Πιάσε το χέρι μου σφιχτά
κράτα τα μάτια σου κλειστά
κι έλα μαζί να κάνουμε
ταξίδι μες’ στον χρόνο
Να πάμε πίσω στη στιγμή
που έκανε η μοίρα να πιαστεί
το βλέμμα μου στο βλέμμα σου
στου κεραυνού τον τόνο
Aλλαξαν όλα μονομιάς
Hρθε ανάποδα ο ντουνιάς
και μείναμε μετέωροι
σε ουρανούς πανώριους
Το δρόμο πήραμε μαζί
χωρίς κανένας να νοιαστεί
τις διαφορές μας που ’δείχναν
μπροστά φραγμούς πελώριους
Περάσαμε από στενωπούς
από πελάγη κι ατραπούς
μα πάντα καταλήγαμε
πιασμένοι χέρι – χέρι
Εκείνη η πρώτη μας στιγμή
πρώτη κοινή μας προσευχή
μας συντροφεύει πάντοτε
σα της αυγής τ’ αστέρι
Κι αν κλάψαμε κάποιες φορές
γίναν’ ελπίδα οι συμφορές
και το φιλί γλυκόπιοτο
κρασί στα δυο μας χείλη
Τα χνάρια σου στο χρόνο βρες
και δίπλα τα δικά μου δες
βήμα το βήμα φτάσαμε
σ’αυτό το όμορφο δείλι
Οι αναμνήσεις μας κοινές
στο ίδιο βιβλίο ζωγραφιές
χρωματιστές ή ασπρόμαυρες
κοσμούν κάθε σελίδα
Eργα αγάπης δυνατής
που αν έχεις τύχη και την βρεις
αυτή θα είναι ο επίλογος
και η επικεφαλίδα
Κράτα το χέρι μου σφιχτά
και με τα μάτια σου κλειστά
ακούμπα το κεφάλι σου
στο στήθος κι άκουσέ τη
Παίζει η καρδιά μια μουσική
ίδια από κείνη τη στιγμή
που πρωτοειδωθήκαμε.
Σκύψε, αναγνώρισέ τη.
Όλον ετούτο το καιρό
ήμουν εσύ και ήσουν εγώ
και τ’ όνειρο ασύγκριτο
το ζήσαμε αντάμα.
Σαν ουρανόσταλτη ευχή
νερό από καθαρή πηγή
που στάλα – στάλα πίνουμε
κι ατέλειωτο είν’ το θάμα.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΕΣΜΑΟΥΙ