ΤΟΠΙΚΑ

Σε αφανισμό οδηγείται η μεταποίηση προειδοποιούν τα Επιμελητήρια Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Ροδόπης, Μαγνησίας

σε-αφανισμό-οδηγείται-η-μεταποίηση-πρ-430759

Τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκρουσαν προχθες τα Βιοτεχνικά Επιμελητήρια Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Ροδόπης και Μαγνησίας, τονίζοντας ότι εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα με απτά αποτελέσματα η μεταποίηση θα αφανιστεί.

Στην κοινή σύσκεψη των Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων στο Επιμελητήριο Μαγνησίας, είναι χαρακτηριστικά τα στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Π. Παπαδόπουλος, σύμφωνα με τα οποία στη Θεσσαλονίκη το πρώτο εξάμηνο του 2014 έκλεισαν 771 επιχειρήσεις και άνοιξαν μόλις 210. Κάθε μέρα, είπε, έκλειναν τέσσερις επιχειρήσεις και άνοιγε μία.

Η σύσκεψη κατέληξε στην ανάγκη εφαρμογής ενός σύγχρονου αναπτυξιακού πλάνου για τη μεταποίηση, αφού ο δείκτης ρευστότητας και η επενδυτική δραστηριότητα, όπως τονίστηκε, παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά ελέω της φορολογικής λαίλαπας και της υπέρμετρης λιτότητας.

Με την ολοκλήρωσή της, τα Επιμελητήρια εξέδωσαν ψήφισμα στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

«Ο παραγωγικός κόσμος και δη ο βιοτεχνικός επί μακρόν κρούει τον κώδωνα στην Πολιτεία διά μέσου των Επιμελητηρίων για το δυσοίωνο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί αναφορικά με τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Η μεταποίηση βουλιάζει χωρίς όμως να λαμβάνονται μέτρα, ενώ η ελληνική βιοτεχνία κινδυνεύει με πλήρη αφανισμό. Η ουσιαστική ενασχόληση και όχι τα ευχολόγια για τη μεταποίηση πρέπει να γίνουν ουσιαστική προτεραιότητα της Πολιτείας που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζει τους επιχειρηματίες ως τα μόνιμα υποζύγια για την εύρεση εσόδων.

Απαιτείται η εφαρμογή ενός σύγχρονου αναπτυξιακού πλάνου για τη μεταποίηση της χώρας, το οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για την επίτευξη μίας βιώσιμης αναπτυξιακής δυναμικής όχι μόνο για την ίδια τη μεταποίηση αλλά και για την οικονομία συνολικότερα.

Σύμφωνα με τα οικονομικά μεγέθη που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις, ο δείκτης ρευστότητας και η επενδυτική δραστηριότητα παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά.

Πρόκειται για έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο έλλειψης ρευστότητας και αποεπένδυσης, που ουσιαστικά αποστερεί από τον ιδιωτικό τομέα την αναπτυξιακή του δυναμική και την αυτόνομη δυνατότητα ανάκαμψης.

Δυστυχώς το μόνο που αναπτύσσεται, μετά από τέσσερα χρόνια οικονομικής κρίσης, είναι ο ρυθμός των λουκέτων των επιχειρήσεων που αυξάνεται με μαθηματική ακρίβεια ελέω της φορολογικής λαίλαπας, της υπέρμετρης λιτότητας, της ελλιπούς και συνήθως ανύπαρκτης πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό, με βιώσιμο κόστος.

Το μέλλον αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, που θα προσφέρουν απτά αποτελέσματα, δυστυχώς φαντάζει ζοφερό.

Οι επιχειρήσεις και δη οι μικρομεσαίες βρίσκονται σε μία διαρκή «κατάσταση πολιορκίας» από οφειλές και χρέη κάθε μορφής που τις οδηγεί στα όριά τους.

Την ίδια ώρα η συσσώρευση πολλών και συχνά αντιφατικών, φορολογικών νόμων, υπουργικών αποφάσεων, υπηρεσιακών εγκυκλίων έχει καταστήσει ομιχλώδες το φορολογικό τοπίο για κάθε επιχείρηση, με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστό το ακριβές νομικό πλαίσιο των υποχρεώσεων κάθε επιχειρηματικού φορέα, αλλά να εξαρτάται από την οποιαδήποτε ερμηνεία της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας.

Αυτό που ζητούμε είναι ένα νέο απλό, λειτουργικό, αποτελεσματικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, που δεν θα εστιάζει σε εισπρακτικές ρυθμίσεις, που στηρίζονται σε άδικες κρίσεις και συχνά δημιουργούν πλαίσιο προσβολής της επιχειρηματικότητας.

Μέσα στον κυκεώνα των προβλημάτων που ταλανίζουν την αγορά κάποιοι επιμένουν ότι μείζον πρόβλημα ανταγωνιστικότητας αποτελεί η υποχρεωτική εγγραφή των επιχειρήσεων στα Επιμελητήρια.

Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε σε ρύθμιση για κατάργηση της υποχρεωτικής εγγραφής στα Επιμελητήρια, από το 2015, μίας ρύθμισης που όχι μόνο στερείται επαρκούς αιτιολόγησης, αλλά και σχεδιασμού για το ποιά θα είναι η διάδοχη κατάσταση.

Θα είναι τραγικό λάθος να προχωρήσει η κυβέρνηση στην εφαρμογή μίας ρύθμισης, η οποία θα σημάνει το θάνατο ενός θεσμού, που έχει αποδείξει την αποδοτικότητα και τη χρησιμότητά του και πρωτίστως δεν επιδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Είναι επομένως ανάγκη να υπάρξει άμεσα απόσυρση της συγκεκριμένης πράξης νομοθετικού περιεχομένου.

Τα Επιμελητήρια ήταν και πρέπει να εξακολουθούν να είναι ο κυριότερος εκφραστής και αρωγός του συνόλου της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Πρέπει να εξακολουθούν να έχουν αυτόνομη παρουσία και συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο, μεταφέροντας τη φωνή της αγοράς. Αυτό το ρόλο οφείλει να υπερασπιστεί η κυβέρνηση απέναντι στην τρόϊκα, αλλά και σε όλους όσοι πιστεύουν ότι θα κερδίσουν από τον αφανισμό του επιμελητηριακού θεσμού.

Εφόσον η Πολιτεία επιδείξει ειλικρινή διάθεση να στοχεύσει προς τις παραπάνω κατευθύνσεις τα Επιμελητήρια είναι πρόθυμα να συνδράμουν με τον πλέον ουσιαστικό τρόπο».

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΡΟΥΓΚΑ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου