ΤΟΠΙΚΑ

Η εγκατάσταση

η-εγκατάσταση-851206

Το δωμάτιο, τέσσερα επί πέντε, έβλεπε στη λεωφόρο Δημητριάδος. Στο μπαλκόνι του είχε συρόμενη τζαμωτή πόρτα, που από τις χαραμάδες της άφηνε να μπαίνουν οι ευωδιές του φθινοπώρου, όταν υπήρχαν τέτοιες ευωδιές, το πιο συνηθισμένο ήταν να μπαίνουν καυσαέρια. Στη μια μεριά του δωματίου ήταν ένα τραπέζι κολλημένο στον τοίχο. Τρεις καρέκλες από πλεξιγκλάς αντιστοιχούσαν στις υπόλοιπες πλευρές του. Η επίπλωση του δωματίου εξάλλου περιελάμβανε ένα ράφι όπου αναπαύονταν τα βιβλία της σχολής, ένα έπιπλο όπου ήταν βολεμένος ο υπολογιστής, ένα κρεβάτι στο βάθος και δεξιά όπως έμπαινες μια κόγχη, όπου φώλιαζε ο νεροχύτης, η κουζίνα, το ψυγείο κι ένα ντουλάπι με πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα κι όλα όσα χρησιμοποιούν οι πολιτισμένοι άνθρωποι για να τρώνε, πράγμα που δεν απασχολούσε το Δημήτρη διόλου, δεδομένου ότι δυο μήνες τώρα που έμενε σ’ αυτό το διαμέρισμα παράγγελνε φαγητό απ’ έξω, άνοιγε τον υπολογιστή κι έτρωγε με τα χέρια.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σήμερα θα ’ρθεί για φαγητό η Άννα, η συμφοιτήτριά του. Καθάρισε το σπίτι πρώτη φορά μετά ένα εικοσαήμερο, διάλεξε από το σούπερ μάρκετ ένα ανοιχτό θαλασσί τραπεζομάντιλο που το χρώμα του είχε την ιδιότητα να ανακουφίζει τα κουρασμένα μάτια και να δημιουργεί χαρούμενη ατμόσφαιρα, τοποθέτησε στη μέση του τραπεζιού ένα μπουκάλι από κρασί –άδειο εννοείται- και μέσα του έβαλε μια μαργαρίτα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, δεν είχε τόση σημασία, όση το γεγονός ότι ήταν αληθινό λουλούδι και κυρίως είχε μακρύ κοτσάνι που ήταν ό,τι πρέπει για το μπουκάλι κι έπειτα κάθισε και περίμενε.
Όταν χτύπησε το κουδούνι ο Δημήτρης πανικόβλητος ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει να μαγειρέψει. Η Άννα τρύπωσε στο δωμάτιο σαν ηλιαχτίδα στο βάλτο. Ο Δημήτρης ήταν απαρηγόρητος. «Δεν πειράζει, υπάρχει ακόμα χρόνος» είπε η Άννα και κάθισε σ’ ένα σκαμνάκι από πλαστικό στο ίδιο χρώμα με το τραπεζομάντιλο. Ο Δημήτρης άνοιξε στη σελίδα 168 τον οδηγό μαγειρικής κι άρχισε να διαβάζει: «Προθερμαίνετε το φούρνο…». Η Άννα τον έκοψε: «Άσε να δοκιμάσω εγώ» είπε δειλά κι ίσιωσε με το χέρι μια φανταστική ζάρα στη φουστίτσα της. Ο Δημήτρης την ακολούθησε στην κόγχη, κοίταξε όλο περιέργεια τα σύνεργα μαγειρέματος κι επί τη ευκαιρία έβαλε υγραέριο στον αναπτήρα του.
«Τέλειωσα», είπε η Άννα. Τα μπράτσα και οι γάμπες της ήταν λεία και τρυφερά, η μέση της λεπτή, το μπούστο της καλλίγραμμο. Ο Δημήτρης ένιωσε να ζαλίζεται κι άρχισε να κοιτάζει από την άλλη μεριά για να ξαναβρεί την ισορροπία του. Έφαγαν. Το φαγητό ήταν κάτι το συνταρακτικό. Τα κόκκινα μαλλιά της Άννας έλαμπαν. Η γλώσσα του Δημήτρη είχε κολλήσει στο στόμα του σαν τσούχτρα στην ακρογιαλιά. Τα χείλια της Άννας άνοιξαν και έκανε υπέροχα: «Θες να ’ρθω κι αύριο να σου μαγειρέψω;». «Ναι» πρόφερε ο Δημήτρης σα συναχωμένος σκύλος…

Πάνε κιόλας δυο μήνες που του μαγειρεύει η Άννα…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου