ΤΟΠΙΚΑ

Συστημένο γράμμα

συστημένο-γράμμα-851206

Στα λατομεία της ΑΓΕΤ
Τρυπάω την πέτρα. Το μηχάνημα ρουφάει τη σκόνη. Καλά που υπάρχουν κι άνθρωποι που σκέφτονται την πρόοδο, αλλιώς, δίχως αυτό το μηχάνημα θα πεθαίναμε στα πενήντα, τώρα καβαντζάρουμε τα εξήντα, ακόμα και τα εξήντα πέντε.
Τρυπάω το βράχο και τα αφτιά μου κουδουνίζουν. Ένας ήχος μονότονα επαναλαμβανόμενος με ξεκουφαίνει. Βουή και μετά τρίξιμο και μετά βρόντημα και κοπάνημα κι ύστερα σβούρισμα και τσιτσίρισμα τρυπάει τ’ αφτιά μου ώρες ολόκληρες. Δεν αλλάζω καμιά κουβέντα με το διπλανό, δεν υπάρχει περίπτωση να μ’ ακούσει, συνεννοούμαστε μονάχα με νοήματα.
Τρυπάω τη γη και την πληγώνω, όμως σήμερα η δουλειά δε βγαίνει. Το μυαλό μου πετάει μακριά κι αυτό είναι άσχημο, θα φάω κανένα χέρι ή κάνα πόδι δίχως να καταλάβω. Κι ύστερα με πονάει η πλάτη μου και το κεφάλι. Σουβλιές και πονοκέφαλος, στο διάολο, δεν είναι ό,τι καλύτερο σε τούτη τη δουλειά.
Τρυπάω την πέτρα και ρουφάω ό,τι απ’ τη σκόνη δε ρουφάει το μηχάνημα. Ο διπλανός μου βρίζει ασταμάτητα και φτύνει. Τα μπράτσα μου πονούν, φτύνω κι εγώ και βρίζω. Και ιδρώνω. Ο ιδρώτας μαζεύεται στις ραφές του πουκαμίσου μου και στο σημείο αυτό φαγώνεται το δέρμα. Η σκόνη κολλάει σ’ όλους τους πόρους και τους κλείνει και ύστερα ξεπλένεται απ’ τον ιδρώτα κι ύστερα έρχεται καινούργια σκόνη, απαλή σα χνούδι, και κατακάθεται απάνω στο κορμί κι οι πόροι ξανακλείνουν. Διάβολε, πόσα κιλά χάνω σε μία βάρδια δεν ξέρω να το πω, κανείς δεν ξέρει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι διψάω τρομερά, όμως από την κούραση δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω.
Τρυπάω τη γη και βιάζομαι. Όλοι εδώ πέρα βιάζονται, οι προϊστάμενοι, οι εργάτες, είναι κάτι σαν επιδημία. Ακούω το μονότονο ήχο και με την άκρη του ματιού βλέπω το διπλανό να βρίζει και να φτύνει, όμως δεν έχω καιρό για κάτι περισσότερο, η δουλειά πρέπει να βγει στην ώρα της και για να βγει πιεζόμαστε. Η δουλειά μάς πιέζει, οι νόρμες μάς πιέζουν, η δύστροπη μηχανή μάς πιέζει, ο άνθρωπος πιέζει τους ανθρώπους για να βγάλει λεφτά κι οι άνθρωποι πιέζουν τον εαυτό τους γιατί πρέπει να βγάλουν το μεροκάματο. Η τελευταία είναι η χειρότερη πίεση απ’ όλες.
Τρυπάω τη γη και ξέρω δίχως να βλέπω γύρω ότι το μέρος χάσκει. Παντού ανοιχτές τρύπες, παντού πέτρες πεταμένες και κοτρόνες, παντού σκόνη. Μια αδιαπέραστη ομίχλη από αιωρούμενα σωματίδια μού γαργαλάει τη μύτη και το λάρυγγα. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω το διπλανό μου να φτύνει και να βρίζει και δίχως να τον ακούω, ξέρω ότι φτύνει κι ότι βρίζει συνέχεια τη σκόνη, το λατομείο, τον εαυτό του, τ’ αφεντικά, την τύχη του…
Χτες του είπα να πάει στο γιατρό κι απάντησε ότι δεν πάει να κάθεται τρεις ώρες, για να τον δει ο γιατρός για δυο λεπτά και να του πει ότι δεν έχει τίποτα…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου