ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Θηβαΐδα των Σταγών

η-θηβαΐδα-των-σταγών-180231

Της Εύας Λόλιου

Πήρα τα βουνά και τα σκιερά φαράγγια, σκαρφαλώνοντας με τα πουλιά στους πέτρινους γίγαντες της Θηβαΐδος των Σταγών. Το μποντριέ με κρατούσε ασφαλή στη ζωή μαζί με τα καρφιά, τα σχοινιά, τους κόμπους και τα καρυδάκια. Σαν να είχε σπλάχνα ο βράχος Βαρλαάμ, γεμάτος αγάπη μου χάριζε και αυτός φιλότιμα τις πέτρινες παλάμες του, να πιάνομαι και να συνεχίζω τον δρόμο προς την ολοκλήρωση του διακαή πόθου μου. Την διαδρομή επιζητούσα, το ταξίδι προς τον ουρανό, την απομόνωση απ’ την βάναυση καθημερινότητα που ούρλιαζε σαν τσακάλι πάνω στις χιονισμένες στέγες της πόλης.

Μέσα απ’ τα μάτια των πουλιών και την ψυχή τ’ ανέμου που διαπερνούσε την υφή των ποταμίσιων βοτσάλων και των απολιθωμένων οστράκων του βράχου, γευόμουν τη γαλήνη της αιωνιότητας σαν το γλυκύτερο πιοτό που ακούμπησε ποτέ τα χείλη μου. Ενάντια στους νόμους του Νεύτωνα και σύμμαχος με την δύναμη του Κυρίου, κάρφωσα μια προσευχή στην πέτρα. Υστερα ακόμη μια και άλλη μια μέχρι να φτάσω στη σπηλιά τ’ ασπραετού. Ξάπλωσα στην αγκαλιά του βράχου με βαθιές ανάσες. Κλείσαν τα βλέφαρά μου στις γλυκές σκιές και ένα δάκρυ κύλισε καμωμένο συγκίνηση. Απ’ τα μικρά μου ονειρευόμουν να φτάσω στη φωλιά τούτου του ερημίτη αετού.

Σαν έλαμπε το φεγγάρι μέσα στο πέτρινο δάσος κατέβαινε θεατής ο αετός, στέκονταν πάνω στο καμπαναριό και οι κρωγμοί του ηχούσαν σε όλη την πόλη. Μα είχα μήνες τώρα να τον δω, απ’ την ημέρα που πέθανε ο πατέρας και ήρθε να κράξει στη στέγη του σπιτιού μας. Άρχισα ένα κρυφό διάλογο με την σπηλιά ψηλαφίζοντας τις κρυφές πτυχώσεις και τα ανάγλυφα σχήματα στα παγωμένα τοιχώματα. δυο πλάσματα αγαπούσα πιότερο στη ζωή, τον αετό και τον πατέρα. «Γιατί θεέ μου τα πήρες και τα δυο; Μ’ ακούς; Μήπως σε νάρκωσαν οι φλοίσβοι των αιώνων, μήπως τα μοναστήρια φτάσαν πολύ ψηλά και δεν ακούς τις φωνές της πόλης;». Απαρηγόρητος ο πόνος μου, ούτε ένα φτερό δεν υπήρχε μέσα του να πετάξει μακριά στον κάμπο, να χαθεί. Ωσπου έστριψα το κεφάλι προς το κενό και για πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπος με την ψεύτικη διάσταση του φόβου. Ναι μπορούσα να πετάξω, αρκεί να το αποφάσιζα. Κάποιος γέροντας ανέβαζε ξύλα. Πήδηξα με μιας για να πετάξω μα γαντζώθηκε η ζωή μου απ’ το δίχτυ και το μόχθο της ξύλινης ανέμης. Λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα και πίστεψα πως θα άνοιγα φτερά. Με ανέβασε στο μοναστήρι.

Αναψε φωτιά στο τσίγκινο βαρέλι προσφέροντας μου μια κούπα ζεστό σαλέπι. Κάθισε απέναντι μου, έβγαλε μια ξύλινη φλογέρα και ξεκίνησε το τραγούδι. Μέσα απ’ τα μαβιά σύννεφα του ουρανού ξεπρόβαλε ένας γύπας που στην πλάτη του κουβαλούσε ένα κούκο. Από πίσω ακολούθησε ένας αετός με μια χελώνα και μια κουκουβάγια με ένα φίδι. Ο καλός γέροντας είχε στα ράσα του σπόρους. Αφού τάισε τα πλάσματα με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου είπε, «Να φιλιώσεις την ζωή με τον θάνατο παιδί μου, όπως η χελώνα εμπιστεύεται τον αετό, όπως ο κούκος τον γύπα, σαν το φίδι την κουκουβάγια. Μόνο έτσι θα αγαπήσεις το είναι του θεού μέσα σου και θα μεταλάβεις την σοφία Του».

Εσκυψα και πήρα ένα σπόρο καλαμποκιού. Τα πουλιά είχαν χορτάσει πια. Ο ήλιος έδινε την θέση του στον έναστρο ουρανό που στάθηκε πάνω απ’ την πόλη. Ηταν ώρα να κλείσουν οι θύρες του μοναστηριού. Τα πουλιά με τα ζώα στις ράχες πέταξαν στον ουρανό και εγώ κατέβηκα με το δίχτυ και τα ξύλα στη γη. Να τ’ ανάψω στο σπίτι, που με περίμενε η μάνα καρδιοχτυπώντας για την ζωή μου. Πάνω στο βράχο του Βαρλαάμ χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Θα ξημέρωνε η ζωή την επομένη, στις βουτιές των νεοσσών ελπίδων μέσα στο διάχυτο φως της Ανατολής.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου