Της Βαρβάρας Τσακουρίδου
Προσπάθησες να φτάσεις στις κορφές,
τις δικές μου τις απρόσιτες,
τις κατάλευκες χιονιές…
μα σε πάγωσε η σιωπή,
στου ουρανού μου την κορφή,
που ακουμπούσε το ύψος μου
το αθέατο …
και πισωγύρισες ολοταχώς
στην άκρατη μέθη του πάθους
και στην απύθμενη οδύνη των παθών,
στην πεπερασμένη μπόρεση
των ρηχών λογισμών,
στις μουχρές διαδρομές, του εωσφορικού
σκοταδιού …
Το λευκό δεν χωρούσε
στη βλέψη σου
είχες το νου του “κοπαδιού”…
Οι κορυφές χαμήλωσαν
στο ύψος του δικού σου “κελιού”!!
πλάι στον ήχο του καλοκαιριού
μες στη βροχή …
στων παραμεθορίων της συνείδησης
την αναπτυσσόμενη περιοχή,
την ενοποίηση με του κόσμου την αρχή
σ’ έναν καθρέφτη γεμάτο όραση,
άγγελοι παλεύουν μονάχοι
με την κόλαση.