ΤΟΠΙΚΑ

Το κουκλί

το-κουκλί-851206

Είχε ένα μαγαζί ο Μάκης. Συνεταιρικά, μ’ έναν παλιόφιλο. Καλά πήγαιναν και το Παρασκευοσάββατο είχε μέχρι και δεκαπέντε πράσινα να χαλάσει μετά του προσώπου στα μπουζούκια για ποτά και λουλουδικό. Ώσπου ανακάλυψε πως ο παλιόφιλος τον κλέβει και διαλύσανε. Πήρε το μερτικό του αλλά δεν έφτανε ν’ ανοίξει μόνος του δουλειά της προκοπής, άσε που δεν είναι εύκολο να βρεις άλλον ν’ αρχίσεις απ’ το άλφα, θέλει καιρό κι εμπιστοσύνες, δύσκολα πράματα.
Στο μεταξύ το πρόσωπο τον πίεζε διττώς. Ένεκα η ομορφιά του –κουκλί το άτιμο– που δεν μπορούσε να του χαλάσει χατίρι και ένεκα που το κουκλί ήταν σκέτη φαγάνα, όλο θέλω και θέλω. Σ’ ένα εξάμηνο τέλειωσε η καβάντζα κι ο Μάκης έμεινε ταπί.
Την πρώτη μέρα που ξαπλώθηκε τραπεζομάντιλο στεγνό μπροστά στο πρόσωπο, το κουκλί δάγκωσε το χειλάκι του, έκανε τα ναζάκια του, αλλά δεν είπε τίποτα. Τη δεύτερη όμως τα πράματα αγρίεψαν. «Κοίτα να δεις», του λέει, «στο τζάμπα δε γίνεται τίποτα. Εδώ μου την πέφτουν τόσοι και τόσοι ματσωμένοι, και θα γυρνάω με σένα κι ένα σακούλι σπόρια στα παγκάκια; Κι αν θέλεις να ’μαστε μαζί, κάνε κουμάντο».
Βαριά η κουβέντα που αμόλησε το πρόσωπο και σήκωνε φτύσιμο και σφαλιάρα σβουριχτή. Ένεκα όμως που ο Μάκης δεν είχε άγρια ένστικτα και αγαπούσε σφόδρα, το ’ριξε στο χαμόγελο. «Υπομονή, μωρό μου, όλα θα σιάξουν». «Υπομονή κάνουν τα γαϊδούρια, για ποια με πέρασες;» λέει το κουκλί και κάνει μπραφ και χάνεται.
Έπεσε ο Μάκης στη μαύρη στεναχώρια. Πέρασαν κάμποσες μέρες, το παίδεψε από ’δω, το παίδεψε από ’κει, είδε ότι δε βγαίνει τίποτα, πάει και βρίσκει οδός Μεταμορφώσεως το Νικόλα, γνωστό και μη εξαιρετέο από τα παιδικά του χρόνια. Ο Νικόλας, λόγω που είχε ξεσκολίσει αναμορφωτήριο, αριστούχος να πούμε, ήξερε ένα σωρό δουλειές. Πορτοφολάς, μπουκαδώρος, τσιλιαδόρος, προστάτης απόρων κορασίδων, κράχτης σε μαγαζί, τσαντάκιας… «Το και το» του λέει ο Μάκης. Γέλασε ο Νικόλας: «Έτσι είναι, αδερφέ μου, οι άτιμες οι γκόμενες». «Έχω ανάγκη από δουλειά». «Τι να σου κάνει ο άντρας, όσο και να δουλέψει λεφτά πάλι δε θα ’χει, ας όψεται η κυβέρνηση». «Ναι, αλλά χρειάζομαι λεφτά», ο Μάκης το χαβά του. «Αν είναι έτσι, αλλάζει το πράμα. Σε βάζω σε μια δουλειά και ή τα φέρνεις και γελάμε μαζί ή δεν τα φέρνεις και κλαις μονάχος». «Σαν τι δουλειά;». Κάνει μια έτσι ο Νικόλας και βγάνει ένα πάκο πενηντάευρα. Ο Μάκης θαμπώθηκε: «Τι είναι αυτά;». «Αυτά είναι πλαστά», ξηγιέται ο Νικόλας. «Αγοράζεις τσιγάρα, εφημερίδα, τσίχλα, ένα ζευγάρι κάλτσες, φέρνεις τα ρέστα και τα μοιραζόμαστε. Είσαι;»
Ήτανε ο Μάκης. Καθόσο επειγόταν. Μάθαινε ότι στο κουκλί τώρα τελευταίως την έπεφτε ένας χοντρογιατρός που είχε ξετινάξει το σύμπαν στο φακελάκι και την εφορία στην κλεψιά και δεν τον έπαιρνε ν’ αργοπορήσει κι άλλο…

Κι έτσι όπως πέφτει απαλά το φύλλο απ’ το τριαντάφυλλο, πέρασε ο Μάκης δίχως να καταλάβει στον άλλο κόσμο, το ζόρικο και παράνομο …

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου