ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το τίμημα της αγάπης ~ Το δεύτερο μέρος της τραγικής ιστορίας σε χωριό του Πηλίου

το-τίμημα-της-αγάπης-το-δεύτερο-μέρος-129602

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Πέρασε καιρός να ξαναβγεί μονάχη και ζούσε με τις ενοχές της. Τον μίσησε για την έξαρση και το μεγαλείο των χειρονομιών του, τον μίσησε για την εγωπάθειά του.

Διάβηκε κοντά ένας χρόνος και μια μέρα μετά το Πάσχα συζητώντας οι άνδρες στο καφενείο της πλατείας για τον κακόφημο χωροφύλακα και τις άσεμνες πράξεις του, ξεστόμισαν και το όνομα της Αλεξάνδρας. Είπαν ότι μέχρι και σε κείνη ρίχτηκε.

Το άκουσμα του ονόματος της γυναίκας του στα χείλη των ανδρών που έπαιζαν χαρτιά στον καφενέ τον έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα αγριεμένος. Οι χωριανοί προσπάθησαν να το καλαμπουρίσουν, ωστόσο ο Κωσταντής είχε ήδη φύγει και με μεγάλες δρασκελιές βρισκόταν στο αρχοντικό. Το σκηνικό που ξετυλίχτηκε ήταν βαρύ… Η Αλεξάνδρα δεν παραδέχτηκε τη συνάντησή της με τον χωροφύλακα. Είχε κάνει το λάθος, αλλά και σωστό μαζί, να μην το αναφέρει τότε. Δεν υπήρχε πισωγύρισμα… και όλα ήταν σε βάρος της.

Ο Κωσταντής περιόρισε τις επισκέψεις του στην αγορά και στα καφενεία του χωριού από ντροπή, γιατί ένιωθε τσαλαπατημένη την ηθική εικόνα της γυναίκας του και άρχισαν οι πιέσεις.

Η ηρεμία του χάθηκε, πλημμύρισε με εκδίκηση και μίσος για τον άνδρα που του έκλεψε την οικογενειακή ευτυχία και την τιμή του.

Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια με τις ίδιες συνθήκες. Η σχέση τους είχε διαλυθεί και η ζωή της Αλεξάνδρας ήταν αφόρητη, τυραννική. Το χαμόγελο είχε σβήσει από το ωραίο της πρόσωπο, που ήταν πάντα σοβαρό και προβληματισμένο. Τίποτα δεν της έδινε χαρά, ακόμη και οι χαρές των παιδιών της. Κάποια μέρα πάνω στη βασανιστική επιμονή του Κωσταντή και στη δική της αρνητική στάση, της ξεστόμισε τη φράση «να πας να κρεμαστείς, αν τον έχεις συναντήσει. Είναι το καλύτερο για όλους».

Τα λόγια του σκληρά και απάνθρωπα σαν τη βασανισμένη του ψυχή, της έδωσαν τη λύση. Αυτό ήταν… Αυτό όφειλε να κάνει… Για όλους στην οικογένεια.

Ως τραγικός άνθρωπος έπρεπε να αντιμετωπίσει τη μοίρα, τον Θεό και τους ανθρώπους. Πίστευε πως είχε χρέος να πεθάνει για να λευτερωθεί και να πληρώσει το λάθος της, γιατί είχε γίνει αναξιόπιστη στον σύντροφο της ζωής της. Το κενό της ψυχής της δεν γέμιζε πια. Είχε βάλει στόχο να αυτοκτονήσει.

Οι άνθρωποι που μπήκαν στη ζωή της ξαναβγήκαν γρήγορα. Ακόμη και τα παιδιά της. Τίποτα πια δεν τη συγκρατούσε…

Ενιωθε ισοπεδωμένη και άψυχη. Ετσι μια μέρα ζύμωσε η ίδια το ψωμί, τακτοποίησε το σπίτι, τα ρούχα του κύρη της, τα προσωπικά του αντικείμενα, πλύθηκε, λούστηκε, φόρεσε την καλή της φορεσιά και έδωσε τέρμα στη ζωή της. Οταν όλο το σπίτι και το προσωπικό δόθηκε στο μεσημεριανό ύπνο, αυτή γλίστρησε αθόρυβα και κρεμάστηκε με χοντρό σκοινί από το δοκάρι της αχυρώνας.

13 Ιουνίου… Αποφράδα ημέρα για την οικογένεια και για όλο το χωριό. Ο Κωσταντής έλειπε στον Βόλο και ήταν ο πρώτος που την αντίκρισε ξεπεζεύοντας από το άλογο.

«Πώς το ‘κανες αυτό κυρά μου; Γιατί με τιμώρησες τόσο σκληρά;» ξεφώνισε πιάνοντας το πρόσωπό του και κρύβοντας τη θέα με τις παλάμες. Ο κόσμος του με μιας μίκρυνε, χάθηκε, η απελπισία τον κυρίεψε και έμεινε εκεί μαρμαρωμένος στο ίδιο μέρος να κοιτάζει με μάτια θολά από δάκρυα το τίμημα του λάθους του…

Την αμφιβολία για κείνη. Την πίεσε, την πίεσε πολύ, σχεδόν δύο χρόνια βάστηξε το μαρτύριο. Πλήρωσε για τη νοοτροπία της εποχής και της κοινωνίας που ζούσε.

Με τον θάνατό της τα προβλήματα δεν σταμάτησαν. Η εκκλησία δεν δεχόταν την τελετουργία ταφής της αυτόχειρας Αλεξάνδρας.

Ο Κωσταντής ήταν σημαντικό πρόσωπο και οι δύο ιερείς ήταν συγγενείς, οπότε καλύφθηκε το γεγονός. Το χωριό όλο έκλαψε πικρά για την απώλεια παρουσίας, που στόλιζε και γοήτευε με την ομορφιά, την υπομονή, την αγάπη, το μεγαλείο της προσφοράς. Εδινε και ποτέ δεν ζητούσε αντάλλαγμα.

Ο γιος της, ο γέροντας που συνάντησα, έμαθε την ιστορία όταν μεγάλωσε από μισόλογα κάποιων ηλικιωμένων του χωριού. Είχε τη δύναμη, όπως και ο πατέρας του, να συναντά τον χωροφύλακα, να χαιρετίζονται και να αλλάζουν κατεύθυνση.

Ο γέροντας σταμάτησε να μιλά, τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα, η φωνή του έσβησε… Φοβήθηκα μήπως πάθει κάτι από τη συγκίνηση και προσπάθησα να αλλάξω την κουβέντα μας.

Ομως εκείνος με κοιτούσε κατάματα με τα ξεθωριασμένα πράσινα μάτια και το σοβαρό ύφος και ένιωθα σα να μου ΄λεγε «πάρτο κόρη μου και γράψτο. Μόνο να μη γράψεις ονόματα. Να μάθει ο κόσμος την αξία και την ομορφιά της αγάπης εκείνων των καιρών». Εκείνος ξαλάφρωσε, τα διηγήθηκε σε μένα και με φόρτωσε ερωτήματα για την ηρωίδα μάνα του. Η θυσία της σήμαινε την αθωότητά της ή την ενοχή της; Το μυστικό της το πήρε μαζί της στον τάφο. Εγώ τήρησα την υπόσχεσή μου και το βάρος που φορτώθηκα το μοιράστηκα μαζί σας, με τους αναγνώστες, να δούμε τις ηθικές αξίες εκείνων των καιρών. Να μην κρίνουμε σαν δικαστές αν ήταν ένοχη ή όχι, αλλά να κρίνουμε και να συγκρίνουμε εκείνες τις γυναίκες με τις σημερινές.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου