ΤΟΠΙΚΑ

Σεργιάνι στον παλιό Βόλο

σεργιάνι-στον-παλιό-βόλο-789360

Αναδρομή μόνο σε προσωπικά αρχεία και όχι σε παιγμένα θέματα, δεδομένου ότι ο Βόλος πάνω από αιώνα διαθέτει εξαίρετους φωτογράφους.

Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ – ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ

info@mousapolytropos.gr

Βαρύς κι ασήκωτος κι αυτός ο χρόνος πέρασε! Πρώτος ήταν ή τελευταίος; «Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια» ή πόσο βαθιά φθάνει το σαράκι της υποτέλειας ώστε να γίνεται παλλαϊκή ρουτίνα; Κάθε πέρσι και καλύτερα. Είναι βολικό για την ανθρωπότητα το ολιγότερο χειρότερο, μα έλα, που καταλήγει εφιαλτικό! Όχι, η νοσταλγία δεν είναι εμβόλιο δια πάσα νόσον. Η μνήμη γίνεται λύτρωση μόνο όταν φέρνει έμπνευση και δύναμη ζωής. Μ’ αυτήν την διάθεση σκεφτήκαμε να πούμε φέτος ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!, σεργιανώντας στον παλιό Βόλο, στα παιδικά και παλιότερα χρόνια για μας, που διάγουμε δεύτερη εφηβεία. Καναδυό μήνες νωρίτερα η ιδέα μπήκε στο νου, γυρνώντας στην φύτρα μου. Είχα καιρό να περάσω από το μαγαζάκι του πατέρα, που όπως λέω, εκεί ξεκίνησαν όλα…

Κέντρο απόκεντρο, Ροζού 38 (σήμερα) στο τελείωμα της Πλάτωνος, Μεταμόρφωση.

«Στέκει ακόμα έρημο, άγαλμα της σιωπής/κυψέλη αναμνήσεων και εστία νιας ζωής». Δεν ζει κανείς από τους τσαγκαράδες, που δούλευαν εκεί, έμεινε ο σπόρος. Κι επειδή όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα γεννά η έμπνευση:

«Η νοσταλγία χείμαρρος, π’ αναζητάει κοίτη

πράξη ή τέχνη να γενεί, τον νου να μη σου πνίξει,

όταν περνώ απ’ το στενό η ρίζα μου, που κείται

πάθος τρώει τα σωθικά να πω ένα τραγούδι»…

Να το βιωματικό ποίημα, φύτρωσε στην πρόσφατη επίσκεψη στο έρημο τσαγκαράδικο, φιλοξενείται στην εργασία μου «Συνωμοσίες της Κασσάνδρας» (Μετρονόμος). Εκείθεν η ιδέα ν’ αναδιφήσουμε παλιές φωτογραφίες, μαζί με δυο φίλους, που αγγάρεψα πάλι εξ αποστάσεως, τον μαέστρο Γιώργο Διαμαντόπουλο και τον κιθαρίστα Κώστα Καραμπερόπουλο. Ανατρέξαμε μόνο σε προσωπικά αρχεία και όχι σε παιγμένα θέματα δεδομένου ότι ο Βόλος πάνω από αιώνα διαθέτει εξαίρετους φωτογράφους. Βρήκαμε ανταπόκριση, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος. Εστιάσαμε κυρίως στον κόσμο του μόχθου. Έπεται συνέχεια… Εικόνες από το παρελθόν, που αναδίνουν άρωμα για το παρόν, εξιτάρουν όλο και περισσοτέρους, αντίδοτα πεζού βίου. Αρκεί η μνήμη να γίνεται γολέτα καλοτάξιδη στην θάλασσα διαρκώς νέων πόθων, στόχων, επιτευγμάτων.

Δυο λόγια, λεζάντα της οικογενειακής πολύπτυχης φωτογραφίας. Το τσαγκαράδικο του Χρήστου Καπετανάκη, πριν τον μεγάλο σεισμό (Απρίλιος1955). Δίπλα ήταν σχολείο και όταν περνούσαν μαθήτριες χτυπούσαν τα σφυράκια στο μάρμαρο. Πάνω:ο πατέρας με τον Αντώνη (1953-54).Κάτω: Πάλι στο μαγαζάκι της Ροζού, σε ρόλο παραγιού ο θείος Μιχάλης Καπετανάκης, 10 Αυγούστου 1954. Παρακάτω, παρόμοια σκηνή με τον Αγγελάκο κι αυτήν την φορά παραγιό τον θείο Γιάννη Καπετανάκη (1950;) Και τέλος το λίκνο της Ροζού σήμερα (2008).

Η «Θέτις» και το «Ελβετικόν»

«Βόλος τέλη δεκαετίας του 1940. Ο Βικέντιος Βουτσίνος και ο αδερφός του έρχονται από τη Σύρο στον Βόλο ως επιχειρηματίες. Ο Βικέντιος ανοίγει το ζαχαροπλαστείο “Ελβετικόν” το 1948, το ονομάζει έτσι, γιατί εισάγει ελβετικές σοκολάτες. Η μεγάλη του αγάπη όμως είναι το θέατρο. Φτιάχνει το θερινό κινηματοθέατρο “Θέτις” δίπλα στην “Εξωραϊστική”. Η άλλη μεγάλη του αγάπη, η Αννα, είχε κατάστημα “γυναικείας περιποίησης” στο κέντρο του Βόλου. Εδώ βλέπουμε την Αννα Αναστασίου, μετέπειτα Βουτσίνου, στο κομμωτήριό της με το προσωπικό. Μια φωτογραφία της πλατείας της “Θέτιδας” και το παλιό “Ελβετικόν” επί της Ερμού, δεκαετία 1950, το φορτηγάκι για τις διανομές σε σπίτια και μαγαζιά, το παιδάκι είναι ο Γιώργος Βουτσίνος, δεκαετία του 1970» (Αφήγηση της Αννας Βουτσίνου, εγγονής).

Οι άνθρωποι του μόχθου

Προσπαθούν παλιοί Βολιώτες, αλλά και νεότεροι να εξηγήσουν έστω κατά προσέγγιση το γαϊτανάκι της ακμής και παρακμής, που κάθε 20-25 χρόνια μαστίζει την πόλη. Εκεί, που γίνονται όλα ανθηρά, πάει να πει ανοίγουν εργοστάσια, μαγαζιά και δουλειές, να πάλι η κάτω βόλτα και τα λουκέτα! Δεν νομίζω ότι βρήκαν ποτέ εύλογες, εύστοχες απαντήσεις. Ούτε κάνουμε, χρονιάρες μέρες, οικονομικές αναλύσεις. Είναι, όμως, γεγονός, για την πόλη και χρήζει μελέτης. Εδώ και σε διπλανές στήλες δίνουμε εικόνες από την παλιά εποχή του μόχθου και του μεροκάματου. Τότε, που ο Βόλος είχε τη δική του ιστορία.

Θυμάστε τους παλιούς μερακλήδες αμαξάδες; Βόλτα στην παραλία, ιδιαίτερα για τα ερωτευμένα και νιόπαντρα ζευγαράκια! «Απόψε θέλω πέταλο»-έλεγαν οι γλεντζέδες και εννοούσαν να πάρουν την καλή τους ρομαντική βόλτα στην παραλία με άμαξα. Το θυμήθηκα από φωτογραφία, στο βιβλίο «Ακριβές στιγμές στην Σκάλα του Μιλάνου». Παρατηρείστε αφενός το γραφικό της σκηνής και αφετέρου πώς ήταν εκείνη την εποχή (1936) η παραλία του Βόλου.

Άλλη εικόνα, που δείχνει την ακμή και παρακμή. Κατά καιρούς άνοιγαν εργοστάσια, παράδειγμα επίπλων ή υποδημάτων. Πόσο κρατούσαν, όμως, μολονότι σε αμφότερα τα είδη η πόλη διέθετε εξαιρετικούς μαστόρους, παροδικά έκανε εξαγωγές, προϊόντων και μαστόρων. Τότε η εσωτερική μετανάστευση, το φρούδο όνειρο της πρωτεύουσας ή της Γερμανίας. Τώρα; Με πόση ανακούφιση υποδέχτηκαν οι υποδηματοεργάτες το άνοιγμα του εργοστασίου «Κένταυρος», που ωστόσο δεν μακροημέρευσε!

Τότε δεν ήταν… της μόδας τα γράμματα. Κάθε οικογένεια έβαζε τα παιδιά σε μαγαζί ή σε μάστορα να μάθει τέχνη μήπως χορτάσουνε ψωμί-όπως έλεγαν. Σταχυολογήσαμε δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ο ράφτης Νίκος Κουτσορίζος: «Όπως όλα τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και 1960, που δεν είχαν οικονομική δυνατότητα, έπρεπε να μάθουμε μια τέχνη. Ο πατέρας μου με πήγε σε κάποιον συγγενή να γίνω ράφτης. Ήταν το 1957, μετά πήγα και σε άλλα μαγαζιά για να μάθω καλά την τέχνη και το βράδυ, όπως ήμουν κατάκοπος, είχε νυχτερινό σχολείο για να βγάλω την πέμπτη και την έκτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Το 1968 έκανα το δικό μου μαγαζί στην οδό Αναπαύσεως, που ήταν και η γειτονιά μου. Δούλεψα μέχρι το 2005, που βγήκα στην σύνταξη».

Μια άλλη δουλειά με μεροκάματο βρέξει χιονίσει-όπως έλεγαν-ήταν του κουρέα. Η αφήγηση του Περικλή Κουτσορίζου: «Ξεκίνησα το 1946 και πήγα πρώτα στο κουρείο του Πρίαμου Χιωτάκη, ήταν πρώην παίκτης της Νίκης Βόλου, και έκατσα ως βοηθός για πέντε χρόνια, να μάθω την τέχνη. Περιπλανήθηκα ύστερα σε 3-4 μαγαζιά και ξαναγύρισα στου Πρίαμου ως υπάλληλος το 1951-1953. Μετά άλλα δυο χρόνια γύριζα σε διάφορα μαγαζιά και το 1955 άνοιξα δικό μου κουρείο στην Αναπαύσεως και το κράτησα ώς το 1998. Διετέλεσα και μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του κλάδου και πρόεδρος από το1974 έως το 1995».

Ο εφημεριδοπώλης Γιώργος Διαμαντόπουλος…

Πώς να φανταστεί ένας έφηβος, που χαϊδεύει οθόνη και επικοινωνεί με τον κόσμο τη φωτογραφία; Οτι ο εφημεριδοπώλης μοίραζε εφημερίδες, γράμματα, δέματα, μικρές παραγγελίες από χωριό σε χωριό καβάλα στο άλογο. Για πολλά χρόνια ο Γιώργος Διαμαντόπουλος ήταν ένα με τους κατοίκους στον Ανω Βόλο, στο Κατηχώρι, στην Πορταριά, τη Μακρινίτσα. Η φωτογραφία το 1930 στην πλατεία Μακρινίτσας. Δυο λόγια από τον εγγονό του, τον φίλο και μαέστρο Γιώργο Διαμαντόπουλο:

«Ο παππούς, που έχω τ’ όνομα, γεννήθηκε φτωχόπαιδο το 1892 στη Νέδα Ολυμπίας κι αφού δεν είδε στο χωριό προκοπή ξενιτεύτηκε στον Βόλο. Δούλευε αχθοφόρος στο λιμάνι και πήγαινε συνήθως στο καφενείο του Σπύρου Τζέφου “Πελοπόννησος”, γωνία Ιωλκού και Ιάσωνος. Σύχναζε εκεί ο εφημεριδοπώλης Γιάννης Παπασταύρου. Καμιά πενηνταριά χρόνων, άρρωστος από φυματίωση. Ενα βράδι είπε: Γιώργο, είσαι καλό παιδί και αποφάσισα να σου δώσω τη δουλειά μου να χορτάσεις ψωμί και να με θυμάσαι. Εγώ με την αρρώστια δεν πρόκειται να ζήσω πολύ. Ο παππούς άρχισε αυτή τη δουλειά στις βόρειες ακραίες συνοικίες του Βόλου και τα χωριά του Αω Βόλου. Απ’ τις 4 το πρωί ήταν στα πιεστήρια των εφημερίδων. Φορτωνόταν δέματα και με όλες τις καιρικές συνθήκες από σπίτι σε σπίτι κι έριχνε τα φύλλα. Μόλις τέλειωνε τις υποχρεώσεις στον Βόλο, με τα πόδια, ανέβαινε στην Ανακασιά, άφηνε εφημερίδες κι από εκεί πετιόταν στον Ανω Βόλο. Στην αρχή είχε γαϊδουράκι, αλλά ήταν πολύ μερακλής, άφησε τον κυρ Μέντιο και πήρε όμορφο άλογο. Απλή ιστορία! Παντρεύτηκε τη γιαγιά Βασιλική και φτιάξανε πέντε παιδιά. Ζήσανε καλά και έφυγε το 1972, σε ηλικία 80 ετών».

…και τα πρώτα βήματα των μαστόρων

Και η συνέχεια πάλι διά στόματος Γιώργου Διαμαντόπουλου:

«Ο ένας γιος και πατέρας μου, γεννήθηκε το 1931, έγινε ξυλουργός. Η φωτογραφία είναι του 1948 στο επιπλοποιείο του Διονύση Σφονδιλιά απέναντι, από τον Αγιο Νικόλαο επί της Ερμού. Αριστερά ο πατέρας μου Μενέλαος Διαμαντόπουλος και δίπλα ο Κώστας Τζορβατζής από την Αλλη Μεριά, μαθητευόμενοι επιπλοποιοί. Το εργαλείο λέγεται κόχα, ροκάνι με δόντια για να τρίβουν την τάβλα, ώστε να δημιουργούνται γρέζια να πιάσει, με την κόλλα, ο καπλαμάς».

«Ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα»!

Παιδιόθεν τον έζησα πριν ακούσω το πασίγνωστο, δημοφιλές τραγούδι του Χιώτη. Θυμάμαι το ξύλινο, γραφικό κουβούκλιο, δίπλα στο καπνομάγαζο του Παπαστράτου (σήμερα Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), να διαλαλεί εύγευστη, μυρωδάτη πραμάτεια. Ο Κωνσταντίνος Σκούρτης με τους ξηρούς καρπούς για μισό αιώνα ήταν απαραίτητος σύντροφος των Βολιωτών στη βόλτα στο παραλιακό νυφοπάζαρο και στις αίθουσες μεδημοφιλείς ταινίες. Για την ιστορία, ήταν καναδυό ακόμα στραγαλατζήδες στο πάρκο, ένας κωφάλαλος. Για την ώρα όλως τυχαίως απαθανατίζουμε τον Κωνσταντίνο Σκούρτη, χάρη στην εγγονή του Ιόλη Σκούρτη:

«Γεννημένος στις Χιονιάδες Κονίτσης το 1904. Εγγονός του γνωστού αγιογράφου Κωνσταντίνου Σκούρτη. Μετακόμισε στον Βόλο τον Απρίλιο του 1944 κι εγκαταστάθηκε μόνιμα. Πατέρας 4 παιδιών, οικοδόμος (πετράς όπως έλεγαν στα μέρη του). Θέλοντας να αυξήσει το εισόδημα ξεκίνησε να πουλάει ξηρούς καρπούς στην παραλία, μπροστά στην είσοδο του Πανεπιστημίου. Οταν παίζονταν μεγάλες ταινίες στον κινηματογράφο, έστηνε το καροτσάκι έξω από τις αίθουσες, πουλώντας πάντα φρέσκους ξηρούς καρπούς και αναψυκτικά. Ο παππούς Κωνσταντίνος ήταν γραφική φιγούρα και γνωστός σε όλους όσοι έκαναν βόλτα στην παραλία του Βόλου. Η διαδικασία της καθημερινής ρουτίνας, της μεταφοράς του καροτσιού με τους ξηρούς καρπούς, έμοιαζε με λιτανεία. Πάντα με καθαρό κοστούμι και λευκή κολλαριστή ποδιά, ξεκινούσε από το κέντρο του Βόλου, από ένα νοικιασμένο αποθηκάκι, όπου φύλαγε το εμπόρευμα και έφτανε στην παραλία, με πλατύ εγκάρδιο χαμόγελο, που ζέσταινε τις καρδιές των περαστικών. Με τα χρόνια να τον βαραίνουν και ενώ θα έπρεπε να έχει αποσυρθεί συνέχιζε να σπρώχνει το καροτσάκι καθημερινά σαν κινηματογραφική φιγούρα, αντλώντας ζωή από την επαφή με τους διαβάτες. Φιστίκια, πασατέμπος, σταφίδες, στραγάλια, οι ξακουστές νυφούλες (τα γνωστά μας ποπ κορν), μπισκότα. Σταμάτησε την εργασία στα 92 χρόνια, ένα σπάσιμο του ποδιού τον καθήλωσε στο κρεβάτι. Εφυγε από κοντά μας τον Φεβρουάριο του 1996».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου