ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Χειμωνιάτικες ιστορίες του Ν. Χριστόπουλου από τα χειρόγραφα των αναμνήσεών του

χειμωνιάτικες-ιστορίες-του-ν-χριστόπ-239018

Εξιστορώντας στιγμές από τον «πολυτάραχο», όπως τον χαρακτηρίζει, βίο του στα απομνημονεύματά του, ο λαϊκός ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις δύο βασικές ασχολίες του, το αγαπημένο του ψάρεμα και την επαγγελματική του δραστηριότητα στο ναυπηγείο, δίχως βέβαια να απουσιάζουν και οι διαφορετικής θεματολογίας διηγήσεις. Η πλειονότητα των βιωματικών του καταθέσεων γενικά διακρίνεται από προτίμηση σε περιόδους καλοκαιρίας, έστω κι αν δεν προσδιορίζεται διακριτά η εποχή, όπως λόγου χάρη τα πολλά περιστατικά που περιγράφουν καλοκαιρινά ψαρέματα και έχουμε κατά καιρούς δημοσιεύσει σε αυτήν εδώ τη σελίδα. Υπάρχουν, όμως, και άλλες αναμνήσεις με κακοκαιρίες, μπουρίνια, φουρτούνες, που υστερούν σημαντικά σε αριθμό απέναντι στις προηγούμενες. Ανάμεσά τους συναντούμε μόλις 5 – 6, στις οποίες μνημονεύονται βαρυχειμωνιές και ακόμη μόνο μια κατά τη περίοδο των εορτών Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς. Σε κάποιες από αυτές τις επίκαιρες απομνημονευματικές καταθέσεις θα εστιάσουμε την προσοχή μας στο σημερινό μας άρθρο. Σχεδόν όλες τους, μάλλον συμπτωματικά, διαδραματίζονται στη διετία 1892 – 1894, σύμφωνα τουλάχιστον με τις χρονολογικές επισημάνσεις του ίδιου του απομνημονευματογράφου, στην αρχή του κειμένου ή κατά την εξιστόρηση του γεγονότος. Πιθανόν εκείνες τις χρονιές να σημειώθηκαν διαδοχικοί βαρείς χειμώνες, με έντονα και ακραία φαινόμενα. Ακόμη η παραπάνω διετία αποτελεί τον πρώτο καιρό της μόνιμης εγκατάστασης της οικογένειας Χριστόπουλου στα Πευκάκια, στον τόπο της επαγγελματικής της ενασχόλησης, αφότου μετακόμισε από το σπίτι της στην πόλη του Βόλου. Οι δύο πρώτες αφηγήσεις προέρχονται «από τη ζωή του ταρσανά», από τον χώρο εργασίας, δηλαδή, του καταγραφέα και η τρίτη αναφέρεται σε πρωτότυπα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στον Βόλο. Ας δώσουμε, όμως, τον λόγο στον Ν. Χριστόπουλο.

Αμαθοι στη βαρυχειμωνιά

Οπωσδήποτε οι κάτοικοι των νησιών στη Νότια Ελλάδα δεν είναι τόσο συνηθισμένοι στους σκληρούς χειμώνες. Οι Σπετσιώτες ναυτικοί της επόμενης ιστορίας είχαν την ατυχία, με τον ερχομό τους στον Βόλο, να συναντήσουν ακραία φαινόμενα, σπάνια στον τόπο τους, γι’ αυτό και υπέφεραν απ’ το κρύο.

«1892. Είχαμε τραβήξει στον ταρσανά ένα τρεχαντήρι σπετσιώτικο για επισκευή και επειδή εμείς φορούσαμε μάλλινα τσουράπια μάς κορόιδευαν οι ναύτες του τρεχαντηριού και μας λέγαν: «Α, εμείς στις Σπέτσες δεν φοράμε σκάρπες και σκαρπίνια». Πού στην οργή, το βράδυ κάνει μια κατεβασιά, μια χιονιά, που έφτασε το χιόνι ένα γόνατο, που μελάνιαζαν τα χέρια απ’ το κρύο. Αλλά εμείς παιδάκια τότε χοροπηδούσαμε και κυνηγούσαμε τα πουλάκια με τις πέτρες. Οι καημένοι οι ναύτες από το σπετσιώτικο είχαν ανάψει φωτιά μέσα στο αμπάρι και είχαν γίνει σαν Αραπάδες από τον καπνό. Πήγα κοντά στο καΐκι και φώναξα: Εε, απ το καΐκι, που δεν φοράτε σκάρπες και σκαρπίνια, δεν βγαίνετε όξω να σας ιδώ λιγάκι. Εκεί πετάχτηκαν σαν τις μούμιες και τι να ιδώ. Είχαν κόψει τα μανίκια από τις φανέλες και τα έκαναν τσουράπια. Τι γίνεται μωρέ τους λέγω. Κι αυτοί από την τρεμούρα τους δεν μπορούσαν να κουβεντιάσουν. Ε, τους λέω, πώς τα πάτε φοράτε τσουράπια, σκάρπες και σκαρπίνια; Μωρέ τι είναι τούτο, μωρέ τι είναι τούτο. Μωρέ έχετε χίλια δίκια που φοράτε μάλλινα τσουράπια».

Πρόωρη βαρυχειμωνιά

Αρκετά νωρίς φαίνεται πως πλάκωσαν τα χιόνια τον χειμώνα του 1894 – ’95, αφού, όπως σημειώνει ο Χριστόπουλος, η σφοδρή χιονόπτωση, που το έστρωσε για τα καλά, σημειώθηκε στην εορτή του Αγίου Δημητρίου. Επισημαίνει, βέβαια, ότι η ημερομηνία είναι σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο, δηλαδή 9 Νοεμβρίου. Πάλι όμως θεωρείται εξαιρετικά πρώιμη η βαρυχειμωνιά για τον τόπο. Η απρόσμενη μεταβολή του καιρού ανέστειλε επ’ αόριστον κάθε προγραμματισμένη εργασία στο ναυπηγείο. Στη συνέχεια του κειμένου, ο αφηγητής κάνει λόγο για τη πρόνοια των κατοίκων και ιδιαίτερα του Πηλίου να εξασφαλίζουν έγκαιρα τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να αντεπεξέρχονται στους χειμωνιάτικους αποκλεισμούς.

«1894. Είχαμε τραβήξει στον ταρσανά ένα τρεχαντήρι τρικεριώτικο, του Κουτσοδημήτρη, για επισκευή. Είχε φέρει ξύλα βουβά από τους Ωρεούς για να κάνει μεγάλη επισκευή. Και περίμεναν οι μαστόροι για να βάλουνε μπρός τη δουλειά. Από βραδύς λογάριασαν από πού να αρχίσουν, ήταν παραμονή του Αγίου Δημητρίου με το παλιό ημερολόγιο. Εκεί το λοιπόν κατεβάζει μια χιονιά όλη νύχτα και ξημέρωμα του Αγίου Δημητρίου έφτασε το χιόνι ένα μέτρο. Σκέπασε και τα ξύλα, σκέπασε και τα εργαλεία, όπου κλειστήκαμε στο σπίτι μέσα δέκα μέρες. Απάνω στη Μακρινίτσα είχε φτάσει το χιόνι 3 μέτρα, αλλά ο κόσμος εκείνα τα χρόνια ήξερε ότι θα έλθει χειμώνας και προμηθευόταν όλα τα χρειαζούμενα. Είχαν τα φωτόξυλα 2 – 3 σωροί τρακάδες, είχαν τ’ αμπάρια γιομάτα στάρι, είχαν το κρασί τους, μήλα κάστανα, σύκα, φουντούκια, ρόιδα, λουκάνικα και ό,τι βάζεις με τον νου σου. Εμπαινες μέσα σε πηλιορείτικο σπίτι και σ΄ έπιανε η χαρά. Τρισευτυχισμένα χρόνια. Αν πεις τα λάδια, έβλεπες τα κορωνέικα κιούπια γεμάτα στη σειρά».

Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1893 με πρωτότυπα κάλαντα

Αφήσαμε τελευταία ετούτη τη μοναδική πρωτοχρονιάτικη αφήγηση του Χριστόπουλου, που ο ίδιος με τα αδέρφια του στόλισαν κατάλληλα μικρό καραβάκι και επισκέφτηκαν τα κεντρικά παραλιακά καφενεία του Βόλου για να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Όμως, δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτά, αλλά προσέθεσαν κι ένα εθνικοπατριωτικό στιχούργημα, έμπλεο μεγαλοϊδεατισμού, με πομπώδεις αναφορές στον θεσμό της βασιλείας και τους εκπροσώπους του, σύμφωνα με το πνεύμα και τις τάσεις εκείνης της εποχής. Το ποίημα είχε συντάξει ο πατέρας του ζωγράφου, Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο οποίος, όπως φαίνεται, διέθετε φλέβα λαϊκού στιχοπλόκου, χάρισμα που κληρονόμησε και ο γιός του. Οι επιρροές από αντίστοιχα λαϊκά στιχουργήματα, που κυκλοφορούσαν τότε, θεωρούνται προφανείς και στο δημιούργημα του πατέρα Χριστόπουλου, με τις μεγαλόστομες, ανούσιες συνήθως, εκφράσεις. Τα πρωτότυπα αυτά κάλαντα, όπως σημειώνει ο απομνημονευματογράφος, προκάλεσαν σπουδαία επιτυχία και η παιδική συντροφιά, πέρα από την καθολική αποδοχή και τις επευφημίες του κόσμου, αποκόμισε και πλούσια φιλοδωρήματα. Το καφενείο Ντούρου, που αναφέρεται στο κείμενο, βρισκόταν προφανώς σε κεντρικότατο σημείο:

«Μια φορά στα 1892 παραμονή του 1893 έφκιασα ένα καράβι και πήγαμε στον Βόλο να πούμε τον Άγιο Βασίλη. Επήγαμε με τη βάρκα και βγήκαμε στα παλιά ψαράδικα. Ανάψαμε τρία σπαρματσέτα όπου ήταν θαύμα το καράβι. Επήγαμε πρώτα στο καφενείο του Ντούρου (ήταν εκεί που είναι τώρα του Ντσέφου), ήτανε μέσα γεμάτο κόσμο, παίζαν χαρτάκια γιατί ήταν ελεύθερα. Αρχίσαμε να λέμε τον Αγιο Βασίλη και τελευταία είχε φκιάσει ο πατέρας μου ένα τραγούδι:

Ζήτω του βασιλέα μας

το έθνος και η σημαία μας.

Ζήτω του διαδόχου

του ελληνικού του θρόνου.

Διάδοχε τι καρτερείς.

Να ανεβείς στον θρόνο

τον φετινό τον χρόνο.

Να καταστρέψεις τους εχθρούς

Αγαρηνούς και Αυστριακούς

κι όλους τους μουσουλμάνους

τους απίστους τους Βουλγάρους.

Να μπεις μες την Αγιά Σοφιά

των χριστιανών παρηγοριά.

Να μπεις να προσκυνήσεις

τον σουλτάνο να γκρεμίσεις.

Να πάει στην κόκκινη μηλιά

δεν θέμε αγάπη και φιλιά

κι εκεί να κατοικήσουν

ποτέ να μη γυρίσουν.

Να πάρουμε την Πόλη

που την εζηλεύουν όλοι.

Ισως αλλάξουν οι καιροί

και πάψουν πάθη και καημοί

κι αρχίσει ευτυχία

ω βασίλισσα Σοφία.

Ζήτω το έθνος και ο στρατός

Ολίγος είν’ μα εκλεκτός.

Ζήτω το ναυτικό μας

κι ο σταυρός είν΄ βοηθός μας.

Ζήτω και του Μιαούλη

που τον φοβηθήκαν ούλοι.

Μόλις τελειώσαμε το τραγούδι, γιατί το λέγαμε αλά συριανά, πού ήταν εκείνος ο κόσμος! Εγέμισε το καφενείο, εγέμισαν όλα τα παράθυρα όπου μας ανέβασαν απάνω σ’ ένα τραπέζι να το πούμε πάλι. Και μόλις το ξαναείπαμε δεύτερη φορά, από τα χειροκροτήματα του κόσμου μας βάλαν να το πούμε και τρίτη φορά. Και όταν κατεβήκαμε κάτω από το τραπέζι μάς γέμισαν τις τσέπες πενταροδεκάρες, τόσο πολλές που δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Πρωτοφανίσιο πράμα στα χρονικά του Βόλου».

Ετούτες είναι οι χειμωνιάτικης θεματολογίας αφηγήσεις του Νίκου Χριστόπουλου, μαζί με ορισμένες κυνηγετικού περιεχομένου, που θα μνημονεύσουμε σε κάποιο άλλο σημείωμά μας.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου