριανοί κοτσαμπάσηδες του κρασιού.

Κι αφού τους εξύμνησε την ομορφάδα, την ευλογία του τόπου τους και την τύχη που έχουν να γεύονται μέσα σ’ αυτόν: «το αψανό, ρουμπινοστάλαχτο κρασί και θα ξεχνάν της φτώχειας τον καημό, θα καταλαγιάζουν κάποιο κρυφό καημό σεβντά, το σύφλογο, θα πετροβολάν αθώα πειράγματα με τη θυμόσοφη σφεντόνα τους, θα γελούν και θα συγκινούνται. Έτσι θα με δοξολογάτε από δω και μπρος», είπε ο Διόνυσος.

− Συμφωνώ, κ. πρόεδρε, είπε ο Λευτέρης Καβούκης, που ’χε πάντα την πρωτοβουλία σε κάτι τέτοια. Μα χρειαζόμαστε και τον ύμνο του Συλλόγου!

− Υπάρχει αυτός, είτε ατάραχος ο θεός. Τον έχει φκιάσει κάποιος συντοπίτης σας, παλιός φιλόσοφος, μπεκρής: ο Φίλιππος Ιωάννου. Και χωρίς να χάσει καιρό, κατηφόρισε προς την πλούσια Κοινοτική Βιβλιοθήκη Ζαγοράς – Έργο σωτηρίας του Β. Σκουβαρά – και ξαναγύρισε, κρατώντας τα «Φιλολογικά πάρεργα» του Φ. Ιωάννου. Στη σελίδα 535 διάβασε ενώ τα τζιτζίκια στ’ ακρόκλωνα γύρω φύσηξαν τις πίπιζές τους, σε μια διονυσιακή υπόκρουση.

Εδώ παραθέτω, σε μετάφραση Β. Σκουβαρά, μέρος των στίχων του ποιήματος:

«Στη γη μη βάλεις φίλε μου – συκιάς μηλιάς κλωνάρι,

ούτε κι ασημοπράσινης – ελιάς βλαστούς ανθάτους,

κλήματα ωριοστάφυλα – ανάστησε για μένα.

Γιατί σταφύλια ώριμα – να κόβω με κοπέλες

μ’ αρέσει, κι αλοφράκαρδο, – πιοτό γλυκό να βγάζω.

Τσούζοντας με τους φίλους μου – χοντρές γουλιές κρασάκι»

Η συνεδρίαση τελείωσε κι ο Διόνυσος τράβηξε ντουγρού προς το κουλτούκι του Θ. Δερβενιώτη για να βγάλει εισιτήριο. Τελειώνοντας τη «βόλτα» μου, θαρρώ θα ’ταν ασέβεια κι αγνωμοσύνη να μην αναφέρω και δύο ακόμα «ξενομερίτες» που αγάπησαν τη Ζαγορά, έγιναν άνθρωποι της πλατείας και «φίλοι» των φίλων της κι ακολούθησαν το μονοπάτι της ιστορίας και της παράδοσης που χάραξε ο Β. Σκουβαράς, ακούραστοι, άξιοι και παθιασμένοι με το έργο τους, αφήνοντας πίσω κι αυτοί ανεξίτηλα τα ίχνη τους. Αναφέρομαι στον Γ. Θωμά και τον Ν. Αντωνάκη. Ο Γ. Θωμάς όταν με την Καίτη νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, τοποθετήθηκαν ως δάσκαλοι στη Ζαγορά το 1957-58, πολυαγαπημένοι συνάδελφοι και φίλοι μιας ζωής ως το τέλος τους, γοητεύτηκε απ’ τον θησαυρό της ζαγοριανής παράδοσης καθώς ήταν «παθιασμένος» με τη Λαογραφία – την ακαταμάχητη «αντίζηλο» της Καίτης, όπως χαριτολογώντας σχολιάζαμε – ανακάλυψε κι έβγαλε στο φως πολύτιμα «στολίδια» της.

Ο Ν. Αντωνάκης πάλι, ήταν καθηγητής και φίλος του πολιτιστικού γίγνεσθαι της Ζαγοράς, της πλατείας και της αγοράς της, κι εμπνευστής της έκδοσης ενός περιοδικού του ΛΙΜΝΙΩΝΑ, σε τριμηνιαία ζαγοριανή έκδοση, με 1ο τεύχος τον Ιούλιο.

Σεπτέμβριος 1990

Δυστυχώς, το υπέροχο αυτό περιοδικό, με το ποικίλο, καλοδιατυπωμένο, λογοτεχνικό και κοινωνικό του περιεχόμενο και μ’ ένα πλούσιο κι ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό, δεν ευόδωσε τρίτης έκδοσης. Στον δυναμικό Νίκο, έτυχαν όλα εκείνα που όλοι μας απευχόμαστε και το περιοδικό, το καύχημά του, έμεινε χωρίς συνεχιστή. Κρίμα, πολύ κρίμα!

Εδώ τελειώνω τη νοσταλγική μου βόλτα στην πλατεία και στις αναφορές μου σε μερικούς απ’ τους χιλιάδες κι ο καθένας με την «ιστορία» ανθρώπους που βολτάρισαν σ’ αυτήν. Εχω ν’ ανέβω και στην μικρή πλατεία με την αγορά της.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου