ΤΟΠΙΚΑ

Ανόητες ιδέες

ανόητες-ιδέες-851206

Τις τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου ο Νίκος Κ. κατάλαβε ότι η ζωή του δεν μπορούσε να συνεχιστεί κατά τον ίδιο τρόπο. Τις νύχτες έβλεπε όχι μονάχα τους απλήρωτους λογαριασμούς, αλλά και μακριές κοιλάδες δίχως βλάστηση, δίχως ανθρώπους, δίχως φωνή, με τα βουνά δεξιά κι αριστερά να υψώνονται κάθετα κι απειλητικά, χιλιόμετρα πάνω από το κεφάλι του. Έβλεπε τον εαυτό του να προχωράει δίχως καμιά ελπίδα ότι θα φτάσει κάποτε στην έξοδο. Πήγαινε το πρωί στη δουλειά και από κει κατευθείαν στη δεύτερη δουλειά και το βράδυ γυρνούσε σπίτι. Μιλούσε για επουσιώδη πράγματα με τους συναδέλφους, με τη γυναίκα του, με τους φίλους και τους γνωστούς, με τους γείτονες. Όλα συνέβαιναν απαράλλαχτα όπως πριν δυο βδομάδες, πριν ένα μήνα, όπως όλα τα προηγούμενα χρόνια. Κι όμως όλα ήταν αλλιώτικα. Του φαινόταν ότι η πόλη έχει αλλάξει όψη, η φάτσα των ανθρώπων ήταν διαφορετική, ακόμα κι η θάλασσα κι ο ουρανός ήταν αλλιώτικα.
Μερικές φορές έλεγε δυο κουβέντες στη γυναίκα του, προσπαθούσε να βγάλει άκρη. Κουνούσε το κεφάλι της: «Συγκεντρώσου στη δουλειά και τέτοιες ανόητες ιδέες θα περάσουν».
Εκείνη λοιπόν τα θεωρούσε ανόητες ιδέες. Ανοησία ήταν να δουλεύεις απ’ το πρωί ως το βράδυ και να βλέπεις πως δεν τα φέρνεις βόλτα. Ανοησία να έχεις εξωθήσει τον εαυτό σου στα όρια της αναίρεσης, για να έχεις πρόσβαση στα στοιχειώδη: ψωμί, πετρέλαιο, τα έξοδα για τις σπουδές του παιδιού. Ας είναι. Μερικές φορές προσπαθούσε να της δώσει να καταλάβει πως δεν είναι για τα πράγματα που είχαν ή για κείνα που προσδοκούσαν, αλλά δεν κατάφερναν να έχουν. Πως δεν υπήρχαν πράγματα με τη συνηθισμένη έννοια που να τον ενδιαφέρουν. Ήταν η ζωή του που έφευγε και χάνονταν και ξεπουλιόταν, κρεμασμένη στο τσιγκέλι της αγοράς, με αντίτιμο τα αυτονόητα. Εκείνη όμως δεν καταλάβαινε τίποτε απ’ αυτά, όταν γύριζε αργά το βράδυ ξεθεωμένος. Τα έβρισκε όλα φυσικά και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να έχει τα αυτονόητα.
Χτες μίλησε σ’ έναν γεροεργάτη στη φάμπρικα. Ο γέρος τον άκουσε με προσοχή, κουνούσε μάλιστα το κεφάλι του, μα κατάλαβε τόσα, όσα καταλάβαινε κι ο Νίκος Κ.: «Σ’ έχει βαρέσει η δουλειά στο κεφάλι. Αλλά στο κάτω κάτω έτσι είμαστε όλοι μας. Δεν κάνουμε όμως τέτοιες χαζές σκέψεις». «Γιατί είναι χαζές;». «Γιατί δεν οδηγούν πουθενά. Δε λέω. Είναι στιγμές που σ’ όλους μας έρχεται μια ηλίθια σκέψη. Τα ξέρω αυτά. Τα ’χω περάσει. Την κάνουμε όμως πέρα, γιατί είναι ανώφελη. Αλλά για πες μου, είσαι παντρεμένος;». «Όχι». «Σου λείπει η γυναίκα, λοιπόν. Αυτό είναι», έκανε ο γέρος πολύ ευχαριστημένος που βρήκε την εξήγηση.
«Ναι, αυτό είναι» μουρμούρισε ο Νίκος Κ.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου