ΤΟΠΙΚΑ

Ένας φίλος

ένας-φίλος-851206

Όταν ήμουν παιδί πήγαινα τα βράδια σε μια ταβέρνα κι έκανα το γκαρσόνι. Κουβάλαγα τα ποτήρια, σέρβιρα το κρασί, έκανα θελήματα. Στο τέλος της βραδιάς μου ’μενε κάνα τάλιρο, ποσό μυθικό για μένα.
Στην ταβέρνα ερχόταν κι ο Γιάννης Γ. που όλοι έλεγαν ότι ήταν του σκοινιού και του παλουκιού. Κι αλήθεια, υπήρξαν φορές που ήρθε η αστυνομία και τον μάζεψε, άλλωστε προς επιβεβαίωση και των πιο άσχημων φημών που διαδίδονταν γι’ αυτόν, κυκλοφορούσε πάντα μ’ ένα μαχαίρι στη μέσα τσέπη του σακακιού. Κάποια βραδιά μάλιστα το ’δειξε και σε μένα. Εγώ τότε θαμπώθηκα. Έτσι, όταν ερχόταν, φρόντιζα να τον περιποιούμαι με το παραπάνω και πιάσαμε φιλίες.
Η φιλία δεν έχει λιγότερο μυστήριο απ’ τον έρωτα. Το γεγονός ότι ο Γιάννης, ο ζόρικος, ο σκληρός, έδειξε φιλία σε μένα, τον μικρό, τον περιφρονημένο από τον κόσμο των αντρών, το παιδί για τα θελήματα, με αναστάτωσε. Ένιωσα ότι έκανε λάθος στην εκτίμησή του κι ότι δεν άξιζα τη φιλία του. Άρχισα να στενοχωριέμαι όταν μου έδινε μεγάλο φιλοδώρημα κι η στενοχώρια μου μεγάλωνε εξ αιτίας της μάνας μου, που δεν ήθελε να μιλάω με καθάρματα γιατί φοβόταν ότι στο τέλος θα τους μιμηθώ.
Η ουσία της ιστορίας που διηγούμαι, είναι η φιλία μου με τον Γιάννη Γ. κι όχι τα γεγονότα. Ένα βράδυ ήρθε ο Γιάννης, κάθισε στο τραπέζι με έναν γέρο άγνωστο σε μένα κι άρχισαν κάτι να λένε σιγανά. Ήταν νωρίς και ήταν μόνοι στο μαγαζί. Υπέθεσα ότι μάλλον ετοίμαζαν κάποια δουλειά. Σε μια στιγμή με φώναξαν και μου είπαν να κάνω ένα γύρο στο τετράγωνο κι αν δω αστυνόμο ή κάποιον από τους –μου ’παν δυο τρία ονόματα– να τρέξω να τους το πω. Είχε νυχτώσει για καλά όταν διέσχισα τους δρόμους. Θυμάμαι τα σπίτια μέσα στο σκοτάδι, τις νεραντζιές, τα οικόπεδα. Ήταν χειμώνας, δεν κυκλοφόραγε ψυχή κι η γειτονιά μου ’δινε μια εντύπωση διάλυσης κι εγκατάλειψης. Στην Αναλήψεως στάθηκα μπρος στη βιτρίνα κάποιου μαγαζιού. Είχαν βάλει τηλεόραση, καινούργια μόδα για τα μέρη μας. Κόλλησα τη μύτη μου στο τζάμι και χάζεψα κάμποση ώρα σε μια οθόνη γεμάτη χιόνια.
Όταν επέστρεψα στο μαγαζί ο Γιάννης δεν ήταν πια εκεί. Ομολογώ πως άργησα να καταλάβω αυτό που ήδη είχε συμβεί. Ύστερα κάποιοι μ’ έστειλαν για τσιγάρα κι όταν τελείωσε η βραδιά και σκούπισα, το αφεντικό μού είπε πως ήρθε η αστυνομία και έπιασε το γέρο και τον Γιάννη και τους τράβηξαν μέσα. «Όμως πριν φύγει άφησε αυτό για σένα» είπε το αφεντικό κι άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε ένα κατοστάρικο και το ’βαλε στη χούφτα μου.
Κοιμήθηκα ανήσυχα τα βράδια που ακολούθησαν. Στο τέλος της βδομάδας μαθεύτηκε ότι ο γέρος ήταν επικίνδυνος κομμουνιστής κι ότι τους έστειλαν και τους δυο εξορία. Ένιωσα υπεύθυνος που χαζολόγαγα στους δρόμους και δεν κράτησα το πόστο μου, καταπώς με είχαν δασκαλέψει…

Τον Γιάννη τον ξανάδα όταν έγινα δεκαοχτώ, μα φρόντισα να αλλάξω δρόμο για να μην πέσω απάνω του…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου