ΤΟΠΙΚΑ

Τρεις καρέκλες

τρεις-καρέκλες-851206

Ο άντρας ακολούθησε το μονοπάτι ανάμεσα από την πυκνή γραμμή που σχημάτιζαν τα κυπαρίσσια, έσπρωξε τη σκουριασμένη καγκελόπορτα και βρέθηκε έξω, στο δρόμο. Αν έκρινες από τη φάτσα του ήταν γύρω στα εξήντα.
Έκανε ζέστη. Έβγαλε το σακάκι του και το έριξε στον ώμο. Στάθηκε μια στιγμή πάνω σε κείνο το ύψωμα που ήταν γυμνό από βλάστηση, σχεδόν σαν ακρωτήρι, έριξε αφηρημένα μια ματιά γύρω κι έπειτα έβγαλε και άναψε τσιγάρο. Κι ύστερα έκανε ένα βήμα κι έπειτα ένα άλλο κι ύστερα βάλθηκε να βαδίζει χωρίς να έχει σκοπό να φτάσει κάπου, νιώθοντας μόνο την πίκρα του καπνού πάνω στη γλώσσα και τη ζέστη κάτω από τις μασχάλες.
Ίδρωνε. Του άρεσε που ίδρωνε, που έφευγε από πάνω του μαζί με τον ιδρώτα η μυρουδιά του χώρου που μόλις είχε αφήσει. Στην πρώτη διασταύρωση φρόντισε να στρίψει δεξιά. Έτσι ήταν βέβαιος πως πίσω από την πλάτη του έπαψε πια να φαίνεται η μικρή εκκλησία δίχως καμπαναριό, που βρίσκονταν στο ψηλότερο σημείο μιας περιφραγμένης έκτασης γεμάτης σκόρπιες, φτηνές, μαρμάρινες ταφόπλακες, σταυρούς, γυάλινα ή πήλινα αναποδογυρισμένα βάζα, κεριά, καντήλια και πλαστικά λουλούδια σκόρπια ανάμεσα από σπασμένα τούβλα ή κεραμίδια.
Έκανε μερικά βήματα και ξαναστάθηκε. Όσο δεν ήθελε να κοιτάξει πίσω του, άλλο τόσο δεν διανοούνταν να κοιτάξει και μπροστά. Μπροστά ήταν το σπίτι του, αλλά όταν πριν από έναν χρόνο έφυγε η γυναίκα του, κατά περίεργο τρόπο κι αυτό τον εγκατέλειψε. Πρώτα άρχισαν να δραπετεύουν τα πράγματα. Η καρέκλα, τα ρούχα της στη ντουλάπα, το μαξιλάρι της από δίπλα του μαζί με το βαθούλωμα που έκανε επάνω του το κεφάλι της, ύστερα η μυρωδιά της, το χρώμα της φωνής κι ύστερα άρχισε να δυσκολεύεται να θυμηθεί το χρώμα των ματιών της, ώσπου απελπίστηκε και παραιτήθηκε απ την προσπάθεια.
Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις συνωμοσία, επειδή τίποτε δεν έλειπε, όλα ήταν εκεί, κάτω από τη μύτη του, όμως αυτός τίποτε δεν έβλεπε, γιατί τίποτε απ όλα αυτά δεν είχε σημασία. Ύστερα άρχισε να μη βλέπει κι απ τα δικά του πράγματα εκείνα που είχαν αξία, γιατί είχαν σχέση με τα πράγματα της γυναίκας του ή με την ίδια τη γυναίκα του. Ώσπου μαζί με το προσποιητό, σκληρό, εργένικο ύφος που απόκτησε, έχασε από τα μάτια του όλα όσα υπήρχαν μέσα στο σπίτι και, τέλος, ολόκληρο το σπίτι, που αν κι ο ίδιος εξακολουθούσε να ζει και να κινείται εντός του, ήταν σαν να μην υπάρχει.
Έφτασε στη γειτονιά του κάθιδρος και με σβηστά τα μάτια. Τότε είδε το μαγαζί. Κανονικά τέτοια ώρα θα ήταν άδειο, όμως Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, είχε κόσμο. Μπροστά στην ανοιχτή του πόρτα είδε ένα ήσυχο πλήθος να συνωστίζεται με φανερά τα σημάδια από το γιορτινό κούρεμα. Τους ήξερε και τον ήξεραν. Του έκαναν χώρο να περάσει.

Βρήκε ένα τραπέζι και κάθισε αμίλητος. Αυτός, μονάχος του, με τρεις άδειες καρέκλες…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου