ΤΟΠΙΚΑ

Ηταν κάποτε η αγορά του Βόλου… Νοερή αναδρομή στο παρελθόν

ηταν-κάποτε-η-αγορά-του-βόλου-νοερή-αν-616069

Νοσταλγικό άρωμα και χρώμα άλλων εποχών διανθίζουν τη νοερή αναδρομή στο μακρινό παρελθόν, τότε που όλα ήταν διαφορετικά και η Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στην τοπική αγορά χαρακτηρίζονταν από πινελιές ευμάρειας. Κάθε νοερή περιήγηση στο χθες, προσθέτει μια ακόμη ψηφίδα στο πολύχρωμο παζλ των αναμνήσεων, μέσω της αναφοράς σε άλλες εποχές. Δύο Βολιώτες επαγγελματίες, οι οποίοι συνεχίζουν την οικογενειακή εμπορική παράδοση, ανακαλούν μνήμες της παιδικής τους ηλικίας, και σκιαγραφούν εικόνες από το εορταστικό κλίμα που επικρατούσε παλιότερα στην αγορά του Βόλου, με τις ουρές στα καταστήματα, τα γεμάτα ταμεία και τα χαμόγελα, να κατέχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ρεπορτάζ : ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Οι δύο παράλληλες αφηγήσεις που καταγράφονται, συνθέτουν δύο παράλληλες διαδρομές, με κοινό σημείο αναφοράς το εορταστικό κλίμα στην εμπορική αγορά αλλά και τη διάθεση του κόσμου. Η σύγκριση του χθες με το σήμερα είναι αναπόφευκτη, ενώ όπως επισημαίνουν οι δύο έμποροι οι οποίοι μιλούν στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, ήταν τελείως διαφορετικά το κλίμα, οι κοινωνικές συνθήκες και ο παλμός της αγοράς, ακόμη και στην μεταπολεμική περίοδο.

«Ουρές στα καταστήματα»

«Θυμάμαι τον πολύ κόσμο, τα ψώνια σε μεγάλες ποσότητες, το λιωμένο βούτυρο, τη φέτα, το κασέρι, τα γλυκά που πουλούσαμε σε μεγάλα ταψιά» αφηγείται ο Νίκος Πριονάς, ανακαλώντας παιδικές μνήμες από το γαλακτοπωλείο, το οποίο δημιούργησε, σημειωτέον, ο συνονόματος παππούς του προπολεμικά, στα 1929. Στη συνέχεια η εμπορική σκυτάλη περιήλθε στα χέρια του πατέρα του Απόστολου και μετά τη συνταξιοδότησή του, ο ομιλών, συνεχίζει με το ίδιο μεράκι την οικογενειακή παράδοση.

Ανακαλώντας εικόνες του παρελθόντος, οι 50χρονος επαγγελματίας θυμάται τα τραπεζάκια στο παλιό κατάστημα του παππού, όπου κάθε πρωί δεκάδες Βολιώτες απολάμβαναν γάλα ζεστό, βούτυρο με μέλι σε ψωμί, γιαούρτι, κρέμα, αλλά και τυρί για πρωινό, πριν την εργασία τους ή στο διάλειμμα της δουλειάς τους.

Το κλίμα ήταν τελείως διαφορετικό όπως επισημαίνει ο ίδιος, για να προσθέσει ότι «οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, καθόλου προβληματισμένοι, και αγόραζαν μεγαλύτερες ποσότητες γαλακτοκομικών στην περίοδο των γιορτών, τρία κιλά τυρί, δέκα γιαούρτια, δύο κιλά κασέρι. Υπήρχε αγοραστική δύναμη και μεγάλη κίνηση στην αγορά, όπου και να πήγαινες. Ακόμη και σε συνοικιακά καταστήματα είχε πολύ κόσμο. Παντού υπήρχε ζωντάνια, χαμόγελο, άλλη διάθεση».

Νίκος Σοφιάδης: «Υπήρχε μια πολύ ωραία, ζεστή ατμόσφαιρα»

«Δουλειά από τα χαράματα»

Οι φιγούρες του παππού και του πατέρα του, κυριαρχούν στην αφήγηση του Νίκου Πριονά, ο οποίος θυμάται ότι το κατάστημα άνοιγε από τις 6 το πρωΐ και η δουλειά διαρκούσε ως αργά το βράδυ, με αμείωτους ρυθμούς και ο ίδιος, μαθητής, τότε του δημοτικού, αμέσως μετά το σχολείο πήγαινε στο γαλακτοπωλείο για τη διατεταγμένη αποστολή της ημέρας. «Με έστελναν στην Τράπεζα, όπου πήγαινα χαρτονομίσματα και μου έδιναν κέρματα, τα οποία κουβαλούσα σε σακούλες» θυμάται ο ίδιος.

«Υπήρχε μεγάλη ευμάρεια και αυτό που ψάχνουν να βρουν τώρα, την ανάπτυξη, για μας ήταν τότε θέμα καθημερινό. Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, οι άλλες γιορτές, σήμαιναν για μας ακόμη περισσότερη δουλειά. Ο κόσμος σχημάτιζε ουρές και δεν είναι σχήμα λόγου, είναι κυριολεξία» τονίζει ο ίδιος.

Τα κάλαντα κυριαρχούν στις μνήμες των παιδικών του χρόνων, καθώς αναπολεί με νοσταλγία τις γιορτινές μέρες που ως παιδί, έψαλλε τα κάλαντα νωρίς το πρωί, στον παππού και τον πατέρα του, παίρνοντας το γενναιόδωρο παραδοσιακό φίλεμα των ημερών.

Σήμερα «ο κόσμος είναι συγκρατημένος, μετράει και το τελευταίο ευρώ, δεν βλέπω χαμόγελα, γιατί ο κόσμος είναι σκεπτικός και προβληματισμένος» υπογραμμίζει ο Βολιώτης έμπορος, ο οποίος εύχεται «να υπάρχουν λιγότεροι φόροι τη νέα χρονιά και να αντιληφθούν οι κυβερνώντες, ότι η βαριά φορολογία αποτελεί πλήγμα για την αγορά».

«Το αδιαχώρητο στην Ερμού»

«Δεν υπήρχαν λεφτά, αλλά υπήρχε κέφι, ζούσαν με τα λίγα οι παλαιότεροι, δεν είχαν απαιτήσεις μεγάλες, ήταν ευχαριστημένοι με αυτά που είχαν, αρκεί να είχαν καλή παρέα, κέφι και λίγο κρασάκι» αναφέρει από την πλευρά του ο Νίκος Σοφιάδης, ο οποίος συνεχίζει την εμπορική δραστηριότητα που ξεκίνησε το 1943 ο πατέρας του Γιώργος.

Ο 54χρονος έμπορος ψιλικών – νεωτερισμών, θυμάται ότι «τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς όλος ο Βόλος κατέβαινε στην Ερμού και στις παρόδους, όπου δημιουργούνταν το αδιαχώρητο. Ηταν τόσος πολύς ο κόσμος, ώστε περίμενα είκοσι λεπτά να περάσω από την γωνία Ερμού με Τοπάλη, απέναντι στη Σκενδεράνη», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο κόσμος κατέβαινε στο κέντρο του Βόλου, στην εμπορική αγορά, με κέφι, με γέλιο, με διάθεση να περάσει καλά. Τα διακριτικά πειράγματα, ο χαρτοπόλεμος, τα μεγάλα πλαστικά σφυριά, κυριαρχούσαν παντού, παρέες, μικροί μεγάλοι, αγόρια και κορίτσια, αλλά και οικογένειες, γέμιζαν ασφυκτικά τον πεζόδρομο της Ερμού, δίνοντας τον παλμό της γιορτινής ατμόσφαιρας. «Ο κόσμος ζούσε τη ζωή του όμορφα και υπήρχε μια πολύ ωραία, ζεστή ατμόσφαιρα» αφηγείται ο Νίκος Σοφιάδης.

Το αδιαχώρητο δημιουργούνταν, ωστόσο, και μέσα στο κατάστημα, το οποίο διέθετε 18 υπαλλήλους στις παλιές, καλές εποχές, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους πελάτες, μαζί με τον πατέρα και το θείο του Γιάννη, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε επίσης στην ίδια επιχείρηση.

Νίκος Πριονάς: «Παντού υπήρχε ζωντάνια, χαμόγελο»

«Ηταν χαρούμενος ο κόσμος»

Οι εικόνες των παλιών, καλών εποχών δίνουν αποχρώσεις νοσταλγίας στην αφήγηση του Νίκου Σοφιάδη, ο οποίος υπογραμμίζει ότι «ο κόσμος ήταν πολύ πιο χαρούμενος απ’ ότι είναι τώρα. Όταν ανέλαβα το μαγαζί το ’83, έβλεπα κάθε πρωί Βολιώτες να περπατούν και να σφυρίζουν. Σήμερα ο κόσμος περπατάει και μονολογεί. Ολοι είναι προβληματισμένοι».

Ουρές σχηματίζονταν στα εμπορικά καταστήματα, τα οποία άνοιγαν από τις 8 το πρωΐ και εξυπηρετούσαν τον κόσμο έως αργά το βράδυ. «Στη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, ο πατέρας μου έρχονταν στις 11.30 το βράδυ στο σπίτι, ενώ βρίσκονταν στο κατάστημα από τις 7.30 το πρωί» όπως αναφέρει ο συνεχιστής της οικογενειακής παράδοσης, ο οποίος σημειώνει, παράλληλα, ότι «η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του ’80, λόγω της αποβιομηχάνισης του Βόλου. Οταν άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο το εργοστάσια, όταν άρχισε να ερημώνει η βιομηχανική περιοχή και ο κόσμος πλέον δεν είχε χρήματα».

Οι εποχές ήταν τελείως διαφορετικές και το κλίμα επίσης, αλλά η νοσταλγία διατηρεί αναλλοίωτο το χρώμα της. Κάθε ανάμνηση και μια εικόνα νοσταλγίας, που παραμένει ζωντανή στο πέρασμα του χρόνου. «Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης μεταξύ εκείνης της εποχής και της σημερινής. Ο κόσμος τα βγάζει πολύ δύσκολα πέρα και η διάθεση είναι ανάλογη» όπως υπογραμμίζει ο κ. Σοφιάδης, ο οποίος εύχεται «να υπάρξει προσπάθεια από μέρους της πολιτείας, να βοηθήσει τις μικρές επιχειρήσεις, να δώσει τα εχέγγυα που απαιτούνται, ώστε να αναπνεύσει ο μικρός επιχειρηματίας και να αρχίσει να κινείται η αγορά».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου