ΤΟΠΙΚΑ

Οι αλητάμπουρες

οι-αλητάμπουρες-851206

Και τώρα τους βλέπω γύρω μου παντού: Να τους. Είναι από κείνους τους αλητάμπουρες που ’ναι ντυμένοι στην τρίχα και πάντα σε φόρμα, έτοιμοι να σ’ αρπάξουν ανά πάσα στιγμή το πορτοφόλι, αν και δε χρειάζεται ν’ απλώσουν απευθείας το χέρι στην τσέπη σου, γίνονται γραμματείς σε υπουργεία, υπουργοί και τα ρέστα και σου αλλάζουν τον αδόξαστο δίχως να πάρεις πρέφα. Όμως εγώ απόψε νιώθω ότι είμαι σε φόρμα, μιλάω στον εαυτό μου (και δεν βλέπω γιατί να μην πιάσει) και λέω: οκέι, μην είσαι μαλάκας, εντάξει, πάμε να σε κεράσω μια μπύρα και μετά βλέπουμε τι κάνουμε –οι αλητάμπουρες όμως δε φεύγουν στιγμή απ’ το μυαλό μου κι εγώ περπατάω μέσα στη νύχτα και λέω: οκέι, προπάντων μην εκνευρίζεσαι, φίλε, πάμε για μπύρα κι όλα εντάξει.
Μια μουσική ακούγεται από κάπου, ένας ζητιάνος που μόλις σχόλασε με προσπερνάει (οκέι, φίλε, προπάντων τώρα μην εκνευρίζεσαι) στον πρώτο όροφο, ψηλά, πάνω από το κεφάλι μου μια γυναικούλα φουμάρει για να ξανάβρει την ανάσα της, μπροστά μου σταματάει κάποιο ταξί και κατεβαίνει ένας παπάς, πού διάολο ήταν τέτοια ώρα (σκέφτομαι: τίποτα φίλε, εκεί εσύ, μην εκνευρίζεσαι, πάμε για μια ακόμα μπύρα)και στο απέναντι πεζοδρόμιο βλέπω, είμαι σίγουρος ότι βλέπω, έναν οδοκαθαριστή να ’χει πιάσει κιόλας δουλειά, οπότε ξαφνικά εγώ δεν αντέχω άλλο, πάει, τέλειωσε ετούτη τη φορά, όλον αυτόν τον κόσμο που φτύνει αίμα γιατί ο ίδιος έχει αναθέσει στους αλητάμπουρες να τον εξουσιάζουν, θέλω να τον πατήσω κάτω μιας κι είναι υπεύθυνος.
Τον ζητιάνο θέλω να τον πατήσω κάτω, τη γυναικούλα που φουμάρει γαντζωμένη στην κουπαστή, τον παπά που περιμένει να τα τινάξουν οι γέροι της ενορίας για να τ’ αρπάξει στην κηδεία, τον οδοκαθαριστή, δεν τους αντέχω άλλο, δεν τον αντέχω άλλο ετούτον τον πολτό τον βολεμένο στη γωνίτσα του, που με τα ίδια του χέρια δίνει την εξουσία στους αλητάμπουρες και δε βαριέσαι, που πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι χάσκοντας παραμύθια μπροστά στις τηλεοράσεις μοιραίος κι άβουλος, θέλω να τους πατήσω κάτω όλους αυτούς που είναι υπεύθυνοι για τούτη την κατάσταση και που δεν κάνουν πια τίποτε άλλο εκτός από το να κολυμπούν ολημερίς μες στα σκατά, να τους πλακώσω θέλω, ώσπου να τελειώσουν όλα, να σβήσουν όλα, να πάψουν να υπάρχουν μια και καλή αλητάμπουρες και χέστηδες που τους δίνουν την εξουσία.
Και τότε σταματάνε δια μιας τα πάντα κι ακούγεται μόνο η μουσική (μια μουσική απίθανη, κάτι από τζαζ ή καμιά τέτοια μαλακία) κι εγώ τρέχω μέσα στη νύχτα και λέω στον εαυτό μου: τι μπορντέλο, τζαζ, υπουργοί, γραμματείς υπουργείων, εφημερίδες, γκόμενες, λεφτά, εξουσία, ζητιάνοι, γυναικούλες που φουμάρουν, οδοκαθαριστές, παπάδες και νεκροταφεία, στο διάολο, εγώ μέσα σε τούτο το μπορντέλο αναζητάω κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος και δεν τον βρίσκω, μόνοι μας είμαστε φίλε, λέω στον εαυτό μου, εσύ κι εγώ, πάμε για μπύρα κι όλο ετούτο το σινάφι να πάει στο διάολο…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου