ΤΟΠΙΚΑ

Η κάθοδος

η-κάθοδος-851206

Στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, σέρνοντας βαριεστημένα το καρότσι του, βαδίζει ένας άντρας γύρω στα τριάντα. Φοράει άσπρο πουκάμισο, τζιν παντελόνι και μαύρα παπούτσια. Δεξιά βουνά από κονσέρβες ίσαμε κει που αρχίζουν τα σπορέλαια. Αριστερά απλώνεται η σιμιγδαλένια θάλασσα των ζυμαρικών. Ο άντρας είναι αφηρημένος. Στο ωραίο του μέτωπο έχουν εμφανιστεί μικρές στάλες ιδρώτα. Στο καρότσι του μέσα είναι μονάχα μια σακούλα με εφτά βερίκοκα. Είναι βαθύ μεσημέρι κι υπάρχει ησυχία τριγύρω.
-Αντώνη! ακούει ξαφνικά μια σιγανή φωνή.
Ο άντρας είναι σα να ξυπνά. Κοιτάζοντας όμως κατεβάζει τα μούτρα του. Δίπλα του, σα να ξετρύπωσε από το πουθενά, στέκεται μια νέα γυναίκα, κρατώντας στα χέρια ένα καλάθι. Τον κοιτάζει στα μάτια και χαμογελάει διστακτικά.
-Α, εσύ είσαι, Σοφία; λέει ο άντρας και σταματάει ανόρεχτα. Τι κάνεις εδώ;
-Έρχεται η μάνα μου απ’ το χωριό κι είπα ν’ αγοράσω μερικά πράγματα. Ήρθα για ψώνια, Αντώνη.
-Α, μάλιστα, λέει μέσα απ’ τα δόντια του ο Αντώνης και κάνει μερικά βήματα. Η Σοφία τον ακολουθεί.
-Πάει καιρός που δε φάνηκες από το μαγαζί, Αντώνη, λέει κοιτάζοντας τρυφερά την πλάτη του άντρα. Από τότε που πέρασες με το φίλο σου, δε σε έχω ξαναδεί. Τότε, μπήκες και μόλις με είδες, βγήκες, σα να σου είχα κάνει κάτι. Ήπιες ένα ποτό, έβρισες κι έφυγες. Να σου πω την αλήθεια, εγώ περίμενα, περίμενα… τα μάτια της χαϊδεύουν την πλάτη του άντρα… περίμενα ένα χαμόγελό σου μια φορά μόνο, μια φορούλα!
-Και γιατί να σου χαμογελάσω;
-Όχι, αυτό δε γίνεται με το ζόρι, αλλά, να, είχες πει θα μου χαμογελάς σ’ όλη σου τη ζωή… Εσύ ξέρεις… Τι βλέπω, αγόρασες βερίκοκα; Θα μπορούσες να περάσεις για ένα ποτό…
Όσο τα λέει αυτά η Σοφία χαμογελάει διστακτικά και χαϊδεύει με το βλέμμα την πλάτη του άντρα. Δείχνει ευτυχισμένη.
-Μήπως ν’ αφήσω τα βερίκοκα και να πάρω κεράσια; λέει με αδιάφορο ύφος ο Αντώνης και κατευθύνεται προς τα είδη μαναβικής. Γιατί έρχεσαι πίσω μου; Πες μου τη γνώμη σου!
Η Σοφία έρχεται δίπλα στον άντρα και βαδίζει παράλληλα σε απόσταση ενός μέτρου. Το πρόσωπό της είναι ξαναμμένο, τα μάτια της λάμπουν. Βαδίζουν έτσι μέχρι τα είδη της μαναβικής χωρίς να πουν τίποτα.
-Να ερχόσουν μια φορούλα, λέει πολύ διστακτικά η Σοφία.
-Για ποιο λόγο; σηκώνει τους ώμους ο Αντώνης κι αφήνει τα βερίκοκα να πέσουν απ’ τη σακούλα πάλι στο τελάρο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να έρθω. Δεν το θέλω. Κι έπειτα το ξέρεις και μόνη σου. Εγώ είμαι κακομαθημένος. Θέλω το ωραίο σπίτι μου, τα ρούχα, τα λεφτά μου… θέλω να έχω τα πάντα, ενώ εσύ δεν μπορείς να μου εγγυηθείς τίποτε απ’ όλα αυτά. Τη μια μέρα έχεις δουλειά σε ένα μαγαζί, την άλλη όχι. Εάν κάτι με υποχρέωνε να είμαι μαζί σου, θα πέθαινα μέσα σε μια βδομάδα. Πάντα έτσι ήμουνα και δε μπορώ ν’ αλλάξω.
-Τώρα μένεις μαζί με την Άννα Ρ.; ρωτάει η Σοφία σιγανά και συνεχίζει: Δεν είναι δουλειά αυτή, Αντώνη. Για μερικούς κάτι τέτοιο μπορεί να είναι διασκέδαση, ενώ εσύ το έχεις κάνει επάγγελμα.
-Δεν καταλαβαίνεις εσύ, λέει ο Αντώνης και γεμίζει τη σακούλα με κεράσια. Εσύ από τότε που γεννήθηκες δε γνώρισες τίποτε άλλο πέρα από τη φτώχεια. Και τώρα που έφυγες από το χωριό σου δεν μπορείς να καταλάβεις πώς σκέφτεται ένας άνθρωπος σαν κι εμένα. Για σένα είμαι ένα χαμένο κορμί, αλλά όποιος καταλαβαίνει ξέρει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία για έναν άντρα από το να κάθεται χωρίς δουλειά, άπραγος, και να μην κάνει τίποτα. Και να ’ναι η τσέπη του άδεια. Δεν υπάρχει πιο βαριά τιμωρία για μένα. Βαρέθηκα να μην έχω ούτε για τσιγάρα. Θέλω κι εγώ να χαρώ τη ζωή μου. Να περάσω από το μαγαζί είναι άσκοπο, μόνο που θα σε ταράξω κι αυτό είναι όλο. Να είμαστε μόνιμα μαζί, δεν το αντέχω. Τα θέλω όλα, ενώ με σένα μόνο φτώχεια και κακομοιριά μπορώ να έχω. Γι’ αυτό και μένω με την Άννα. Μπορεί να με περνάει κατά πολύ στα χρόνια, αλλά έχει λεφτά. Και τη δική σου ομορφιά δεν τη θέλω, όχι επειδή δεν έχω μάτια να δω, ούτε επειδή είμαι βλάκας. Αν εγώ δεν έχω λεφτά, θα χρησιμοποιήσω όλα τα μέσα για να τα αποκτήσω και, όπως θα ξέρεις, είναι προτιμότερο για κάτι τύπους σαν κι εμένα να διπλαρώσουν μια πλούσια ζωντοχήρα, παρά να ψοφήσουν μέσα στη μιζέρια. Άλλωστε στις μέρες μας για τους νέους δεν υπάρχει άλλη προοπτική. Βλέπεις εσύ κάτι που να μπορώ να κάνω και να ’χω πέντε φράγκα στην τσέπη μου; Αλλά τι λέω, εσύ είσαι χωριάτισσα, δεν τα καταλαβαίνεις κάτι τέτοια, αλλά είναι καιρός να τα καταλάβεις.
-Καταλαβαίνω, Αντώνη.
-Μάλλον δεν καταλαβαίνεις, αφού κλαις.
-Δεν κλαίω, λέει η Σοφία και σκύβει το κεφάλι. Είναι κρίμα, Αντώνη! Εγώ δε σου ζήτησα τίποτα! Όλο το χειμώνα έλεγες πως μ’ αγαπάς, έζησα μ’ αυτή την ελπίδα, αλλά έλεγες ψέματα. Όχι… δεν κλαίω…
-Πού την είδες εσύ την αγάπη; λέει ο Αντώνης και ρίχνει τα κεράσια στο καρότσι. Δεν υπάρχει αγάπη. Γιατί, μήπως μπορεί να ζήσει η αγάπη ανάμεσα σε δυο που ’ναι απένταροι; Εγώ για σένα είμαι ένας παλιάνθρωπος κι εσύ για μένα μια αμόρφωτη χωριάτισσα που δεν καταλαβαίνει. Πώς μπορούμε να είμαστε μαζί;
-Ζήσαμε πολλά μαζί, Αντώνη… ψιθυρίζει η Σοφία ρουφώντας τη μύτη της.
-Λες που ήσουν έγκυος; Ήμουν μεθυσμένος εκείνο το βράδυ. Ή μήπως το ξέχασες; Κι έπειτα σου έδωσα τα λεφτά για την έκτρωση. Εσύ όμως, αφού έβλεπες ποιος είμαι, γιατί ερχόσουνα μαζί μου; Μπορούσες να μου πεις να σταματήσουμε, όμως δεν είχες μυαλό. Γι’ αυτό τώρα κάθεσαι και κλαις. Εγώ δε σου φταίω.
Δεν μιλάει κανείς. Περνάει μια πωλήτρια κουβαλώντας ένα μεγάλο καρότσι και παίρνει τα άδεια καφάσια. Ο Αντώνης την παρακολουθεί με το βλέμμα μέχρι που την καταπίνει η πόρτα της αποθήκης.
-Με τι λεφτά ζεις; ρωτάει έπειτα στρέφοντας το βλέμμα του στη Σοφία.
-Συνεχίζω να δουλεύω γκαρσόνα τα βράδια και τρεις φορές τη βδομάδα φυλάω ένα μωρό τα πρωινά. Βγάζω οχτακόσια ευρώ το μήνα.
-Ώστε έτσι! λέει ο Αντώνης και τεντώνεται. Ώρα να πηγαίνω.
-Σου αρέσει η Άννα;
-Εσένα εκεί το μυαλό σου! Κοίτα, δεν έχω καιρό για χάσιμο, σε μισή ώρα έχω ένα ραντεβού, πρέπει να φεύγω.
-Και πότε θα έρθεις από το μαγαζί;
-Δεν έχω καμιά δουλειά να έρθω πουθενά. Τα είπαμε αυτά. Αντίο!
Ο Αντώνης χτενίζει με τα δάχτυλα τα ωραία του μαλλιά και σπρώχνοντας το καρότσι συνεχίζει το δρόμο του. Η Σοφία τον παρακολουθεί με το βλέμμα. Κοιτάζει τους ώμους και τη μέση του καθώς ο Αντώνης φεύγει όλο και πιο μακριά, τα δυνατά του πόδια, παρατηρεί το ζωηρό, νεανικό του βάδισμα και στα μάτια της ανατέλλει θλίψη και τρυφεράδα, σα να φεύγει από κοντά της κάτι πολύτιμο και αγαπημένο. Το βλέμμα της αγκαλιάζει τη λεπτή σιλουέτα του άντρα που απομακρύνεται. Εκείνος σα να το νιώθει, σταματάει και κοιτάζει πίσω του. Αλλά δε λέει τίποτα, από το ύφος του όμως, από τη στάση του κορμιού, από το βλέμμα η Σοφία καταλαβαίνει πως κάτι θέλει να της πει. Πλησιάζει δειλά κι όλο το αίμα έχει φύγει από την όψη της.
-Αν ξεμείνεις από δουλειά, έχω έναν φίλο με μαγαζί. Να, πάρε την κάρτα του! λέει εκείνος χωρίς να την κοιτάζει.
Της δίνει μια φθαρμένη στις τέσσερις γωνίες κάρτα κι αμέσως γυρίζει την πλάτη και συνεχίζει το δρόμο του.
-Αντίο, Αντώνη! λέει η Σοφία και σφίγγει μηχανικά την κάρτα στη φούχτα της.
Εκείνος προχωράει στο ταμείο. Ρίχνει τη σακούλα με τα κεράσια πάνω στη μακριά μαύρη κυλιόμενη ταινία. Η Σοφία ακίνητη, πιο ωχρή από φάντασμα, ρουφάει με το βλέμμα κάθε του κίνηση. Ο άντρας πληρώνει και σπρώχνει το καρότσι προς την έξοδο. Βγαίνει και πάει γραμμή στο αυτοκίνητο. Η Σοφία παρακολουθεί την αδρή του φιγούρα μέσα από τα τζάμια. Το μπλε του τζιν το κρύβει η κλειστή πόρτα του αμαξιού, τα πόδια του δε διακρίνονται πια. Φαίνεται λίγο από το άσπρο πουκάμισο κι ένα μέρος απ’ το ωραίο του πρόσωπο. Αλλά καθώς ο Αντώνης βάζει μπροστά τη μηχανή και στρίβει απότομα χάνεται και το άσπρο του πουκάμισο και το πρόσωπο.
-Αντίο, Αντώνη! λέει από μέσα της η Σοφία και σηκώνεται στις μύτες των ποδιών να δει για τελευταία φορά το αυτοκίνητο στην ευθεία, έξω, στο δρόμο.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου