ΤΟΠΙΚΑ

Διάσημα έγιναν τα παξιμαδάκια της…

διάσημα-έγιναν-τα-παξιμαδάκια-της-747018

Αρώματα παραδοσιακών γλυκισμάτων και εικόνες του Βόλου ζωντανεύουν στην προφορική αφήγηση μιας διακεκριμένης Βολιώτισσας, της Πωλέττας Νεχαμά, απογόνου της οικογένειας Μουρτζούκου, η οποία ζει επί πενήντα και πλέον χρόνια στην Αμερική. Με αφορμή τον εορτασμό της καινούργιας χρονιάς από τους απανταχού Ισραηλίτες στις 6 Σεπτεμβρίου, η κ. Νεχαμά ξεδίπλωσε στην «Washington Post» μνήμες της ζωής της, που «φιλοξενήθηκαν» στη συνέχεια σε όλα τα μέσα της Αμερικής.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Η Πωλέττα Νεχαμά ζει στο Μέριλαντ των ΗΠΑ, όπου μετοίκησε όταν ήταν ακόμη νιόπαντρη, με τον σύζυγό της Ισαάκ Νεχαμά, παίρνοντας μαζί της τις αναμνήσεις μιας ζωής.

Οταν η κ. Νεχαμά μετανάστευσε ως νεόνυμφη στις ΗΠΑ, είχε ξεχάσει να βάλει κάτι βασικό στις λιγοστές αποσκευές που μετέφερε μαζί της. Οπως αποκαλύπτει στην εφημερίδα «Washington Post», αυτό που λησμόνησε πίσω στην πατρίδα ήταν η συνταγή της μητέρας της για μπισκοτάκια με αμύγδαλα.

Ετσι, πήρε την απόφαση να γράψει ένα γράμμα στην μητέρα της να της στείλει τη συνταγή. Μέχρι και σήμερα, η επί 55 χρόνια κάτοικος της Μπιθεσντά του Μέριλαντ, κρατάει ως κόρη οφθαλμού το λεπτό χαρτί πάνω στο οποίο είναι γραμμένη η συνταγή που της έστειλε η μητέρα της και μάλιστα παρέθεσε, στο πλαίσιο της συνέντευξής της, την περίφημη οικογενειακή συνταγή, μιλώντας, παράλληλα, για τα αγαπημένα Πρωτοχρονιάτικα γλυκίσματα των παιδικών της χρόνων.

Θυμάται πως στο σπίτι της στην Ελλάδα υπήρχε πάντοτε κάτι έτοιμο για να συνοδεύσει τον καφέ ή το τσάι που θα προσφερόταν στον επισκέπτη, γεγονός που σημαίνει πως έπρεπε να φτιαχτούν πολλά μπισκοτάκια, γνωστά και ως παξιμαδάκια, για εβραϊκές γιορτές όπως το Ρος Χασανά, ενώ αναφέρει ότι πάντα υπήρχε μπακλαβάς και κανταΐφι στο οικογενειακό γιορτινό τραπέζι.

Το χαρτί με την περίφημη οικογενειακή συνταγή για τα νοστιμότερα μπισκοτάκια με αμύγδαλο (παξιμαδάκια)

Αφήγηση ζωής

Η Πωλέττα Μουρτζούκου, όπως είναι το πατρικό της, γεννήθηκε στον Βόλο το 1933, ενώ η ίδια και η οικογένειά της κατάγονται από Ρωμανιώτες Εβραίους, από τους πρώτους Εβραίους που κατοίκησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με την ύπαρξή τους να χρονολογείται στον 2ο αιώνα προ Χριστού, σημειώνει η «Washington Post» στο δημοσίευμά της.

Η αναμνήσεις της από τον Βόλο είναι αναλλοίωτες. Οπως λέει στην εφημερίδα της πρωτεύουσας των ΗΠΑ, κατά το Ρος Χασανά οι γείτονες αντάλλασσαν καλάθια με ρόδα από τις αυλές τους ευχόμενοι «Χρόνια πολλά και καλή χρονιά». Οι πρώτες γεύσεις κατά το ξεκίνημα των εορτασμών, ήταν αυτή του μελιού με σπόρους ρόδου, συμβολικό των ευχών για ένα έτος ευχάριστο και με αφθονία.

Υπέροχα γλυκίσματα από την Πωλέττα Νεχαμά

Η οικογένειά της πάντα έφτιαχνε μπακλαβά ή κανταΐφι ή και τα δύο για να γιορτάσει την Εβραϊκή Πρωτοχρονιά. Γλυκό του κουταλιού από μήλο ήταν ένα ακόμα παραδοσιακό έδεσμα κατά το Ρος Χασανά στο σπίτι που έζησε ως παιδί στον Βόλο.

Οι γλυκές αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων, διήρκεσαν μέχρι τα 7 της χρόνια, καθώς η οικογένειά της, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής, ενώ μετά τον πόλεμο, όταν ξαναπήγε στο σχολείο, φοίτησε σε αμερικανικό σχολείο έξω από την Αθήνα.

Μπακλαβάς και καταΐφι δεν λείπουν από το γιορτινό τραπέζι

Αναμνήσεις από τον Βόλο

Η κ. Νεχαμά, η οποία ανέπτυξε πολύ αξιόλογη δράση στην Αμερική και αποτελεί σημαίνον στέλεχος της ομογένειας, έχει καταθέσει την δική της μαρτυρία ζωής, που έχει καταγραφεί μεταξύ των σημαντικών ιστορικών ντοκουμέντων, που βρίσκονται στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον και στο USC Shoah Foundation Institute στο Λος Αντζελες. Οι μαρτυρίες αυτές αναφέρονται όχι μόνο στις δύσκολες στιγμές της Κατοχής, αλλά δίνουν, ταυτόχρονα, λεπτομέρειες για την ζωή στην ισραηλιτική κοινότητα του Βόλου πριν την Κατοχή.

«Ο πατέρας μου ήταν ο Ανσέλμος Μουρτζούκος, που γεννήθηκε στο Βόλο και η μητέρα μου ήταν η Θάλεια Μουρτζούκου. Λεβή ήταν το πατρικό της όνομα, επίσης γεννημένη στον Βόλο. Παντρεύτηκαν το 1921 και απέκτησαν δύο παιδιά. Τη αδερφή μου, Γιόλα και εμένα. Οι παππούδες μου είχαν κατασκευάσει ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Ολοκληρώθηκε το 1906. Και το 1920 περίπου, όταν οι παππούδες πήραν σύνταξη, ο πατέρας μου και ο αδελφός του ανέλαβε το εργοστάσιο, το οποίο ονομαζόταν Λεβιάθαν -Μουρτζούκος, και Σία» αρχίζει η αφήγηση της Πωλέτας Νεχαμά.

Η οικογένεια διέθετε οικονομική άνεση και η μητέρα της, είχε αναπτύξει πολύ μεγάλη κοινωνική δράση, προσφέροντας εθελοντική εργασία στο Ορφανοτροφείο και άλλα ιδρύματα του Βόλου, όπως αναφέρει, στην αφήγησή της, η δραστήρια ομογενής, η οποία εργάστηκε επί πολλά χρόνια ως κοινωνική λειτουργός.

Στις αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων κυριαρχούν ευτυχισμένες, ξέγνοιαστες στιγμές και η εικόνα της βίλας της οικογένειας στα Καλά Νερά, που ήταν αγαπημένος προορισμός διακοπών.

Διαφημιστικά του εργοστασίου – φωτό Ζημέρη – αρχείο ΔΗΚΙ

Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια

Τα παιδικά της χρόνια ήταν πολύ όμορφα κι όπως θυμάται με νοσταλγία: «Μου άρεσε το σπίτι που ζήσαμε. Είχαμε ένα όμορφο σπίτι, και έναν ωραίο κήπο που μύριζε υπέροχα, γιατί είχαμε δέντρα, όπως λεμονιές και πορτοκαλιές και όμορφα τριαντάφυλλα. Ετσι ήταν πάντα πολύ ευχάριστο να βρίσκεται κανείς έξω στον κήπο. Ημουν φίλη με πολλά παιδιά. Η γκουβερνάντα μου, που μιλούσε γαλλικά, και εγώ έπρεπε να μιλώ γαλλικά μαζί της, με πήγαινε στο πάρκο, και εκεί υπήρχαν πάντα παιδιά, με τα οποία παίζαμε όλων των ειδών τα παιγνίδια. Το καλοκαίρι πήγαινα κολύμπι κάθε μέρα. Επαιρνα το μικρό τρένο από τον Βόλο, που ανεβαίνει στο βουνό του Πηλίου, αλλά σταματούσε στην παραλία του Αναύρου, όπου κατεβαίναμε. Μερικά βαγόνια ήταν κανονικά αλλά δύο από αυτά ήταν ανοιχτά σαν άμαξα, και εκεί μου άρεσε να κάθομαι. Και μου άρεσε, γιατί μπορούσα να δω τα πάντα», θυμάται με νοσταλγία.

Σε ηλικία έξι ετών πήγε στην πρώτη τάξη. «Δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία εκείνες τις ημέρες. Όταν πήγα στην πρώτη τάξη, ένα μήνα αργότερα, ξέσπασε ο πόλεμος με την Ιταλία. Και το σχολείο έκλεισε για λίγο. Οι άντρες εκπαιδευτικοί έφυγαν για τον πόλεμο, και από τότε φύγαμε από το Βόλο», επισημαίνει.

Δραματικές στιγμές βίωσε η οικογένειά της, καθώς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον Βόλο, στην διάρκεια της Κατοχής, με προορισμό την Αθήνα. Η οικογένεια πέρασε το υπόλοιπο μέρος της κατοχής, κρυμμένη σε διάφορα σπίτια, μέχρι το τέλος του πολέμου. Μετά την απελευθέρωση η οικογένεια παρέμεινε στην Αθήνα, όπου γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, και τον ακολούθησε στο εξωτερικό, αρχίζοντας μια καινούργια ζωή στην Αμερική, χωρίς να λησμονεί ποτέ την Ελλάδα και τους δικούς της ανθρώπους.

Ιστορικό εργοστάσιο

Στη συγκλονιστική αφήγηση της Πωλέττας Νεχαμά, που εντάσσεται στα ντοκουμέντα του Μουσείου Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον, κυριαρχεί το ιστορικό εργοστάσιο που άφησε εποχή, εγγράφοντας το όνομα «Μουρτζούκος» στα σημαντικότερα της τοπικής βιομηχανίας του προηγούμενου αιώνα.

Οι ιδρυτές του εργοστασίου Ζαχαρίας Μουρτζούκος (αριστερά), Ζαχαρίας Λεβής (στο μέσο) και δεξιά ο Ανσέλμος Μουρτζούκος. Ανάρτηση Γεώργιος Ασδέρης στην «Μαγνησία στο πέρασμα του χρόνου»

Στην αφήγηση της κ. Νεχαμά, που καταγράφηκε το 2003, κατέχει εξέχουσα θέση το ιστορικό εργοστάσιο, για το οποίο αναφέρει: «Υπήρχαν τρία άλλα εργοστάσια στο Βόλο. Το ένα ήταν επίσης εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, και το άλλο έφτιαχνε εργαλεία. Το εργοστάσιο του πατέρα μου ήταν το μεγαλύτερο. Παρήγαγε το βασικό υλικό, το κασμίρι, που ήταν για ανδρικά κοστούμια, αλλά και για ρούχα των γυναικών – για κουστούμια. Τα νήματα εισάγονταν από την Αγγλία. Το εργοστάσιο ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Περίπου 900-1200 άνθρωποι απασχολούνταν στο εργοστάσιο. Είχαν τρεις βάρδιες, και το εργοστάσιο δεν σταματούσε ποτέ. Και υπήρχε μια μεγάλη σειρήνα, η οποία είναι κάθε πρωί στις πέντε σφύριζε για να ξυπνήσει τους εργαζόμενους, να έρθουν να εργαστούν. Αυτό ήταν ωραίο ξυπνητήρι! Όλος ο Βόλος το ήξερε. Αφού σφύριζε η σειρήνα του Μουρτζούκου, θα πρέπει να είναι πέντε.

Το εργοστάσιο «Λεβιάθαν – Μουρτζούκου» άφησε εποχή – αρχείο ΔΗΚΙ

Η εταιρία δεν υπάρχει πια. Δυστυχώς, ήρθαν πολλές ατυχίες μετά τον πόλεμο. Πρώτα η παραγωγή διακόπηκε, επειδή δεν μπορούσαμε να παίρνουμε το υλικό από την Αγγλία. Δεν υπήρχε τρόπος. Στη συνέχεια, έπρεπε να κρυφτούμε, και το εργοστάσιο έκλεισε επειδή οι Γερμανοί το κατέλαβαν. Κατέστρεψαν μερικά από τα μηχανήματα, και ένα μέρος του εργοστασίου έγινε στρατώνες. Μετά τον πόλεμο ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, και δεν υπήρχαν χρήματα για να ξεκινήσουμε από την αρχή. Η τράπεζα μας έδωσε ένα δάνειο, και ξεκινήσαμε, αλλά με το μισό ή το ένα τέταρτο των ανθρώπων, και η παραγωγή ήταν πολύ περιορισμένη. Έτσι πήγε κούτσα-κούτσα για λίγο. Στη συνέχεια, για μερικά χρόνια τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ήταν δύσκολο να έρχονται οι πρώτες ύλες, και γενικά οι οικονομικές συνθήκες ήταν πάρα πολύ κακές. Έτσι τελικά η τράπεζα το κατάσχεσε, και αυτό ήταν το τέλος του. Έγινε μια αποθήκη για σιτηρά, και τώρα το έχουν κάνει τεχνικές σχολές. Αλλά είναι ενδιαφέρον ότι κράτησαν την πρόσοψη, η οποία ήταν, εννοώ αρχιτεκτονικά, πολύ προχωρημένη αρχιτεκτονικά. Η στέγη του ήταν κεκλιμένη, και διατηρείται. Κρατάει και το όνομα, τις λένε Τεχνικές Σχολές Μουρτζούκου. Υπάρχει μια στάση λεωφορείου που ονομάζεται στάση Μουρτζούκου».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου