Η συντριπτική πλειοψηφία των Βολιωτών έχουμε την αίσθηση πως δεν συμμερίζεται τον πανηγυρικό χαρακτήρα που προσέδωσε η διοίκηση της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Βόλου στην ανακοίνωση των νέων μειωμένων τιμολογίων της ΔΕΥΑΜΒ για το 2013. Το ποσοστό της μείωσης που αποφασίστηκε είναι σαφώς μικρότερο από το περυσινό και σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στις μειώσεις που έγιναν στη μισθοδοσία του προσωπικού βάσει των μνημονιακών περικοπών.
Τα τελευταία δύο χρόνια το συνολικό ποσοστό αυτών των μειώσεων ξεπερνά του 32%, ωστόσο η αντίστοιχη μείωση στα τιμολόγια του νερού είναι μικρότερη. Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι μέσα σε μια διετία το κόστος των λογαριασμών της ΔΕΥΑΜΒ μειώθηκε κατά 1/4. Όταν μάλιστα αυτές οι μειώσεις γίνονται σε μια εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών μετρά και το τελευταίο λεπτό του ευρώ ώστε να τα βγάλει πέρα, οποιαδήποτε ελάφρυνση στα τιμολόγια κοινής ωφέλειας είναι καλοδεχούμενη.
Επειδή όμως οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι ενώ από το 2009 η μείωση του μισθολογικού κόστους είναι εντυπωσιακή, οι καταναλωτές δεν έχουν ωφεληθεί σε αντίστοιχο βαθμό. Πριν από τρία χρόνια, όταν «υπήρχαν λεφτά» και γινόταν το γνωστό πάρτι επιδομάτων και μισθών στη ΔΕΥΑΜΒ, η ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού της επιχείρησης από το μισθολογικό κόστος έφτανε και το 60%. Τα τελευταία δύο χρόνια που κόπηκαν τα συγκεκριμένα προνόμια και εφαρμόζονται οι περικοπές των Μνημονίων, το σχετικό ποσοστό έχει μειωθεί στο 35%. Αυτό σημαίνει ότι η επιβάρυνση του λειτουργικού κόστους της επιχείρησης είναι μικρότερη σε ό,τι αφορά στα μισθολογικά, ωστόσο οι μειώσεις στα τιμολόγια, που ήταν από τα ακριβότερα πανελλαδικά, απέχουν αρκετά ακόμη από τα επιθυμητά, για τις ανάγκες της κοινωνίας, επίπεδα. Και ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι το προσφερόμενο προϊόν, δηλαδή το νερό, παραμένει σε χαμηλά ποιοτικά επίπεδα, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Εξάλλου από τα στοιχεία της ίδιας της επιχείρησης προκύπτει υποβάθμιση του νερού, που σε ένα μικρό ποσοστό προέρχεται από πηγές και το υπόλοιπο είναι από γεωτρήσεις.