ΤΟΠΙΚΑ

Πασχαλινές κάρτες με ιστορία δίνουν τον τόνο της γιορτής

πασχαλινές-κάρτες-με-ιστορία-δίνουν-τ-531355

Η Τασούλα Μοσχανδρέου – Λιαναρίδη ανακαλεί εικόνες από τον παλιό Βόλο ξεφυλλίζοντας το αρχείο του πατέρα της

Αναμνήσεις από τον παλιό Βόλο και το πασχαλινό κλίμα άλλων εποχών προβάλλουν ανάγλυφα μέσα από την αφήγηση της Τασούλας Μοσχανδρέου – Λιαναρίδη, πρωτότοκης κόρης του Γιάννη Λιαναρίδη, ιδιοκτήτη γνωστού βιβλιοπωλείου που άφησε εποχή. Με οδηγό το αρχείο του πατέρα της και τις εντυπωσιακές πασχαλινές κάρτες που αποτέλεσαν για πολλές δεκαετίες σήμα κατατεθέν κάθε γιορτής, πριν την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η κόρη του αξέχαστου βιβλιοπώλη επιχειρεί μια νοσταλγική αναδρομή στο παρελθόν.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Εχοντας μεγαλώσει μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση, έχει κρατήσει πλήθος αναμνήσεων ως παρακαταθήκη ζωής και αφηγείται στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στιγμιότυπα από το γιορτινό κλίμα παλαιότερων εποχών, τότε που όλα ήταν διαφορετικά στην πόλη.

«Ο πατέρας μου δημιούργησε Βιβλιοπωλείο αρχικά στο υπόγειο του κτιρίου Χατζηαγγέλου, στην συμβολή των οδών Κ. Καρτάλη με Σωκράτους και για δύο χρόνια ήταν συνεταίρος με την αδελφό του Ντίνο. Στην συνέχεια η επιχείρηση μεταφέρθηκε στο διπλανό κατάστημα και ο θείος μου άνοιξε το δικό του βιβλιοπωλείο λίγο πιο κάτω» αρχίζει η αφήγηση.

Η εικόνα των ασφυκτικά γεμάτων καταστημάτων από το πλήθος του κόσμου που κατέβαινε κατά κύματα στην αγορά δύο εβδομάδες πριν το Πάσχα, κυριαρχεί στην νοσταλγική περιήγηση στο παρελθόν, όπως επίσης και οι ατέλειωτες ώρες εργασίας που απαιτούνταν για να εξυπηρετηθούν οι καταναλωτές που συνέρρεαν από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.

«Πηγαίναμε από τις 7 το πρωί στο κατάστημα και ο κόσμος άρχιζε να έρχεται από τις 8 το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά στα καταστήματα διαρκούσε και μετά τις 9 το βράδυ» θυμάται.

Οι πασχαλινές κάρτες ήταν στις δόξες τους τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, με τους Βολιώτες να σπεύδουν εγκαίρως να τις προμηθευτούν, προκειμένου να στείλουν τις ευχές τους σε γνωστούς, φίλους και συγγενείς, ελλείψει άλλων μέσων επικοινωνίας.

«Η επικοινωνία γινόταν με το ταχυδρομείο. Ούτε τηλέφωνο, ούτε τεχνολογία υπήρχε. Στον πάνω όροφο του βιβλιοπωλείου του πατέρα μου υπήρχε μια αίθουσα μόνο για κάρτες. Μεγάλοι πάγκοι και αμέτρητα κουτιά στην σειρά με κάρτες κάθε λογής. Μικρές, μεγάλες, μονές, διπλές, πολυτελείας ή χρυσές. Κάθε είδος σε ξεχωριστό κουτί και διαφορετικό τιμολόγιο. Πολύς κόσμος έψαχνε όλα τα κουτιά, μια προς μια, για να βρει την καλύτερη. Για τον πολιτευτή, τον γιατρό, τον εξέχοντα, επέλεγαν πιο ακριβές κάρτες που κόστιζαν από 5 έως 30 δραχμές. Για τους κοντινούς συγγενείς επέλεγαν μικρές ή μεγάλες κάρτες, που κόστιζαν 1 έως 2 δραχμές. Ολες πωλούνταν μέσα στον αντίστοιχο φάκελο και φωνάζαμε από ψηλά στο ταμείο το ποσό: «κρατήστε 10 ή 20 δραχμές» θυμάται η κ. Μοσχανδρέου.

Ολη η οικογένεια επί ποδός, ο πατέρας της Γιάννης, η μητέρα της Κατερίνα, η μικρότερη αδελφή της Μέλω, μαζί με το προσωπικό του καταστήματος, εργάζονταν με μεράκι ώρες ατέλειωτες, με τον κόσμο να συρρέει ασταμάτητα σε όλη την διάρκεια των γιορτών.

«Κάθε βράδυ τελειώναμε αργά μέχρι να τακτοποιήσουμε τις κάρτες. Να σκεφτείτε ότι τον επιτάφιο τον βλέπαμε από το μαγαζί όταν περνούσε από την Ερμού και κατέβαινε την Καρτάλη. Ωράριο δεν κρατούσαμε και στην Ανάσταση πηγαίναμε κατευθείαν μετά τη δουλειά. Την Μεγάλη Εβδομάδα αφού τελειώναμε από το μαγαζί, η δουλειά συνεχίζονταν στο σπίτι. Επρεπε να ξενυχτίσουμε για να «χρυσώσουμε» τις κάρτες. Με πινελάκι που βουτούσαμε σε υγρή κόλλα, κάναμε διάφορα σχέδια πάνω στις κάρτες και στην συνέχεια ρίχναμε χρυσόσκονη. Τις αφήναμε όρθιες για να στεγνώσουν και την άλλη μέρα τις πηγαίναμε στο μαγαζί για να τις πουλήσουμε» συνεχίζεται η αφήγηση.

Οσα χρόνια κι αν περάσουν οι εικόνες παραμένουν ζωντανές όπως τότε που όλα ήταν διαφορετικά και κάθε πολύχρωμη ευχετήρια κάρτα είναι κι ένα κομμάτι της μνήμης και της ιστορίας που δίνει διαχρονικά το στίγμα της, ενώνοντας το χθες, το σήμερα και το αύριο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου