Καλή γυναίκα, νοικοκυρά, χρυσοχέρα, του ’λεγε η μάνα του, και με λεφτά στην τράπεζα, διαμερίσματα, συμπλήρωνε σοβαρή σαν καντηλανάφτης, πες πες, βρέθηκε παντρεμένος ο Βαγγέλης δίχως να το καταλάβει. Κι ούτε που πρόλαβε ποτέ να ψιθυρίσει ένα όνομα που ν’ ανθίζει στα χείλη του ούτε έπαιξε κάπου στο στήθος του γλυκά ένα φλάουτο τη νύχτα, καταπώς λένε ορισμένοι –αλήθεια, ψέματα, ο Βαγγέλης δεν ήξερε να πει– ούτε τίποτα.
Και πέρασαν τα χρόνια με το σπίτι να μυρίζει γιουβέτσι και τσιγαριστό κρεμμυδάκι, με τη συμβία του να στρώνει μεσημέρι–βράδυ το τραπέζι, κοντούλα, πληθωρική, να ξεχύνεται η σάρκα όπου το ρούχο έχει λάστιχο, κόκκινη, με αξύριστα πόδια τις μισές μέρες του μήνα, ζουμερή, ίδια με το μουσακά που έκανε, να τρως και να σ’ αφήνει μια γλίτσα εδώ, ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο, με ροζ πιτζάμες, με ασορτί σουτιέν και με νταντέλες και στον έρωτα θερμή και ταχτικιά σα σταθμάρχης. «Άσε με, έχω πονοκέφαλο», της έλεγε ή «πρέπει οπωσδήποτε να κοιτάξω κάτι χαρτιά» και τέτοιες σαχλαμάρες και την άλλη μέρα ξύπναγε απελπισμένος και πήγαινε στο γραφείο για να δουλέψει σαν το σκυλί και να μη σκέφτεται.
Στο γραφείο τώρα εδώ και έναν μήνα ήρθε ένα κορίτσι τρυφερό –είκοσι, εικοσιπέντε – μελοζυμωμένο, σφιχτό, άπιαστο, είπε «καλημέρα σας», σήκωσε τα μάτια ο Βαγγέλης και άρχισε να τρέμει το χέρι του. Τι πλάσμα ήταν αυτό; Άγαλμα ήτανε; Νεράιδα; Όνειρο; «Καλημέρα σας», είπε κι αυτός και χαμογέλασε βλακώδικα σαν άλογο, από μέσα του όμως ένιωσε πόθο και μίσος και ντροπή, όπως νιώθει εκείνος που κάθεται όρθιος στη γαλαρία γι’ αυτόν που ’χει πιασμένο πρώτο τραπέζι πίστα.
Στα μικρά μέρη όπως ο Βόλος τους άντρες τους παίρνει ν’ αγαπούνε μόνο ρομαντικά. Δε γίνεται αλλιώς. Σκεφτόταν ο Βαγγέλης: «Με κοίταξε», «μου χαμογέλασε» και άλλες τέτοιες αηδίες, ώσπου πάνω στο μήνα του κάνει η μικρή: «Αφού είμαστε στο ίδιο γραφείο, γιατί να σας φωνάζω “κύριε Βαγγέλη” κι όχι “Βαγγέλη” σκέτα;». Ζαλίστηκε ο Βαγγέλης, του ’ρθε να κάνει τούμπες, να βγει στο δρόμο και να φωνάξει «ζήτω ο Ολυμπιακός» και μετά δεν ήξερε τι να κάνει, μόνο κούνησε την κεφάλα κι ένιωσε την καρδιά του να λιώνει όπως το βούτυρο στο τηγάνι.
Την άλλη μέρα, πάνω στο σχόλασμα, του κάνει η μικρή: «Βαγγέλη μου, θέλεις να πάμε για καφέ;». Αν ήθελε λέει; Πήρε τηλέφωνο στο σπίτι ότι έπεσε πολλή δουλειά στο γραφείο και θ’ αργούσε και χαμογέλασε ολόκληρος κι έγινε το πρόσωπό του σαν πανσέληνος. Και το βράδυ που γύρισε ούτε που έφαγε, μόνο ξάπλωσε και σκεφτότανε, σκεφτόταν…
Κι έγινε η πόλη σα να ’τανε χτισμένη από όνυχα και μάρμαρο και πάνω από κάθε κήπο της κρεμάστηκε ένα μισοφέγγαρο και καημοί μελωδικοί πλανιούνταν στον αέρα, μύρισε πασχαλιά μέσα στο καταχείμωνο, γνώρισε ο Βαγγέλης πρώτη φορά τον έρωτα…