ΤΟΠΙΚΑ

ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΒΟΛΟ

απο-τη-ναυπηγικη-δραστηριοτητα-στον-β-851216

Ναυπηγοί και ναυπηγεία στον Αγ. Κωνσταντίνο (μέρος Α’)

Για τη ναυπηγική – κατασκευαστική δραστηριότητα στον Βόλο και τη γύρω περιοχή, ελάχιστα έχουν γραφτεί. Η έλλειψη των πηγών περιορίζει τις σχετικές αναφορές, σχεδόν μόνο στις προφορικές καταθέσεις και αναμνήσεις. Οι ναυπηγοί ποτέ δεν διέθεταν κάποιο αρχείο καταγραφής των ναυπηγήσεων, ούτε άλλα γραπτά στοιχεία που να μας παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη δουλειά τους. Ευτυχώς που μπορέσαμε να συλλέξουμε από ορισμένους, όσο βρισκόταν στη ζωή, κάποιες μαρτυρίες, όπως επίσης και από ελάχιστους που ζουν ακόμη και αποτελούν πολύτιμη πηγή ενημέρωσης για το θέμα. Μοναδικό ίσως δημοσίευμα με ακριβείς πληροφορίες που προέρχονται από παλαιούς τεχνίτες, είναι το άρθρο του Δημ. Δερβένη «Η ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα και τα καρνάγια του Βόλου και της περιοχής», περιοδικό «Εν Βόλω», τεύχος 3, Βόλος Φθινόπωρο 2001, σελ. 32-39, με ικανή βιβλιογραφική κάλυψη, όσον αφορά τα ιστορικά και τεχνικά στοιχεία. Περιλαμβάνει τα ναυπηγικά δρώμενα σε όλα τα σημεία του Νομού Μαγνησίας. Εμείς εδώ θα εστιάσουμε την έρευνά μας στα όρια της πόλης του Βόλου για την αμιγώς κατασκευαστική ναυπηγική, αφού κάνουμε μια σύντομη αναφορά και στις άλλες περιοχές.

ΣΚΙΑΘΟΣ – ΣΚΟΠΕΛΟΣ

Η σπουδαία ναυπηγική παραγωγή στα νησιά αυτά είναι γνωστή από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά και συμπορεύεται με την ανάλογη ναυτική τους παράδοση. Μάλιστα στην πορεία της επόμενης εκατονταετηρίδας, κατατάσσονται στα μεγαλύτερα ναυπηγικά κέντρα της χώρας (1850-1860), κάτι που συνεχίστηκε και αργότερα, φθάνοντας με φθίνουσα πορεία δεκαετιών, ως τα τέλη του περασμένου αιώνα. Ονομαστές οικογένειες ναυπηγών υπήρξαν οι Τζουβελέκηδες, οι Μυτιλιναίοι και οι Μαθινοί (που αναφέρει και ο Παπαδιαμάντης) και που για γενιές στελέχωναν με τους βοηθούς τους το δυναμικό των Βορείων Σποράδων. Σίγουρα το θέμα αποτελεί αντικείμενο μιας ξεχωριστής, διεξοδικής έρευνας που θα το καλύπτει σε όλο του το εύρος.

ΜΗΛΙΝΑ- ΤΡΙΚΕΡΙ

Στον Παγασητικό Κόλπο παρατηρούνται από το 1920 περίπου και μετά δύο ναυπηγικά κέντρα, η Μηλίνα και το Τρίκερι. Στην πρώτη, οργανωμένο ναυπηγείο-ταρσανάς αρχίζει να λειτουργεί προς τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα με πρώτο το Συμιακό Δημήτρη Παλιούρα, ο οποίος κατόπιν εγκαταστάθηκε στο Βόλο. Αργότερα και για αρκετές δεκαετίες η επιχείρηση σημαδεύεται από την καταλυτική παρουσία του Γιώργου Σφονδυλιά και των αδερφών του, με πολλές ναυπηγήσεις σκαφών διαφόρων τύπων. Από τα χέρια του κατασκευάστηκε το μεγαλύτερο πλεούμενο της περιοχής, ένα πέραμα 350 τόννων το 1958. Η διαδοχή από ένα σύνολο ικανών συνεχιστών (Δ. Ζαλίκης, Ι. Ψοφογιώργος ή Καψούλας, Στ. Φορλίδας, Ευαγ. Μόρφης, Π. Αλιώρης, Δ. Ζήσης) καθιστά ως τις μέρες μας την Μηλίνα αξιόλογο τόπο ναυπηγήσεων, παρότι ο παραδοσιακός ταρσανάς έχει σταματήσει να λειτουργεί εδώ και αρκετά χρόνια.

Στο Τρίκερι με τη σπουδαία ναυτική παράδοση, μνημονεύεται η ύπαρξη ναυπηγείων από τα ύστερα χρόνια της τουρκοκρατίας. Αργότερα όμως ως τις αρχές του 20ου αιώνα κάθε τέτοια κίνηση απουσιάζει. Γύρω στο 1920 παρουσιάζεται η πρώτη ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα, μικρών δυνατοτήτων που εξελίχθηκε αργότερα στις δύο μεγάλες ανελκυστικές επιχειρήσεις που υπάρχουν ως και σήμερα, των αδερφών Χρ. Κούρη και των αδερφών Απ. Κούρη. Κατασκευές νέων σκαριών δεν επισημαίνονται, πέρα από κάποιες μικρές αλιευτικές λέμβους περιστασιακά. Η ενδελεχής έρευνα κι εδώ επιβάλλεται.

ΝΑΥΠΗΓΟΙ ΚΑΙ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ-Η ΑΡΧΗ

Στο Βόλο και γύρω από αυτόν, η ναυπηγική-κατασκευαστική δραστηριότητα, οριοθετείται σχεδόν αποκλειστικά στην παραλία Αγ. Κωνσταντίνου-Αναύρου, από το 1920 περίπου, ως τα τέλη της δεκαετίας του 70’. Εκεί ασχολήθηκαν επαγγελματικά, ναυπηγοί στην πλειοψηφία τους Συμιακοί, που μαζί με ντόπιους τεχνίτες δημιούργησαν μια υπαίθρια «ναυπηγική ζώνη» κατά μήκος της παραλίας που προαναφέραμε. Ο ιστορικός ταρσανάς στα Πευκάκια, υπήρξε μόνο μονάδα ανελκύσεων και επισκευών, όπου περιστασιακά πραγματοποιήθηκαν μεμονωμένες κατασκευές μικρών, κυρίως, λέμβων, ως τα μέσα της δεκαετίας του 50’. Οι πρώτοι ναυπηγοί εμφανίζονται στον Άγ. Κωνσταντίνο γύρω στο 1918, όταν γίνεται πλέον επιτακτική η ανάγκη για εντόπια παραγωγή ξύλινων σκαφών, αφού ίσαμε τότε για να κατασκευάσει κάποιος πλεούμενο έπρεπε να πάει στη Σκιάθο, τη Σκόπελο ή σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Περισσότερο όμως, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, οι Βολιώτες μετέβαιναν στη Λίμνη της Εύβοιας, όπου προφανώς υπήρχε καταξιωμένο ναυπηγείο. Εξάλλου ο Βόλος τότε, ήταν μια εξελισσόμενη πόλη, με αναπτυσσόμενο λιμάνι και έντονη ναυτική-θαλασσινή παρουσία σε όλες της τις μορφές (αλιεία, μεταφορές,εμπόριο, συγκοινωνίες). Πλήθος σκαφών πηγαινοερχόταν και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εργαζόταν και ζούσε από αυτά. Έπρεπε λοιπόν να υπάρξει ναυπηγική παρουσία που να καλύπτει τις αυξανόμενες απαιτήσεις. Η έλευση, το 1914 του πρώτου κύματος των προσφύγων, λειτούργησε θετικά προς αυτή την κατεύθυνση, σε συνδυασμό με την ανερχόμενη τοπική ζήτηση. Πρώτος ναυπηγός στα δρώμενα της περιοχής αναφέρεται ο Δημήτριος Μαυρής, πιθανόν Συριανός, ο οποίος μνημονεύεται ως εξαιρετικά ικανός τεχνίτης με γνώσεις την ναυπηγικής μεθόδου «σάλα» και κοντά σε αυτόν αρχικά εργάστηκαν όλοι οι επόμενοι αρχιναυπηγοί, που αργότερα δημιούργησαν αυτόνομα δικά τους συνεργεία, όντας ήδη φτασμένοι κατασκευαστές. Στις εφημερίδες της εποχής συναντούμε αρκετές ενημερωτικές καταχωρήσεις του ναυπηγείου του. Ήταν όμως επιρρεπής στο πιοτό και τις διασκεδάσεις, με αποτέλεσμα οι συνήθειές του αυτές να αποβαίνουν σε βάρος της επαγγελματικής του συνέπειας. Γι’ αυτό και μερικά χρόνια αργότερα (γύρω στο 1925) έφυγε από το Βόλο, αφήνοντας μάλιστα κάποια μισοτελειωμένα σκαριά. Την ίδια εποχή (πριν το 1920) έφθασε στο Βόλο ο Συμιακός ναυπηγός Αντώνης Γιαννάς, ο οποίος διαβλέποντας την μελλοντική άνοδο της ναυπηγικής παραγωγής, από την ήδη υπάρχουσα ζήτηση, έφερε άμεσα και τους συγγενείς και συμπατριώτες του, Δημήτρη Μοσχάτο και Γρηγόρη Καρταπάνη, που εργαζόταν στον Πειραιά στο περιώνυμο ναυπηγείο του Ψαρρού. Οι ευοίωνες προοπτικές δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν κυρίως μετά το 1922 και την εγκατάσταση των προσφύγων στον τόπο, ανεβάζοντας κατά τα τέλη της δεκαετίας (και περισσότερο στην επόμενη) τις κατασκευές καϊκιών, σημαντικά. Επίσης εκείνα τα χρόνια (γύρω στα 1922) παρουσιάζεται κι ο Μικρασιάτης ναυπηγός Μανόλης Κτενάς από τη Σμύρνη και λίγα χρόνια αργότερα ο Δημήτρης Παλιούρας που ήδη εργαζόταν στη Μηλίνα. Όλοι ετούτοι αποτέλεσαν τους βασικούς ναυπηγούς -κατασκευαστές που οργάνωσαν δικά τους συνεργεία και κοντά τους έβρισκαν δουλειά όλοι οι άλλοι τεχνίτες. Τα πλεούμενα που κατασκευαζόταν ήταν διαφόρων μεγεθών και τύπων, από κωπήλατες λέμβους έως καΐκια 100 τόνων. Ερασιτεχνικά βαρκάκια και μποτάκια, μικρά αλιευτικά τρεχαντήρια ή μεγαλύτερα για γρι-γρι, όπως και περάματα μεγαλύτερου εκτοπίσματος για μεταφορές. Τα τελευταία παραγγέλλονταν από πρόσφυγες (κυρίως Εγγλεζονησιώτες) καπεταναίους ως εμπορικά ή «σαβουρατζίδικα» (χύδην φορτίου), μιας και είχαν αναλάβει σχεδόν αποκλειστικά αυτόν τον τομέα. Επίσης ναυπηγούνταν και τράτες με την χαρακτηριστική «κάγκα» της πλώρης και κάποια μικρά επιβατικά για να χρησιμοποιηθούν ως «βενζίνες» στη διαδρομή Βόλου-Πευκακίων-Αλυκών.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Το παρόν κείμενο, όπως και οι συνέχειές του αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου Παντελή Καρταπάνη που άλλωστε υπήρξε και ο κύριος πληροφοριοδότης με τις βιωματικές του καταθέσεις.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου