ΤΟΠΙΚΑ

Οι νέοι γιατροί δεν πάνε… ΕΣΥ

οι-νέοι-γιατροί-δεν-πάνε-εσυ-986747

Φόβοι για νέο κύμα αποχωρήσεων μέσα στο 2024, αν δεν δρομολογηθούν μόνιμες προσλήψεις

Η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με τη συσσωρευμένη κούραση, αλλά και τη δυσαρέσκεια του ιατρικού προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης και οι συνεργάτες του, το αμέσως επόμενο διάστημα θα κληθούν να λύσουν τον Γόρδιο δεσμό των μόνιμων προσλήψεων, που έχουν μεν δρομολογηθεί, όμως λόγω των εθνικών εκλογών «πάγωσαν», με αποτέλεσμα οι κρίσεις να μην έχουν ολοκληρωθεί και με την αξιολόγηση που θα δρομολογήσει τις ορκωμοσίες νέων γιατρών να αργεί.

Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερο προβληματισμό είναι οι συνταξιοδοτήσεις. Στο Νοσοκομείο Βόλου το 2022 αποχώρησαν από την Παθολογική Κλινική συνολικά τρεις γιατροί, ενώ και στα άλλα τμήματα υπάρχουν αποχωρήσεις, οι οποίες όπως είναι φυσικό δημιουργούν επιπρόσθετα κενά και προκαλούν δυσλειτουργίες κυρίως στη σωστή εφαρμογή του προγράμματος εφημέρευσης.

Μέχρι να ισοσκελιστεί το ισοζύγιο του προσωπικού με νέες μόνιμες προσλήψεις, το φίδι από την τρύπα καλούνται ουσιαστικά να βγάλουν οι εναπομείναντες ειδικοί γιατροί με τους επικουρικούς.

Συνολικά, στα νοσοκομεία όλης της επικράτειας του ΕΣΥ υπηρετούν 19.921 γιατροί, εκ των οποίων οι μόνιμοι είναι 9.761 και οι άλλοι είναι επικουρικοί και ειδικευόμενοι (στοιχεία Δεκεμβρίου 2022).

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από το υπουργείο Υγείας, από το 2020 έως τώρα έχουν αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης σχεδόν 1.700 μόνιμοι γιατροί. Οι θέσεις που προκηρύχθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια είναι 1.093.

Το έλλειμμα, είναι μεγάλο, όπως επισημαίνει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ο Χαράλαμπος Μάνδρος, ο οποίος και ως μέλος του Ιατρικού Συλλόγου Μαγνησίας έχει πολλές φορές παρέμβει ως νοσοκομειακός γιατρός, ζητώντας να ασκηθούν πιέσεις στο Υπουργείο Υγείας, ώστε να καλυφτούν τα κενά με μόνιμο προσωπικό.

«Πρέπει να υπολογιστεί ότι στις προκηρύξεις μόνιμων γιατρών συμμετέχουν κυρίως επικουρικοί γιατροί, οπότε πάλι προκύπτουν κενά» παρατηρεί ο κ. Μάνδρος.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στις παραιτήσεις των παλαιών ειδικευμένων γιατρών του ΕΣΥ, αλλά σε εκείνες των νέων ειδικευμένων γιατρών, είτε μόνιμων είτε επικουρικών, αφού, εκτός από τους αποφοίτους Ιατρικής που φεύγουν για ειδικότητα στο εξωτερικό, το νέο ιατρικό δυναμικό δύσκολα πλέον επιλέγει το δημόσιο σύστημα υγείας και προτιμά να δραστηριοποιηθεί στον ιδιωτικό τομέα, με ό,τι ρίσκο μπορεί να έχει αυτό.

Το έλλειμμα των παθολόγων

Σύμφωνα με μελέτη που έγινε πρόσφατα η περίοδος της πανδημίας μπορεί να ανέδειξε τα δραματικά κενά σε αναισθησιολόγους και εντατικολόγους, στην περίοδο μετά τον κορονοϊό όμως καταγράφεται επίσης το μεγάλο έλλειμμα σε παθολόγους.

Στο Νοσοκομείο Βόλου για να βγουν οι εφημερίες του μήνα επιστρατεύονται γιατροί από τα Κέντρα Υγείας. Η διαδικασία όμως του «εντέλλεσθε» προκαλεί αντιδράσεις.

«Τα κενά των νοσοκομείων πανελλαδικά καλύπτονται πλέον με διασπορά συναδέλφων από ήδη ελλειμματικά πόστα. Μάλιστα, η μετακίνησή τους είναι σε μορφή επιτακτικής εντολής που είναι αδύνατο να αρνηθούν. Πρόκειται πλέον για κάλυψη πάγιων αναγκών με αθέμιτο τρόπο. Η πρακτική αυτή είναι αντιεπιστημονική, παράνομη και επικίνδυνη τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους ίδιους τους συναδέλφους», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Επαγγελματική Ενωση Παθολόγων Ελλάδας, πριν από λίγες μέρες καλώντας την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας να δώσει άμεσα λύσεις.

«Οι παθολόγοι ζητάμε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, ιδίως οι νεότεροι, στους οποίους πρέπει να επενδύσουμε εάν θέλουμε να έχουμε γιατρούς στα νοσοκομεία μας. Και φυσικά αξιοπρεπείς αμοιβές», επισημαίνεται στην ίδια ανακοίνωση.

Χαράλαμπος Μάνδρος: Η μερική αποκατάσταση με επικουρικό προσωπικό δεν λύνει το πρόβλημα στο ΕΣΥ. Ολα είναι θέμα βούλησης κι από αυτή θα κριθεί η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας

Οι νέοι γιατροί δεν πάνε… ΕΣΥ

Ερευνα του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου που ολοκληρώθηκε μόλις τον περασμένο Ιούλιο κατέδειξε ότι ένας στους δύο γιατρούς αξιολογεί αρνητικά το σύστημα υγείας.

Οταν η ερώτηση γίνεται σε γιατρούς με λίγα χρόνια εργασίας η εικόνα είναι ακόμα πιo ζοφερή, με το 85,7% αυτών να κάνουν αρνητική αξιολόγηση του συστήματος, ενώ οι πολίτες εμφανίζονται πιο συγκρατημένοι στις επισημάνσεις τους.

Η έρευνα έγινε σε δείγμα 1.200 πολιτών και 700 γιατρών, με σκοπό τη διερεύνηση του επιπέδου υγείας και των αναγκών αναδιαμόρφωσης των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας. Οπως κατέδειξε η έρευνα, τέσσερις στους δέκα πολίτες (41,5%) δηλώνουν ικανοποιημένοι από τις προσφερόμενες υπηρεσίες υγείας έναντι 31,2% που εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους. Ούτε ικανοποιημένο ούτε δυσαρεστημένο δηλώνει το 26,3%. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν η ερώτηση εστίαζε στον τομέα της δημόσιας υγείας, τα ποσοστά παραμένουν περίπου τα ίδια, γεγονός που αποδίδεται στο ότι η έννοια της προσφοράς υπηρεσιών υγείας σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με τον δημόσιο τομέα.

Υψηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας εκφράζουν οι γυναίκες, τα άτομα ηλικίας 25 έως 44 ετών (έως και το 51% δηλώνει ικανοποιημένο), και οι 65 ετών και άνω. Στον αντίποδα, τα άτομα ηλικίας 45 έως 64 ετών, που είναι εν πολλοίς «καταναλωτές» υπηρεσιών υγείας, είναι και τα περισσότερα δυσαρεστημένα από το σύστημα. Το 35,1% των πολιτών δήλωσε ότι η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών έχει βελτιωθεί τα τελευταία 2-3 χρόνια, το 34,5% ότι έχει παραμείνει η ίδια και το 22,6% ότι έχει χειροτερεύσει. Για το ίδιο διάστημα το 65,1% θεωρεί ότι το κόστος των ιατρικών υπηρεσιών έχει αυξηθεί, το 5,4% ότι έχει ελαττωθεί και το 23,6% ότι έχει μείνει το ίδιο.

Οταν τέθηκε στους γιατρούς ερώτηση για την αξιολόγηση του συστήματος υγείας, η εικόνα επιδεινώθηκε. Μόλις το 25,7% των γιατρών αξιολογεί θετικά το σύστημα Υγείας (δημόσιο και ιδιωτικό) της Ελλάδας, το 49,7% δίνει αρνητικό πρόσημο, και το 22,9% κρίνει ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Τα υψηλότερα ποσοστά αρνητικής αξιολόγησης παρατηρούνται μεταξύ των γιατρών που εργάζονται στον δημόσιο τομέα (75%) –το υπόλοιπο 25% αυτής της κατηγορίας αξιολόγησε ούτε θετικά ούτε αρνητικά– και των νέων γιατρών που εργάζονται από ένα έως επτά χρόνια εργασίας (85,7%).

«Εάν δεν γίνουν σύντομα μόνιμες προσλήψεις το ΕΣΥ θα παραμείνει λαβωμένο… κι εμείς θα προσπαθούμε να καλύψουμε τα κενά με “ασπιρίνες”. Παρά τις προσλήψεις που έγιναν μέσα στην πανδημία ή ακριβώς επειδή ήταν περιορισμένες και προσωρινού χαρακτήρα, η στελέχωση στο ΕΣΥ συνεχίζει να υπολείπεται της αντίστοιχης που ήταν προ της οικονομικής κρίσης. Δυστυχώς αυτή η μερική αποκατάσταση των θέσεων εργασίας έγινε κυρίως με επικουρικό προσωπικό, γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους για τη συνέχεια των παρεχόμενων υπηρεσιών», σχολίασε σχετικά ο κ. Μάνδρος στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, υπογραμμίζοντας ότι όλα είναι θέμα βούλησης κι από αυτή θα κριθεί η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας.

ΒΑΣΩ ΚΥΡΙΑΖΗ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου