ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο σκοτεινός θάλαμος των άστρων

ο-σκοτεινός-θάλαμος-των-άστρων-213244

Της Εύας Λόλιου

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ ανήκει σε δυο παράλληλους κόσμους, του φωτός και του σκοταδιού. Για τον Πέτρο, ένα όμορφο μωρό που γεννήθηκε στη μικρή οπή ενός μαύρου κάστρου. Μέσα σε μια φωτογραφική μηχανή με γιγάντιες διαστάσεις που τοποθετήθηκε μάλλον από κάποιον άγνωστο Θεό στο ύψωμα της μικρής αυτής κομητείας.

Μεγάλωνε ο Πέτρος στο σκοτάδι με μοναδική τροφή την αγάπη για τον εαυτό του. Κάθε που ο ήλιος ανέτειλε, πόζαρε ακροβατώντας στην μικρή οπή αφήνοντας αναμνήσεις έρωτα του κορμιού του σε γυαλιστερές επιφάνειες. Η πολιτεία αν και ήταν ολοζώντανη τον άφηνε ασυγκίνητο, σφράγιζε την είσοδο με ογκώδη πρίσματα κρυστάλλων. Απ’ έξω περνούσαν άνθρωποι και ζώα, κοντοστέκονταν και θαύμαζαν την ομορφιά του.

«Μα τι όμορφος που είναι!», ψιθύριζαν μεταξύ τους βαρόνοι και μαρκήσιοι.. Και οι σάτυροι με γυρισμένες τις πλάτες στη βιτρίνα έστηναν αυτί ροκανίζοντας την μεζούρα με τα κοφτερά, κακεντρεχή τους δόντια. Η οικογένεια του, γραμμένη στο βιβλίο των ευγενών στις πρώτες θέσεις, καμάρωνε τον νάρκισσο νεαρό για την τέχνη του. Ήλθε μάλιστα ο μεγαλύτερος γλύπτης απ’ την πρωτεύουσα, ο πασίγνωστος Μάριο Ντελ Αλφόνσο , για να σμιλέψει την μορφή του σ’ ένα άγαλμα στο κέντρο της μεγάλης πλατείας .

Μα δε τα κατάφερε κι αυτή η είδηση της αποτυχίας του έκανε το γύρω ολάκερου του κόσμου. Και όλο του αγόραζαν γυαλιστερά κουστούμια οι ευγενείς γονείς του, καπέλα φανταχτερά και περίτεχνες καρφίτσες. Να φανταστείτε πως το δωμάτιο είχε γεμίσει με τόσα πολλά κάτοπτρα που δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να βρει τον αληθινό του εαυτό ! Η ψυχή του συχνά έκλαιγε τις νύχτες σαν μωρό, καθώς χτυπούσε πάνω στους καθρέπτες, ψάχνοντας να βρει το στήθος του για να κρυφτεί. Αν και το δικό μου δωμάτιο ήταν στο τέλος του διαδρόμου, στην πλευρά του υπηρετικού προσωπικού, αγριευόμουν απ’ τους στρίγκους των σκιών που περνούσαν κάτω απ’ την πόρτα.

Επαιζαν κρυφτό οι σκιές με την ψυχή του, σ’ ένα παιχνίδι της μοίρας τόσο σκληρό για την δόλια.. Ηθελα να φύγω απ’ την δούλεψη τους, μα μου έλειπαν τα μισά γρόσια για να γυρίσω στην πατρίδα μου. Μιαν αποφράδα ημέρα ή νύχτα, δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά, σαν ο Θεός να είχε εκνευριστεί με τούτη την τρέλα, γέμισε τον ουρανό θυμωμένους κεραυνούς. Εκαμα να κοιτάξω έξω απ’ το παραθύρι μα το φως ήταν εκτυφλωτικό και φοβισμένη κουλουριάστηκα κάτω απ’ το κρεβάτι μου.

Ο δυνατός άνεμος περιστρέφονταν ολόγυρα του ανακτόρου, σπάζοντας όλα τα παραθύρια. Μπήκε τότε μέσα ο ουρανός με τα όπλα του, άκουγα να θρυμματίζονται οι καθρέπτες και τον Πέτρο να ουρλιάζει! Ξάφνου, ένιωσα ένα χέρι να πιάνει το δικό μου. Ταράχτηκα και χτύπησα το κεφάλι μου στις σανίδες που βόγκησαν κι αυτές μαζί με τις ξεχαρβαλωμένες σούστες του στρώματος. Γύρισα δειλά την ματιά μου και τι να δω;

Ηταν η ψυχή του Πέτρου, σαν την θάλασσα που κυματίζει απ’ άνεμο βορινό, ασημένια και παγωμένη.. Στα μάτια της ουράνιες σταγόνες ήταν έτοιμες να κυλήσουν, μα δεν είχαν πρόσωπο κι έτσι δάκρυσε η μικρή ψυχούλα στα δικά μου μάγουλα… Κλάψαμε πολλές ώρες έτσι αγκαλιασμένοι μέχρι που αποκοιμηθήκαμε.

Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε απ’ τα πουλιά πάνω στο καταπράσινο χορταράκι του λόφου, άστραφτε ο ήλιος στα υγρά φύλλα των δέντρων. Στο ύψωμα της πολιτείας δεν υπήρχε πια το σκοτεινό κάστρο, μόνο τα θραύσματα απ’ τις μάσκες των άστρων γυαλοκοπούσαν στο χώμα…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου