ΤΟΠΙΚΑ

Μια ζωή γεμάτη επιτυχίες…

μια-ζωή-γεμάτη-επιτυχίες-518307

Το θερμό χειροκρότημα του κόσμου συντροφεύει την 60χρονη καλλιτεχνική διαδρομή του Πάνου Κόκκινου, ενός ερμηνευτή ιδιαίτερα αγαπητού και προικισμένου, ο οποίος ευτύχησε να βιώσει πολλές μεγάλες επιτυχίες. Ο πολυβραβευμένος Αγχιαλίτης ερμηνευτής με τη βαθιά φωνή και τη μεγάλη καρδιά, έχει συνεργαστεί με όλα τα θρυλικά ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, εγγράφοντας παράλληλα στο βιογραφικό του διεθνείς περιοδείες, απ’ άκρη ως άκρη του κόσμου. Η ζωή του όλη μοιάζει με ένα παραμύθι, γεμάτο από συναρπαστικές εικόνες, επιτυχημένες στιγμές και σημαντικές γνωριμίες με διάσημες προσωπικότητες όπως ο κυρίαρχος των θαλασσών Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Πωλ Μακ Κάρτνεϊ των «Μπητλς», ο Τομ Τζόουνς και τόσοι άλλοι. Με αφορμή την τιμητική μουσική βραδιά που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης στο θέατρο του Πολιτιστικού Κέντρου Νέας Ιωνίας, ο αγαπημένος ερμηνευτής ξεδιπλώνει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ τις αναμνήσεις του και ανατρέχει στις μνήμες των παιδικών και νεανικών του χρόνων.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν για να φτάσει στην κορυφή και να την κατακτήσει, διατηρώντας αναλλοίωτες τις αρχές και αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκε από παιδί. Κάνοντας αναδρομή στο μακρινό παρελθόν, τότε που έβοσκε πρόβατα στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το «Κόκκινος Club», θυμάται τα δύσκολα παιδικά χρόνια, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ήμουν πολύ φτωχό παιδί και προέρχομαι από γεωργοκτηνοτροφική οικογένεια. Ήμασταν πέντε αδέλφια και μείναμε μόνο δύο. Οι γονείς μας, Γεώργιος και Ευμορφία ήταν καλοί άνθρωποι και καλοί γονείς. Μας προστάτεψαν, μας έδωσαν καλές κατευθύνσεις και αρχές».

Το ερμηνευτικό του ταλέντο φάνηκε από πολύ νωρίς και πάντα τραγουδούσε, δοκιμάζοντας μάλιστα με επιτυχία τις δυνάμεις του και στην ψαλτική, με δάσκαλο το Μανώλη Χατζημάρκο. Σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να φύγει για την Αθήνα, με άδεια τσέπη αλλά την καρδιά γεμάτη από ελπίδες για το μέλλον. Φοίτησε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, έλαβε υποτροφία από το Μανώλη Καλομοίρη και σπούδασε κλασικό τραγούδι επί 3,5 χρόνια αλλά στράφηκε στο ελληνικό ελαφρό τραγούδι. Όπως εξηγεί ο ίδιος «ήμουν φτωχό παιδί και ασχολήθηκα με το ελαφρό τραγούδι, για να μπορέσω να βιοποριστώ».

Η πρώτη του κατοικία στην Αθήνα, ένα παγκάκι στο Πεδίον του Άρεως, όπου κοιμόταν για ένα ολόκληρο καλοκαίρι, έως ότου εξασφαλίσει τα προς το ζην. «Πήγαινα με τα πόδια στο Ωδείο και παράλληλα εργάστηκα σε οικοδομές και ως βοηθός υδραυλικού. Με το πενιχρό μεροκάματο που μου έδιναν, εγώ σπούδαζα» θυμάται με συγκίνηση.

Πολύτιμο κεφάλαιο ζωής είναι για τον ίδιο οι άνθρωποι που τον στήριξαν και τους θυμάται πάντα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. «Οι Αθηναίοι ήταν άνθρωποι που συμπονούσαν το συνάνθρωπό τους και ήμουνα τυχερός που βρήκα καλούς ανθρώπους. Ένας από αυτούς ήταν ο νυχτοφύλακας ο κυρ Γιώργος, που τον αποκαλούσα «θείο», ο οποίος μου έφερε μια κουβέρτα για να μην κρυώνω στο παγκάκι όπου κοιμόμουνα, λέγοντάς μου ότι «το πρωί κατεβάζει δροσιά, να μην κρυώσεις»» αναφέρει ο Πάνος Κόκκινος, ανατρέχοντας στα δύσκολα χρόνια της νιότης.

Ο νυχτοφύλακας με την καλή καρδιά, παρακολούθησε συγκινημένος το ερμηνευτικό ξεκίνημα του «ανεψιού» του, στο άλσος, στο Πεδίον του Άρεως, στο πλευρό του θρυλικού Γιώργου Οικονομίδη, έχοντας στο ενεργητικό του ένα μεγάλο σουξέ, το τραγούδι «Η γυναίκα που αγάπησα» του Γιάννη Βέλλα.

Στιγμιότυπο από παλιά εμφάνιση του καλλιτέχνη

Πρωτιά στο Φεστιβάλ Tραγουδιού

Σημαντικό κεφάλαιο στη μουσική του διαδρομή, οι πολυάριθμες διακρίσεις που απέσπασε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, τραγουδώντας στο κατάμεστο Παλαί ντε Σπορ, μπροστά σε 13.000 άτομα. Το 1969 ερμήνευσε δύο τραγούδια. Το «Πικρό παράπονο» που απέσπασε το πρώτο βραβείο και το «Εκείνη» που πήρε το δεύτερο βραβείο και το πρώτο βραβείο ανδρικής ερμηνείας.

Το 1970 πήρε το τρίτο βραβείο για το τραγούδι «Σαν προσευχή» και το 1971 συμμετείχε με δικό του τραγούδι, τον «Άνεμο» εγγράφοντας στο καλλιτεχνικό του βιογραφικό το τρίτο βραβείο. «Οι στιγμές εκείνες ήταν φανταστικές και ανεπανάληπτες. Κατ’ αρχάς είχαμε συμφωνική ορχήστρα με 50 άτομα και όλες τις οικογένειες των οργάνων. Ο Άλκης Στέας που ήταν θαυμάσιος άνθρωπος, ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και δεν σας κρύβω, ότι υπήρχε μεγάλη αγωνία. Εγώ δεν πήγα στο Φεστιβάλ για να πάρω βραβείο, ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να κάνω μια αξιοπρεπή εμφάνιση» υπογραμμίζει ο ίδιος.

Όντας στο απόγειο της καριέρας του, πήρε τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στη γενέτειρά του, δημιουργώντας το 1978 το δικό του χώρο, το «Κόκκινος Club», σε μια ειδυλλιακή περιοχή, με θέα τη θάλασσα, από το οποίο πέρασαν μεγάλα ονόματα, «όλοι οι φίλοι» όπως αναφέρει ο ίδιος. Η εμφάνιση του Γιάννη Πάριου, της Χαρούλας Αλεξίου, της Δήμητρας Γαλάνη, του Γιάννη Βογιατζή, του Κώστα Τουρνά, της Μαρινέλλας, της Τζένης Βάνου και πολλών ακόμη, ήταν έκφραση «συναδελφοσύνης με ανθρώπους που εκτιμούσα και εκτιμώ ως καλλιτέχνες και μου δόθηκε η ευκαιρία να τους πω «ελάτε να δείτε ένα ωραίο μαγαζί που έχω κάνει και να περάσουμε μια βραδιά ευχάριστη» όπως πραγματικά ήταν ευχάριστη» υπογραμμίζει ο ίδιος.

Ο φροντισμένος χώρος που δημιουργήθηκε πριν από 31 χρόνια είναι επένδυση ζωής για τον Πάνο Κόκκινο, την αγαπημένη του σύζυγο Τζώρτζια και δύο παιδιά τους, Τόλη και Τζίνο, οι οποίοι έχουν κληρονομήσει το μουσικό ταλέντο του πατέρα τους.

Η ζωή του πολυβραβευμένου ερμηνευτή είναι γεμάτη από έντονα συναισθήματα και εικόνες νοσταλγικές. «Η θέα του φεγγαριού είναι θαυμάσια από την καλντέρα μας, όπου κάθομαι και καμαρώνω τους κόπους μου. Νιώθω συγκίνηση όταν βλέπω τον κόσμο να είναι πάρα πολύ ευχαριστημένος και αυτό με ανεβάζει, κι όταν θέλουν να ακούσουν ένα τραγούδι από μένα ανταποκρίνομαι» υπογραμμίζει ο Πάνος Κόκκινος, ο οποίος έχει καταγράψει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Από τα αποκαΐδια… στο όνειρο» τις αναμνήσεις του.

Τα στοιχεία που κρατάει ως πολύτιμη παρακαταθήκη από τη μεγάλη του διαδρομή είναι «η μεγαλοπρέπεια του κόσμου, η οικογένειά μου και το γεγονός ότι μπορώ να κοιτάζω τους ανθρώπους στα μάτια χωρίς να ντρέπομαι. Είναι συγκινητικό να σε τιμάει η γενέτειρά σου, πόσο μάλλον ο κόσμος» δηλώνει ο Πάνος Κόκκινος, ενώ τονίζει παράλληλα ότι η ευχή που απευθύνει στους Βολιώτες, κλείνοντας, είναι «να τους έχει καλά ο Θεός, να έχουν θετική σκέψη και κουράγιο».

Ενα από τα πολλά βραβεία που απέσπασε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης

«Ο Ωνάσης ήταν απλός άνθρωπος»

Ο καλλιτεχνικός του δρόμος άνοιξε σε νεαρή ηλικία, η πορεία ήταν ανοδική, εμφανίστηκε σε όλα τα μεγάλα κέντρα της Αθήνας και συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα, όπως η Μαρινέλλα, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Τάκης Μωράκης, ο Λυκούργος Μαρκέας, ο Ζακ Ιακωβίδης, ο Κώστας Κλάβας και πολλοί ακόμη. Έχει πραγματοποιήσει συναυλίες στο εξωτερικό, στην Αγγλία, τη Ρωσία, πήγε οχτώ φορές στη Νέα Υόρκη, στα νησιά της Καραϊβικής αλλά και τον Καναδά, με πολύ μεγάλη επιτυχία.

«Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι ήταν μπον βιβέρ εκείνη την εποχή και το περιβάλλον ήταν κόσμιο στα μαγαζιά τότε. Τον Ωνάση τον συνάντησα για πρώτη φορά σε ένα κλαμπ στο Καβούρι. Ήταν απλός άνθρωπος, ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν ίσος με τους άλλους, ένας ευχάριστος τύπος. Ο κόσμος εκείνης της εποχής ήταν πάρα πολύ ωραίος» θυμάται ο 79χρονος καλλιτέχνης.

Συνεχίζοντας την αναδρομή στο παρελθόν, ανακαλεί μνήμες από τη γνωριμία του με τους θρύλους του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος, λέγοντας: «Τραγουδούσα στο “Μιραμάρε” στην Κέρκυρα, το ξενοδοχείο των βιπς και ήμουν φίλος με τον Πωλ Μακάρντεϊ των “Μπήτλς” που είχε έρθει τότε, τον Τομ Τζόουνς, τον ;Eλγκεμπεργκ Χάμπερντιγκ. Κάναμε παρέα με αυτά τα παιδιά. Πηγαίναμε σε μια ταβέρνα που ήταν δίπλα από το “Μιραμάρε” και τρώγαμε με αυτά τα παιδιά, αυτούς τους κολοσσούς, τους τόσο ταπεινούς».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου