ΤΟΠΙΚΑ

Τσακάλια

τσακάλια-851206

Εχτές το βράδυ σταμάτησα στην άκρη μιας πλατείας. Ένας κεφαλαιοκράτης πέρασε από το δρόμο μέσα στο υπέροχό του αυτοκίνητο. Αφέθηκα να πέσω σ’ ένα παγκάκι· ήθελα να ξεκουραστώ· δεν μπορούσα· μαύρες σκιές με περικύκλωσαν· μάτια που άστραφταν κι έσβηναν πάλι· εξαθλιωμένοι άνθρωποι κινούνταν όπως κάτω από ένα μαστίγιο.
Κάποιος με πλησίασε και μου μίλησε καταπρόσωπο: «Είμαι από κείνους που κάθε μέρα τρώνε όλο και λιγότερο· δεν περιμένω πολλά πράγματα· ωστόσο σε καλωσορίζω εδώ, γιατί προσδοκούμε κάτι να κάνεις για όλους μας».
«Μου προξενεί εντύπωση αυτό που λες» απάντησα, «περνούσα από εδώ εντελώς τυχαία και μάλιστα είμαι έτοιμος να φύγω. Τι είναι αυτό που θέλετε από μένα;»
Τότε, λες και πήραν θάρρος και όλοι οι υπόλοιποι, πλησίασαν ακόμα πιο πολύ και με άγγιξαν. Όλοι είχαν χαμηλωμένα βλέμματα: «Ξέρουμε» συνέχισε ο πρώτος που μου μίλησε «το ξέρουμε καλά ότι ανήκεις σε άλλον κόσμο, σε αυτό στηρίζουμε τις ελπίδες μας. Εκεί δεν έχετε τα δικά μας προβλήματα, που εδώ, εξ αιτίας των κεφαλαιοκρατών έχουμε αποκτήσει. Από τους ψυχρούς τους υπολογισμούς, ξέρεις, δεν μπορείς να βγάλεις ούτε τόσο δα έλεος. Μας πεθαίνουν για να μαζεύουν χρήματα κι όσους είμαστε ακόμα ζωντανοί μάς κοροϊδεύουν και μας περιφρονούν».
«Μη μιλάς τόσο δυνατά» είπα «από το δρόμο περνούν κεφαλαιοκράτες».
«Ανήκεις πράγματι σε άλλον κόσμο» είπε η μαύρη σκιά σχεδόν μέσα στο αυτί μου «αλλιώς θα γνώριζες πως δεν υπάρχει απελπισμένος άνθρωπος της εργασίας που να φοβήθηκε ποτέ κεφαλαιοκράτη. Να τους φοβόμαστε; Δεν μας αρκεί η συμφορά ότι υπάρχουν;».
«Ίσως» είπα εγώ, «δεν μπορώ να κρίνω καταστάσεις προς τις οποίες είμαι ξένος· απ’ όσο φαίνεται πρόκειται για την παλιά διαφωνία μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας· την κουβαλάτε στην πλάτη σας από τότε που γεννηθήκατε· ίσως λοιπόν χρειάζεστε συμμάχους».
«Μιλάς σωστά» είπε η μαύρη εξαθλιωμένη σκιά· και όλοι σήκωσαν τα κεφάλια· από τα μάτια τους έβγαινε μια ανυπόφορη λάμψη, που δεν μπορούσα να την αντέξω παρά αποστρέφοντας πού και πού το βλέμμα·«και με τη βοήθειά σου θα τους νικήσουμε και η διαφωνία θα τερματιστεί εκεί».
«Μα θα αμυνθούν!» φώναξα, «θα σας τσακίσουν πριν καν ανοιγοκλείσετε τα βλέφαρα».
«Μας παρεξήγησες» είπαν όλες μαζί οι μαύρες σκιές, «δεν πρόκειται να κάνουμε επανάσταση. Με τη βοήθεια τη δική σου και των ομοίων σου θέλουμε να πάρουμε μονάχα λίγα από εκείνα που μας ανήκουν».
Και όλες οι μαύρες σκιές ολόγυρα, στις οποίες είχαν προστεθεί κι άλλες πολλές από τα πέρατα της πόλης, κινήθηκαν ανησυχητικά προς το μέρος μου κι άρχισαν να με ακουμπούν και με τα δυο τους χέρια· ήταν σα να με έσπρωχναν για να με φέρουν στο σημείο που ήθελαν τόσο πολύ, που μου ερχόταν να ξεφύγω από τον κλοιό τους με κάθε μέσο.
«Κύριε», φώναξαν όλοι μαζί, «κύριε, εσύ να τερματίσεις αυτή την ανυπόφορη κατάσταση. Πρέπει να ζήσουμε κι εμείς. Πώς αντέχεις να μας εκμεταλλεύονται τόσο πολύ; Βρωμιά είναι τα λεφτά τους· μια φρίκη είναι τα σπίτια τους· σου ’ρχεται να φτύσεις, όταν περνούν μπροστά σου· γι’ αυτό, κύριε, γι’ αυτό καλέ μας κύριε, σώσε μας και δωσ’ μας πίσω λίγα απ’ αυτά που μας ανήκουν».
Όμως ξαφνικά ο κλοιός χαλάρωσε. «Επιτέλους, αφήστε τον κόσμο ήσυχο» φώναξε ένας κεφαλαιοκράτης, που είχε πλησιάσει κρυφά και που τώρα κουνούσε ένα μαστίγιο με τρεις ουρές προς το μέρος των μαύρων σκιών. Στη μια ουρά έγραφε Δικαιοσύνη, στην άλλη Στρατός, στην τρίτη Αστυνομία.
Οι φτωχοί κι οι εξαθλιωμένοι της πόλης απομακρύνθηκαν βιαστικά, αλλά όταν έφτασαν σε μια απόσταση σταμάτησαν, ένας πυκνός μαύρος όγκος, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο κι έμοιαζαν σαν ένα τείχος αδιαπέραστο για τον κεφαλαιοκράτη και για μένα.
«Τώρα, κύριε, είδες αυτό που πραγματικά συμβαίνει» είπε ο κεφαλαιοκράτης και γέλασε όσο του επέτρεπε η έπαρση της θέσης του. «Ώστε αναγνωρίζεις τα δίκαια του κόσμου της εργασίας;» τον ρώτησα. «Μα φυσικά» είπε εκείνος «από τότε που υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι υπάρχει αυτή η διαφωνία και θα μας ακολουθεί μέχρι το τέλος του κόσμου. Προσδοκούν κάποιον σωτήρα για να τους σώσει· καθένας έξω από αυτούς τους φαίνεται ιδανικός. Οι άνθρωποι αυτοί τρέφουν μια ανόητη ελπίδα κι ας διαψεύδονται κάθε τόσο· είναι ηλίθιοι και τρελοί· πραγματικά τρελοί. Γι’ αυτό τους αγαπάμε· είναι τα υποζύγιά μας· μας προσφέρουν στο πιάτο τον πλούτο και τη δύναμη χωρίς να χρειαστεί να κουνήσουμε το μικρό μας δαχτυλάκι. Κοίτα· θα βάλω κάποιον που δεν είναι κεφαλαιοκράτης, μα ούτε ανήκει και σ’ αυτούς για να τους κυβερνήσει».
Ήρθε κάποιος και πέταξε στη μέση της πλατείας μερικά ψίχουλα. Οι μαύρες σκιές ύψωσαν τις φωνές τους. Σαν κάτι αόρατο να τις τραβούσε, έκαναν μερικά βήματα διστακτικά κι ύστερα όρμησαν όλες μαζί, σέρνοντας με την κοιλιά στο χώμα και σπρώχνοντας μακριά τους διπλανούς τους. Λησμονημένος ο κεφαλαιοκράτης· λησμονημένο το μίσος· τώρα υπήρχαν λίγα ψίχουλα που δεν έφταναν για όλους και ο καθένας έσπευδε να επωφεληθεί. Ήδη οι πρώτοι έγλειφαν με τη γλώσσα το δάπεδο της πλατείας και κατάπιναν βιαστικά. Σαν ένα ισχυρό ναρκωτικό, που πασχίζει επιτακτικά να σβήσει κάθε σκέψη απ’ το μυαλό τους, επιδρούσε απάνω τους η λιγοστή τροφή. Και την ίδια στιγμή βρέθηκαν όλοι σωριασμένοι πάνω στα ψίχουλα, φωνάζοντας και βρίζοντας και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο μακριά.
Τότε ο κεφαλαιοκράτης σήκωσε το μαστίγιο και το άφησε να πέσει επάνω τους. Οι φτωχοί κι οι εξαθλιωμένοι σήκωσαν τα κεφάλια, μεθυσμένοι κι ανήμποροι· έβλεπαν τον κεφαλαιοκράτη· ένιωθαν τα χτυπήματά του· αποτραβήχτηκαν στο βάθος της πλατείας και σιγανομουρμούριζαν. Αλλά αρκετά ψίχουλα ήταν ακόμα εκεί, επάνω στο τσιμέντο της πλατείας· τα κοίταζαν από απόσταση και η ματιά τους θόλωνε· δεν μπορούσαν να αντισταθούν· ήρθαν και πάλι ο ένας πάνω στον άλλο για να τ’ αρπάξουν· πάλι ο κεφαλαιοκράτης σήκωσε το μαστίγιο και άρχισε να τους χτυπά· τον έπιασα απ’ το χέρι.
«Πολύ σωστά, κύριε» είπε ο κεφαλαιοκράτης, «έχουν αποπροσανατολιστεί τελείως· άλλωστε είναι ώρα να χαρούμε όσα κερδίσαμε. Είδες τους ανθρώπους της εργασίας τώρα. Υπέροχα ζωντανά, έτσι δεν είναι; Και πόσο μας σιχαίνονται!»

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου