ΤΟΠΙΚΑ

Αμετάκλητη η απαλλαγή των 23

αμετάκλητη-η-απαλλαγή-των-23-14209

Συνταγματική κρίθηκε από τον Αρειο Πάγο η διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 εδαφ. β’ του νέου Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας απάλλαξε το σύνολο των κατηγορουμένων στην υπόθεση «Μαγνησιακή Πίστη», με το σκεπτικό ότι δεν είχε υποβληθεί εναντίον τους έγκληση από τον Πιστωτικό Συνεταιρισμό.

Συνολικά 23 μέλη των διοικητικών συμβουλίων του Πιστωτικού Συνεταιρισμού «Μαγνησιακή Πίστη» τη χρονική περίοδο 2003 – 2013 κατηγορούνταν για απιστία στην υπηρεσία από κοινού, κατ’ εξακολούθηση με συνολική ζημία άνω των 120.000 ευρώ.

Στη δίκη τους τον Σεπτέμβριο του 2020 το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας έκρινε απαράδεκτη την ποινική τους δίωξη και απάλλαξε το σύνολο των κατηγορουμένων.

Κατά της απόφασης άσκησε αναίρεση ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με το σκεπτικό ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι αντισυνταγματικές.

Το Ποινικό Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου συζήτησε τη αναίρεση στις 7 Σεπτεμβρίου του 2021 και η απόφασή του ανακοινώθηκε προχθές. Ο Αρειος Πάγος έκρινε αμετάκλητα την αθωότητα και των 23 κατηγορούμενων.

Μετά την εξέλιξη αυτή ισχύει η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας.

Συγκεκριμένα, ο Αρειος Πάγος έλεγξε τη αντισυνταγματικότητα ή μη της συγκεκριμένης διάταξης και απέρριψε την αναίρεση.

Ιδιες αποφάσεις έχει λάβει το ανώτατο δικαστήριο και για άλλες υποθέσεις με πιστωτικούς συνεταιρισμούς στη χώρα και τραπεζικά ιδρύματα γενικότερα.

Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει ασκήσει σειρά αναιρέσεων σε παρόμοιες υποθέσεις τα τελευταία χρόνια.

Συγκεκριμένα το άρθρο 405 παρ. 1 εδαφ β’ του νέου Ποινικού Κώδικα, αναφέρει ότι για την ποινική δίωξη των αδικημάτων της κακουργηματικής απιστίας κατά πιστωτικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρηση χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση.

Το επίμαχο άρθρο περιλαμβάνεται στον νόμο 4637/18-11-19 ΦΕΚ180 του νέου Ποινικού Κώδικα.

Νομικοί σχολιάζουν ότι σύμφωνα με τον νόμο, όταν θίγεται η περιουσία του πιστωτικού ιδρύματος ή της συνεταιριστικής τράπεζας ή της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης θα πρέπει ο ίδιος ο φορέας που πλήττεται να επιδιώξει με έγκληση την είσπραξη των χρημάτων και την ποινική τιμωρία των φερόμενων ενόχων.

«Χωρίς αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί να κατηγορηθεί κάποιος, αν δεν υπάρχει η διεκδίκηση του ιδιοκτήτη. Πρώτα γινόταν ανώνυμη καταγγελία και έπρεπε ο καθένας να αποδεικνύει σε ακροαματική διαδικασία ποινικού δικαστηρίου τη σωστή διαχείριση ή μη των πιστωτικών συνεταιρισμών και των αποφάσεων των διοικήσεων, ενώ δεν είχε κάποια μήνυση εις βάρος του συγκεκριμένη.

Ο νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή για να μπορούν να έχουν οι διοικήσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων την ευχέρεια να ξέρουν ότι γι’ αυτά που αποφασίζουν δεν θα είναι υπόλογοι της κάθε ανώνυμης καταγγελίας», επισημάνθηκε χαρακτηριστικά.

Ερμηνεύοντας το γράμμα του νόμου, νομικοί κύκλοι επικαλούνται ακόμη την αιτιολογική του έκθεση στην οποία τονίζεται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο «προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας στην άμεση και καθημερινή οικονομική δραστηριότητα».

«Φαίνεται να υπονοείται εδώ μια σχέση του αυτεπαγγέλτου της δίωξης της απιστίας με φαινόμενα καταχρηστικών μηνύσεων, υπαγορευόμενα από διάφορους παράγοντες (ανταγωνισμός, ενδοεταιρικές διαμάχες, πολιτικά ή συνδικαλιστικά συμφέροντα κ.τ.λ.), τα οποία λειτουργούν σαν τροχοπέδη στη διαδικασία λήψης επιβεβλημένων επιχειρηματικών αποφάσεων από τις διοικήσεις των τραπεζών, με περαιτέρω συνέπεια την παράλυση αναγκαίων πρωτοβουλιών», τονίζεται.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΡΟΥΓΚΑ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου