ΤΟΠΙΚΑ

Ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς στον παλιό Βόλο [εικόνες]

ρεβεγιόν-πρωτοχρονιάς-στον-παλιό-βόλ-178402

Παραμύθι βγαλμένο από την αχλή του χρόνου θυμίζουν οι αφηγήσεις παλιών Βολιωτών για τα θρυλικά ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς που άφησαν εποχή. Χώροι διασκέδασης που σήμερα δεν υπάρχουν, όπως το φημισμένο κέντρο διασκέδασης «Χατζηνικολάου», σφράγισαν ανεξίτηλα το γιορτινό κλίμα της προσμονής του καινούργιου χρόνου, με τους Βολιώτες να γλεντούν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, φορώντας επίσημο ένδυμα, ειδικά ραμμένο πολλές φορές για την περίσταση. Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει με οδηγό δύο παράλληλες αφηγήσεις, του Τάσσου Μητρογώγου και του Κώστα Αβτζή, δύο γνωστών Βολιωτών που βίωσαν το κλίμα εκείνης της εποχής, και μεταφέρουν μέσω στου ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ αφηγήσεις και στιγμιότυπα που γεννούν νοσταλγία.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Εχοντας ως αφετηρία το ερμηνευτικό του ξεκίνημα στην πίστα του περίφημου κέντρου «Χατζηνικολάου», ο Τάσσος Μητρογώγος θυμάται: «Λες και ήταν χθες και ας πέρασαν τόσα χρόνια, πώς άλλωστε να ξεχάσω, μαθητής ακόμη στο Γυμνάσιο, πριν από τη δίνη της Κατοχής και του εμφυλίου, βρέθηκα εν έτει 1950 να τραγουδώ σε μια θαυμάσια αίθουσα (Χατζηνικολάου) παραμονή Πρωτοχρονιάς, όταν οι εκατοντάδες Βολιώτες, ξεχνώντας τα δεινά που πέρασαν, τα δύσκολα χρόνια, ντυμένοι με τα καλά τους, που τα έβγαλαν από τα μπαούλα τους όπου τα είχαν κρυμμένα τόσα χρόνια, ξεφάντωναν περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο».

Ο Τάσσος Μητρογώγος με την κιθάρα του και τους φίλους των νεανικών χρόνων – Αρχείο Τάσσου Μητρογώγου

Την εποχή εκείνη, ο Τάσσος Μητρογώγος συμμετείχε στη χορωδία Ποτούμνη και οι πρόβες γίνονταν στο οίκημα επί των οδών Τοπάλη και Ιάσονος, που βρισκόταν διαγώνια από το μεγαλοπρεπές και επιβλητικό κτίριο «Χατζηνικολάου», ένα από τα δύο λαμπρότερα κέντρα διασκέδασης του Βόλου. «Ο θείος μου, Γ. Χατζηνικολάου, ξάδελφος του πατέρα μου και ιδιοκτήτης του κέντρου, αναζητώντας νέα ταλέντα και ψάχνοντας να επουλώσει τις πρόσφατες «μεταγραφές» τραγουδιστών που υπέστη, ήρθε ν’ ακούσει τις πρόβες της χορωδίας μας. Εκείνες τις μέρες μόλις είχαν αποχωρήσει από το κέντρο δύο σπουδαίοι τραγουδιστές, ο Σώτος Παναγόπουλος και ο Γιάννης Γκανίλας, οι οποίοι ξεκινούσαν άμεσα συνεργασία με την «Εξωραϊστική» θυμάται.

Φυσικά δεν ήταν μόνο το ρεβεγιόν στου Χατζηνικολάου που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των Βολιωτών. Υπήρχε η «Εξωραϊστική», το κέντρο του «Καλιντζέου», τα κέντρα του Αναύρου, της Ν. Ιωνίας, του Ανω Βόλου (Τζάκι) και άλλα όπου γλεντούσαν οι Βολιώτες υπό τους ήχους των ορχηστρών των: Ν. Τσαχτίρη, Κ. Βακαλόπουλου, Τ. Τσουκάτου, Τ. Θεοδωρόπουλου, Χ. Τσόχα, και εμφανίζονταν οι Βολιώτες τραγουδιστές Γ. Γκανίλας, Τ. Βαβάτσικος, Γ. Τενόπουλος, Ν. Καπάτος, Τ. Μουζάς και άλλοι.

Γνωστοί Βολιώτες έκαναν ρεβεγιόν στου «Χατζηνικολάου» - αρχείο Κώστα Αβτζή

«Στην αίθουσα Χατζηνικολάου είχα την ευκαιρία να τραγουδώ υπό τους ήχους σπουδαίων μουσικών μια τέτοια βραδιά Πρωτοχρονιάς, όπως οι Γ. Μαυραντώνης και Κ. Μάστορης (βιολιά), ο συμμαθητής μου Δ. Μαχαιρίτσας (πιάνο), ο Γ. Φασούλας (ακορντεόν), ο Μ. Βιτς (ντραμς) και ο Σ. Πετεινάρης (σαξόφωνο). Ηταν θαυμάσια η αίθουσα του Χατζηνικολάου και ήταν, χωρίς υπερβολή, μια από τις ωραιότερες της Ελλάδος, διότι είχα την ευκαιρία να βρεθώ σε δύο από τις μεγαλύτερες αίθουσες της Αθήνας, της «Μεγάλης Βρετανίας» και του «King George» σαν μέλος του Συλλόγου εκφωνητών Ελλάδος, στους ετήσιους μεγάλους χορούς του, και να τις συγκρίνω με του Χατζηνικολάου» επισημαίνει ο κ. Μητρογώγος.

Εκπληκτική αίθουσα

Το κέντρο «Χατζηνικολάου» ήταν ένα διώροφο κτίριο στην παραλία, στη συμβολή των οδών Σπυρίδη και Αργοναυτών. Ο κάτω όροφος, όπως θυμούνται ο Τάσσος Μητρογώγος και οι παλιοί Βολιώτες, ήταν καφέ – ζαχαροπλαστείο και δίπλα βρισκόταν η αίθουσα μπιλιάρδου.

Στον άνω όροφο βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα χορού, η οποία χωριζόταν σε δύο μικρότερες, που λειτουργούσαν τις γιορτές για να καλύπτουν τη μεγάλη συμμετοχή του κόσμου. Η ξύλινη πίστα χορού φωτιζόταν με πολύχρωμα φωτάκια, που ήταν καλυμμένα με κρύσταλλα, και οι χορευτές χόρευαν πάνω από τον φωτισμό, ενώ ένας μεγάλος στρογγυλός πολυέλαιος έκανε κύκλους με πολύχρωμα φωτάκια.

Γνωστοί Βολιώτες έκαναν ρεβεγιόν στου «Χατζηνικολάου» - αρχείο Κώστα Αβτζή

Στο ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, η οροφή καλυπτόταν από εκατοντάδες μπαλόνια, τα οποία έπεφταν στην πίστα με τον ερχομό του νέου χρόνου. Η τεράστια πίστα τελείωνε με ένα υπερυψωμένο επίπεδο, δύο σκαλοπάτια πλάτους 3 – 4 μέτρων, που επέτρεπε να υπάρχουν τραπέζια και ένας μικρός διάδρομος που οδηγούσε σε δύο σκάλες, και στον εξώστη που φιλοξενούσε επίσης τους θαμώνες, οι οποίοι κατέβαιναν να χορέψουν στην πίστα.

Αναμονή του νέου χρόνου

«Η ώρα πλησίαζε για τον ερχομό του νέου χρόνου. Τα ταγκό της «Κομπαρσίτας», της «Ζήλειας» και του «Αντιός πάμπα μία» και τα τραγούδια «Βίρα της άγκυρες», «Αντίο», «C’ est si bon», «Βegin the Beguine» και άλλα, έδιναν τη θέση τους στο παρά πέντε, σ’ ένα όμορφο, επίκαιρο ερωτικό τραγούδι του Χαιρόπουλου, που το χόρευαν σφιχταγκαλιασμένα τα ζευγάρια. «Αγαπημένη μου, χρόνια πολλά. Νάναι χαρούμενος ο νέος χρόνος, η σκέψη μου ξάγρυπνη να σε κρατά, και νάναι άγνωστος για σένα ο πόνος».

Λίγα δευτερόλεπτα από την είσοδο του νέου χρόνου, ο ντραμίστας Μίμης Βιτς κτυπούσε τα πιατίνια του, όλη η ορχήστρα, μετρούσαμε αντίστροφα, 10…9…8…7… και στο 0 έσβηναν τα φώτα, έπεφταν τα μπαλόνια και γινόταν χαλασμός στην πίστα και στα τραπέζια. Ολοι αντάλλασσαν ευχές και φιλιά, τραγουδώντας μαζί μας: «Εφυγε ο παληός ο χρόνος, ας γλεντήσουμε παιδιά, καλή χρονιά, καλή χαρούμενη Πρωτοχρονιά».

Στιγμές διασκέδασης στο ΝΟΒ – αρχείο Κώστα Αβτζή

Η αφήγηση – περιήγηση στο μακρινό παρελθόν, δια στόματος του Τάσσου Μητρογώγου, συνεχίζεται με το γιορτινό κλίμα που επικρατούσε στα σπίτια γνωστών Βολιωτών.

«Εκτός των πρωτοχρονιάτικων ρεβεγιόν στα κέντρα διασκεδάσεως του Βόλου, υπήρχαν και τα ρεβεγιόν των συμπολιτών μας που είχαν μουσική παιδεία στις κατοικίες τους. Φίλοι και συγγενείς, την παραμονή σε συγκεντρώσεις τους, είχαν την ευκαιρία να παίξουν το καθιερωμένο 31 ή πόκερ, να διασκεδάσουν και να χορέψουν υπό τους ήχους πιάνου, ακορντεόν, βιολιού, κιθάρας. Τα μέλη της γνωστής οικογένειας Σαμσαρέλου, ο Φίλιππος και ο Αλέκος στο βιολί, η Κατίνα, η Ελένη και η Μαίρη στο πιάνο, οι οικογένειες του γιατρού Ζώνζηλου, όπου οι δύο κόρες του, η Τζένη και η Καίτη έπαιζαν πιάνο, ή της οικογένειας Ψιώτα: η Καίτη, η Νίτσα, ο Θανάσης, το ίδιο και η οικογένεια Κεχαΐδη, όπου ο πατέρας Μπάμπης και τα παιδιά Κώστας και Βάσω, πρωτοστατούσαν. Αλλά και αργότερα όταν παρέες μουσικών, όπως οι «4 Ασσοι», το «Βολιώτικο τρίο» και άλλοι, περνούσαν την τελευταία μέρα του χρόνου διασκεδάζοντας με συγγενείς και φίλους στα σπίτια τους ή και στα ταβερνάκια του Βόλου» θυμάται ο κ. Μητρογώγος.

Ολα ήταν διαφορετικά

Εντονες είναι οι μνήμες του Κώστα Αβτζή από τα πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν του παρελθόντος που άφησαν εποχή και ταυτόχρονα μια γλυκιά αίσθηση νοσταλγίας για όσα πέρασαν, αλλά ευτυχώς δεν ξεχάστηκαν.

«Πηγαίναμε στην αίθουσα του Χατζηνικολάου όταν είχε ρεβεγιόν, όπου κλείναμε τραπέζι» αναφέρει ο κ. Αβτζής. «Είχε μουσική, είχε πίστα όπου χόρευε ο κόσμος και μάλιστα υπήρχε και μια ωραία ατραξιόν. Ο γιος του Χατζηνικολάου χόρευε τρομερό σουίνγκ, και τον σηκώναμε επάνω και χόρευε. Το γιορτινό κλίμα πλαισίωναν οι σερπαντίνες, τα γνωστά» συνεχίζεται η αφήγηση.

Η εικόνα του περίφημου κέντρου παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη σκέψη του κ. Αβτζή, ο οποίος αναφέρει ότι το διώροφο κτίριο βρισκόταν στη συμβολή των οδών Σπυρίδη και Αργοναυτών, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον πολλών Βολιωτών.

«Ο κόσμος ήταν καλοντυμένος, εννοείται. Δεν υπήρχε περίπτωση να πήγαινες πρόχειρα ντυμένος στα κέντρα της εποχής. Οι πιο διάσημες αίθουσες της πόλης για το ρεβεγιόν, ήταν η «Εξωραϊστική» και του «Χατζηνικολάου» αναφέρει ο ίδιος, ανακαλώντας μνήμες από τις μεγάλες χοροεσπερίδες της «Εξωραϊστικής» με την ορχήστρα του Μαυραντώνη στο ισόγειο, τη δεκαετία του ’50. Στην πάνω αίθουσα τα μέλη ανέπτυσσαν συζητήσεις, ενώ στον τρίτο όροφο «υπήρχαν σουΐτες και γινόταν μπακαρά την πρωτοχρονιά» σημειώνει ο κ. Αβτζής, αναφερόμενος στην περίοδο πριν από τους σεισμούς, ενώ χαρακτηρίζει «φαντασμαγορικά τα ρεβεγιόν στην «Εξωραϊστική», με τους αστούς του παλιού Βόλου να συζητούν καθισμένοι στη βεράντα, ντυμένοι με επίσημο ένδυμα.

Χορός στη σάλα Χατζηνικολάου (αρχείο Ζημέρη ΔΗΚΙ)

Κλίμα άλλης εποχής

Οι παλιότερες εποχές παραμένουν αξέχαστες και το γιορτινό κλίμα στον παλιό Βόλο «ήταν διαφορετικό, όπως το βιώνουμε εμείς σήμερα» θυμάται ο παλιός Βολιώτης, καθώς ανατρέχει στις εποχές των ρομαντικών χορών, του ταγκό, του βαλς.

«Η αίθουσα του «Χατζηνικολάου» είχε πάνω εξώστη, όπου κάθονταν αρκετοί θαμώνες, ενώ πολλοί κάθονταν στην κάτω αίθουσα. Δεν υπήρχαν πολλές επιλογές για διασκέδαση τότε στον παλιό Βόλο. Υπήρχαν τα σινεμά, οι βόλτες στην παραλία και τα καφενεία. Όταν άλλαζε ο χρόνος, γινόταν πανζουρλισμός στην Ερμού με σερπαντίνες και κομφετί. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Διασκεδάζαμε με απλά πράγματα, δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο τότε κι ορισμένες φορές τα θυμάμαι με νοσταλγία» αναφέρει ο Κώστας Αβτζής.

Ο ίδιος ανακαλεί εικόνες της νιότης, πριν από τους σεισμούς, που άλλαξαν άρδην το προφίλ της πόλης. Θυμάται τις ωραίες ορχήστρες του παλιού Βόλου, τους ερμηνευτές με τις ωραίες φωνές, το Γιάννη Γκανίλα, τον Τάσσο Μητρογώγο, τον Σώτο Παναγόπουλο, ο οποίος διέπρεψε στην Αθήνα, τις χορωδίες, τους τροβαδούρους της εποχής που γύριζαν στα ταβερνάκια με τις κιθάρες τους. «Όλα ήταν όμορφα, η ατέλειωτη βόλτα στην παραλία, τα λιγοστά καφενεία, του Χατζηνικολάου, το «Πανελλήνιο» και η «Μινέρβα», μικρά ζαχαροπλαστεία και μικρά ταβερνάκια, που έδιναν διαφορετικό χρώμα στην πόλη.

Οι παλιοί Βολιώτες διασκέδαζαν με την καρδιά τους, ειδικά μετά τον πόλεμο και τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν, ατενίζοντας με αισιοδοξία τον ερχομό του νέου χρόνου. «Όλα ήταν πολύ όμορφα και πολύ διαφορετικά», αναφέρει ο Κώστας Αβτζής, καθώς ανατρέχει σε μια εποχή που άφησε γλυκιά νοσταλγία στο πέρασμά της.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου