ΤΟΠΙΚΑ

Διαμεσολάβηση – Πραγματικότητα ή ουτοπία;

διαμεσολάβηση-πραγματικότητα-ή-ουτ-283615

Της Στέλλας Γ. Χαραλαμπίδου,

Δικηγόρου παρ΄ Αρείω Πάγω, Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας

email: [email protected]

Είναι γνωστές οι παθογένειες στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, που κοστίζουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων χρόνο και χρήμα στους εκάστοτε διαδίκους.

Δέκα χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου νόμου για τη διαμεσολάβηση (Ν 3898/2010), στις 28 Νοεμβρίου 2019, εν μέσω αντιπαραθέσεων και αντιδράσεων, ψηφίστηκε ο νέος νόμος για τη «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», με τον οποίο προσδοκάται όχι μόνο να αποσυμφορηθούν οι δικαστικές αίθουσες, αλλά και να προαχθεί μία διαφορετική κουλτούρα στην επίλυση των διαφορών της καθημερινότητας με εξωδικαστική συνδιαλλαγή, ευθυγραμμίζοντας την ελληνική πραγματικότητα στις σύγχρονες πρακτικές που ισχύουν και λειτουργούν με επιτυχία σε νομικά συστήματα δεκάδων άλλων χωρών.

Η διαμεσολάβηση, ως εναλλακτικός θεσμός εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, εκτιμάται ότι θα βοηθήσει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από τις χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις. Δεν είναι θεσμός ανταγωνιστικός της επίσημης κρατικής δικαιοσύνης, δεν υποκαθιστά, ούτε αναπληρώνει τα δικαστήρια. Δύναται όμως, υπό προυποθέσεις και μέσα σε ένα ορθό νομοθετικό πλαίσιο, να αποτελέσει ένα ταχύτατο και αποτελεσματικό εργαλείο φιλικής επίλυσης αστικών και εμπορικών διαφορών, με το πρόσθετο πλεονέκτημα, κανένα από τα διάδικα μέρη να μην απεκδύεται του δικαιώματος να προσφύγει στη δικαιοσύνη σε περίπτωση μη επίτευξης ικανοποιητικής συμφωνίας.

Με το νέο νόμο επήλθαν σημαντικές βελτιώσεις, τόσο ως προς τις διαφορές στις οποίες ο θεσμός θα εφαρμόζεται ως υποχρεωτικό προστάδιο, πριν τη δικαστική δηλαδή οδό, όσο και ως προς το κόστος αυτής της διαδικασίας. Ήδη από τον Ιανουάριο του 2020 θα ισχύσει ως υποχρεωτική προδικασία στις υποθέσεις που εισάγονται ενώπιον των Πολυμελών Δικαστηρίων (τακτική διαδικασία), ενώ ακολούθως θα ισχύσει ως προδικαστικό στάδιο σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και στις υποθέσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου (τακτική διαδικασία). Το γεγονός αυτό, της υποχρεωτικής δηλαδή προδικασίας εκτιμάται ότι θα προάγει το θεσμό, καθώς θα δοθεί η δυνατότητα στον πολίτη να γνωρίσει αυτήν την εναλλακτική διαδικασία επίλυσης της διαφοράς του, αποφεύγοντας την δικαστική οδό, αν τελικά την επιλέξει.

Τι όμως είναι η διαμεσολάβηση και τι προσφέρει;

Η διαμεσολάβηση είναι μία ευέλικτη διαδικασία που διεξάγεται σε κλίμα εμπιστευτικότητας, κατά την οποία ένας ουδέτερος τρίτος (διαμεσολαβητής) υποβοηθά ενεργά τα μέρη, τα οποία παρίστανται με το δικηγόρο τους, να καταλήξουν σε μία συμφωνία, συντάσσοντας Πρακτικό Διαμεσολάβησης, χωρίς την ανάγκη να προσφύγουν σε μία χρονοβόρα και δαπανηρή δικαστική διαμάχη.

Τα πλεονεκτήματα που η διαμεσολάβηση παρουσιάζει είναι ποικίλα:

– Δεν υπάρχουν σε αυτήν νικητές και ηττημένοι, καθώς με την επίλυση της διαφοράς έχουν όφελος και οι δύο πλευρές (win-win situations), πράγμα που δε συμβαίνει με μία δικαστική απόφαση.

– Σε σύντομο χρόνο τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να επιλύσουν τη διαφορά τους, αποφεύγοντας την χρονοβόρα διαδικασία των δικαστηρίων.

– Δεν έχει το ένα μέρος δίκαιο και το άλλο άδικο: ο διαμεσολαβητής υποβοηθά τα συγκρουόμενα μέρη να ανεύρουν σημεία τομής των συμφερόντων τους, με βάσει τις επιθυμίες τους.

– Η συμφωνία στην οποία τα μέρη με τη συμβολή των δικηγόρων τους θα καταλήξουν, είναι προϊόν δικής τους επεξεργασίας, προσαρμοσμένη στα εκατέρωθεν συμφέροντα και επιδιώξεις.

– Τα μέρη έχουν τον τελικό έλεγχο της απόφασης και των όρων επίλυσης της διαφοράς τους και όχι ένα τρίτο πρόσωπο. Αυτά, με την υποβοήθηση του διαμεσολαβητή και με την ουσιαστική συμβολή των δικηγόρων τους, διαμορφώνουν το κείμενο της συμφωνίας, προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στα συμφέροντα τους

– Το υπογεγραμμένο συμφωνητικό επίλυσης της διαφοράς με πολύ μικρό κόστος γίνεται τίτλος εκτελεστός.

– Πολύ σημαντικό επίσης είναι ότι εξασφαλίζεται η ιδιωτικότητα και το απόρρητο της διαδικασίας, καθώς αυτή γίνεται σε ιδιωτικό χώρο και όχι δημοσίως (πχ σε αίθουσα δικαστηρίου), ενώ όλα τα παριστάμενα μέρη δεσμεύονται με το απόρρητο.

– Περαιτέρω, η διαδικασία παραμένει μη δεσμευτική, καθώς τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν οποτεδήποτε και αζημίως από τη διαδικασία, χωρίς να θίγονται τα δικαιώματά τους, κι έτσι δύνανται να προσφύγουν στο δικαστήριο σε περίπτωση που η διαδικασία δεν είναι επιτυχής.

– Τέλος είναι μία απόλυτα ευέλικτη διαδικασία, καθώςο τόπος, ο χρόνος και το πρόσωπο του διαμεσολαβητή επιλέγονται ελεύθερα και η διαδικασία προσαρμόζεται απόλυτα στις ανάγκες των μερών

Έτσι, η διαμεσολάβηση δίνει στα «αντιμαχόμενα» μέρη, αυτά τα ίδια, και όχι ένας τρίτος (όπως είναι ο δικαστής), με πολύ μικρότερο κόστος και σε πολύ σύντομο διάστημα να ανεύρουν μία λύση προσαρμοσμένη στις εκατέρωθεν ανάγκες και συμφέροντά τους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου