ΤΟΠΙΚΑ

«Στέρεψαν» πρόωρα τα αλιεύματα

στέρεψαν-πρόωρα-τα-αλιεύματα-334749

Γαύρο, σαυρίδια, κολιό και σαρδέλες θα αλίευαν κανονικά αυτήν την εποχή τα γρι – γρι στον Βόλο και τη Μαγνησία. Ομως, φέτος τίποτα δεν μοιάζει να είναι το ίδιο με τις προηγούμενες χρονιές. Διαπιστώνεται σημαντική μείωση των αλιευμάτων. Τα γρι – γρι αλλάζουν ρότα και βγαίνουν στη στεριά. Οι επιστήμονες μιλούν για διαπιστώσεις που εκπλήσσουν και τον ίδιο τον επιστημονικό κόσμο.

Η κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με την υπεραλίευση και την επιβάρυνση της θάλασσας από τους ρύπους οδηγεί στην αλλαγή του θαλάσσιου οικοσυστήματος, το οποίο φαίνεται ότι δέχεται τρομερή πίεση. Οι επαγγελματίες αλιείς βιώνουν πλέον στο πετσί τους τις συνέπειες και μάλιστα σε μία χρονική στιγμή που λόγω της πανδημίας η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί και τα λιγοστά αποθέματα που υπάρχουν διατίθενται σε χαμηλές τιμές.

Επισημαίνει ότι στη Μαγνησία δραστηριοποιούνται συνολικά 15 γρι-γρι, τα οποία απασχολούν 150 άτομα και από τη δραστηριοποίησή τους εξαρτώνται 1.500 οικογένειες με επαγγέλματα που περιστρέφονται γύρω από τα γρι- γρι όπως ιχθυοπώλες, ναυπηγεία, βιοτεχνίες παραγωγής πάγου, ειδών συσκευασίας κ.α.

«Σταματάμε την αλιεία πριν την ώρα μας αφού κανονικά η αλιευτική περίοδος έληγε στις 15 Δεκεμβρίου», λέει ο Βολιώτης πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Πλοιοκτητών Μέσης Αλιείας Γιάννης Μπουντούκος. «Τα λίγα αλιεύματα που βγάζουμε έχουν χαμηλές τιμές λόγω της πτώσης της αγοραστικής δύναμης και του μειωμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος του καταναλωτικού κοινού. Δεν μπορούμε να συντηρηθούμε αφού τα έξοδα είναι διαρκώς αυξανόμενα και το πρόσημο στο ισοζύγιο εσόδων – εξόδων γίνεται αρνητικό», σημειώνει.

Ο κ. Μπουντούκος αποδίδει την υποβάθμιση των ιχθυαποθεμάτων στην πρωτοφανή έξαρση του φαινομένου του ευτροφισμού το οποίο, όπως λέει, οφείλεται σε εξωγενής προς την αλιεία παράγοντα. «Δεν υπάρχουν αλιεύματα. Η θάλασσα δείχνει να νοσεί. Η υπερβολική αύξηση του φυτοπλαγκτόν εμποδίζει τη διείσδυση του ηλιακού φωτός και στερεί το οξυγόνο από άλλους έμβιους οργανισμούς.

Η κλιματική αλλαγή πέραν της αύξησης της θερμοκρασίας που συνεπάγεται μείωση οξυγόνου και μεταπτώσεις στις καιρικές συνθήκες, επηρεάζει ακόμη και την ηθολογία των ψαριών», σημειώνει.

Δεν είναι όμως και ο μοναδικός παράγοντας που οδηγεί στις τραγικές συνέπειες. Ο κ. Μπουντούκος λέει ότι υπάρχει σειρά από ανθρώπινες δράσεις που υποβαθμίζουν το θαλάσσιο περιβάλλον. «Όλα τα απόβλητα καταλήγουν ανεπεξέργαστα στη θάλασσα. Οι επιπτώσεις των παραπάνω παραγόντων είναι απτές στην παράκτια ζώνη και κυρίως στους κλειστούς κόλπους, όπως εν προκειμένω ο Παγασητικός», υποστηρίζει.

Οι επαγγελματίες δεν γνωρίζουν αν η μείωση των ψαριών είναι μόνιμη ή παροδική. Προς το παρόν ελπίζουν ότι αποτελεί προσωρινό φαινόμενο αν και ο φόβος μήπως η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. «Ο ευτροφισμός παρουσίασε πρωτοφανή έξαρση. Δεν μας έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα σε τόσο μεγάλο βαθμό. Αυτή την εποχή θα βγάζαμε γαύρο σαυρίδια, κολιό, σαρδέλες. Τώρα είναι όλα μειωμένα και τα σκάφη οδηγούνται σε παύση εργασιών. Σταματάμε πριν την ώρα μας, όταν ήδη έχουμε χάσει 4 μήνες από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο λόγω της πανδημίας.

Είχαμε επισημάνει πολλάκις στο παρελθόν τους εξωγενείς προς την αλιεία παράγοντες που οδηγούν σε υποβάθμιση ιχθυαποθεμάτων οικοσυστημάτων, εντούτοις οι διαπιστώσεις μας δεν αντιμετωπίστηκαν με τη δέουσα βαρύτητα από την ελληνική Πολιτεία», προσθέτει.

Η Μέση Αλιεία αποτελεί αυθύπαρκτο παραγωγικό κλάδο του πρωτογενούς τομέα. Δραστηριοποιεί πανελλαδικά 500 σκάφη γρι- γρι – μηχανότρατες, τα οποία παράγουν περίπου 50.000 τόνους αλιευμάτων. Απασχολεί περίπου 8.000 εργαζόμενους και δίνει μεροκάματο σε 70.000 οικογένειας με επαγγέλματα που σχετίζονται με τη Μέση Αλιεία. Καλύπτει τις ανάγκες των Ελληνων καταναλωτών κατά 80% σε ελληνικό φρέσκο ψάρι.

Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ

Ερωτηθείς σχετικώς, ο πρόεδρος του Τμήματος Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτρης Βαφείδης σημειώνει ότι «τα τελευταία χρόνια είμαστε όλοι μάρτυρες έντονων φαινομένων που συμβαίνουν παραδοσιακά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού με τις υψηλές θερμοκρασίες και την άπνοια.

Τα φαινόμενα έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη του ευτροφισμού με πληθυσμιακές εκρήξεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα όπως μεδουσών και πλαγκτόν που παρουσιάζονται την τελευταία δεκαετία. Τις περιμένουμε πλέον κάθε χρόνο το καλοκαίρι, όταν ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες, ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε να τις είχαμε ποτέ. Φέτος μάλιστα ήμασταν μάρτυρες ότι αυτό συνέβη τουλάχιστον τρεις φορές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού με τις έντονες θερμοκρασίες. Παρουσιάστηκε στις αρχές Μαΐου, συνέχισε τον Ιούνιο και μετά τον Αύγουστο.

Αναφερθείς στον αντίκτυπο ο κ. Βαφείδης επισημαίνει: «Το θαλάσσιο οικοσύστημα δέχεται τρομερή πίεση. Στον Θερμαϊκό για παράδειγμα αυτή τη στιγμή δεν έχουν μύδια, ένα παραδοσιακό αλίευμα για την περιοχή, η οποία το εξήγαγε. Επηρεάζονται οι βιολογικοί κύκλοι, οι θηρευτές, οι τροφές η φυσιολογία που έχουν οι οργανισμοί. Εχουμε δραματική υποβάθμιση, ανατροπές. Εαν στο υποβαθμισμένο θαλάσσιο περιβάλλον προστεθούν και τα εισβολικά είδη, όπως ο λαγοκέφαλος, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Αιγαίο το 2003 και σήμερα έχει μεγάλη επέκταση, τότε καταλαβαίνει κανείς για τι κατάσταση μιλάμε».

Προς επίρρωση ο κ. Βαφείδης αναφέρεται σε περιοδεία που έγινε στο Νότιο Αιγαίο το καλοκαίρι. «Διαπιστώσαμε ότι έχουν αντικατασταθεί όλοι οι παραδοσιακοί αχινοί από έναν νεόφερτο ινδοειρηνικό. Συμβαίνουν απίστευτα πράγματα».

«Είμαστε μάρτυρες δραματικών αλλαγών στα οικοσυστήματα του Αιγαίου και ειδικά στους κλειστούς κόλπους που είναι ακόμη περισσότερο επιβαρυμένοι. Τέτοια φαινόμενα έχουμε στον κόλπο της Καβάλας στον Παγασητικό, στον Θερμαϊκό, στον Πατραϊκό, στον Κορινθιακό, έντονα στον Σαρωνικό», προσθέτει.

Ο ίδιος θέτει δύο εξίσου σοβαρούς παράγοντες που συμβάλλουν στην υποβάθμιση του θαλάσσιου οικοσυστήματος. Ο ένας είναι η υπεραλίευση και ο δεύτερος η επιβάρυνση από τους ρύπους.

Όπως εξηγεί, υπάρχουν πολλά εργαλεία στις θάλασσες, πολύς κόσμος που δουλεύει παράκτια και φυσικά η ερασιτεχνική αλιεία

Υπάρχει κυριολεκτικά ολόκληρος στόλος ερασιτεχνών αλιέων, ο οποίος καταλαμβάνει πολύ μεγάλο ποσοστό της αλιευτικής προσπάθειας. Ετσι οι επαγγελματίες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση και το εισόδημά τους συρρικνώνεται.

Επίσης, στη θάλασσα καταλήγουν ρύποι από αστικές, βιομηχανικές και γεωργικές περιοχές.

«Είναι αναγκαία η λήψη μέτρων που δεν έχουμε λάβει σαν κοινωνία. Το μεγάλο μας ερώτημα είναι ποια μέτρα θα ληφθούν; Το φαινόμενο είναι πάρα πολύ ισχυρό», καταλήγει.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΡΟΥΓΚΑ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου