ΤΟΠΙΚΑ

Μια καινούργια μέρα

μια-καινούργια-μέρα-851206

Σήμερα σηκώνομαι τη συνηθισμένη ώρα. Έξι και μισή. Εφτά παρά τέταρτο έχω κιόλας ετοιμαστεί, μόνο που δε χτενίστηκα ακόμα. Βάζω το κρέας να πάρει μια βράση για να το βρω μισοέτοιμο την ώρα που σχολάω, κάνω καφέ, ξυπνάω τον άντρα μου και είναι ώρα να ξυπνήσω τα παιδιά για το σχολείο.

Στο δωμάτιό τους έχει μισοσκόταδο. «Καλημέρα, καρδούλες μου!», κάνω και συνεχίζουν να κοιμούνται. Δίνω ένα φιλί στο μάγουλο της Μαρίας, κουνάω το Γιάννη και τα ξεσκεπάζω απότομα. Η Μαρία ανοίγει τα μάτια, ο Γιάννης όμως χώνει το κεφάλι κάτω απ’ το μαξιλάρι. Τον παίρνω αγκαλιά κι αρχίζει να κλοτσάει και να ουρλιάζει. Φωνάζω τον άντρα μου να με βοηθήσει, αλλά αυτός ούτε που ακούει καν, είναι στο μπάνιο και ξυρίζεται. Αφήνω το Γιάννη και φέρνω τα ρούχα της Μαρίας. Πρώτα το σλιπάκι, μετά το φανελάκι, ύστερα το καλσόν… Η Μαρία γκρινιάζει κι όλο γλιστράει ανάμεσα στα πόδια μου. Της φοράω τη φόρμα και τρέχω στην κουζίνα να βάλω να ζεσταθεί το γάλα.

«Καλημέρα!» λέει ο άντρας μου φρεσκοξυρισμένος κι αεράτος και κάθεται να πιεί καφέ. Κατεβάζω το γάλα και τρέχω στο δωμάτιο των παιδιών. Φοράω στη Μαρία τα μποτάκια. Είναι αυτά που της αρέσουν, χαμογελάει και κουνάει τα παχουλά της ποδαράκια μπρος – πίσω. Ο άντρας μου φωνάζει απ’ την κουζίνα, δε βρίσκει τις φρυγανιές. Τρέχω κι ανοίγω το ντουλάπι. Είναι εκεί που ήταν πάντα. Τις αφήνω μπροστά του έτσι όπως είναι με τη σακούλα και γυρνάω στα παιδιά. Η Μαρία έχει ήδη ξυπνήσει το Γιάννη και ετοιμάζονται να παίξουν. Τον αρπάζω παραμάσχαλα και τρέχω στο μπάνιο…

Ώρα εφτά και είκοσι καθόμαστε όλοι γύρω από το τραπέζι. Ο άντρας μου συνεχίζει να πίνει καφέ. Βρίσκω την ευκαιρία και ντύνω το Γιάννη. Ένα ζευγάρι κάλτσες, το παντελόνι, ένα μπλουζάκι, το ζακετάκι. Τα μποτάκια, δε βρίσκω τα μποτάκια. Ψάχνω σαν την τρελή παντού, είναι στο μπάνιο, πίσω από το καλάθι με τα άπλυτα, ένας Θεός ξέρει πώς βρέθηκαν εκεί. Φωνάζω στο Γιάννη να μην κουνιέται και του φοράω τα ζεστά μποτάκια του.

Η ώρα είναι οχτώ παρά είκοσι κι εγώ βιάζομαι σαν το διάβολο. Πρέπει να πάω τα παιδιά στο σχολείο και να προλάβω να είμαι παρά δέκα στην Πολυμέρη για το λεωφορείο. Φοράω τα σκουφάκια στα παιδιά και βγαίνουμε στο δρόμο. Γκρινιάζουν πάλι, δεν περπατούν όσο γρήγορα θα ήθελα. Τ’ αφήνω στην πόρτα του σχολείου και τρέχω με την ψυχή στο στόμα. Ίσα που προλαβαίνω το λεωφορείο που είναι φίσκα, γεμάτο. Στριμώχνομαι, μπαίνω και βγάζω έναν στεναγμό ανακούφισης. Μια καινούργια μέρα αρχίζει…

Στο τζάμι του λεωφορείου καθρεφτίζεται ο εαυτός μου. Κατασυγχύζομαι. Έχω ξεχάσει να χτενιστώ…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου