ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Τα καλύτερά μας χρόνια…Του Γιάννη Μαντίδη

τα-καλύτερά-μας-χρόνιατου-γιάννη-μαν-12398

Του Γιάννη Μαντίδη

Δεν ήτανε για όλους την ίδια εποχή. Για τον καθένα ξεχωρίζουν. Για κάποιους (αν συνεχίζουν να υπάρχουν…) ήταν στο Μεσοπόλεμο, για άλλους μες στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στην Αντίσταση, για να ’ρθουν τα χειρότερά τους στον Εμφύλιο. Της γενιάς μου τα καλύτερα χρονάκια της πρέπει να ήταν (και ήταν) στην ανεπανάληπτη δεκαετία του ’60, με τους Μπιτλς, το Ενα – Ενα – Τέσσερα και τα πάρτι με βερμούτ. Για τις νεότερες γενιές τα καλύτερά τους θα πρέπει να τα βρήκαν κάπου απ’ τη Μεταπολίτευση και δώθε. Είναι οι γενιές που συναντήθηκαν, μαζί με τις παλιότερες, την περασμένη Δευτέρα, στο προαύλιο του Αη – Δημήτρη, στη Νέα Δημητριάδα…

Σπανίως ένας άνθρωπος που «φεύγει» μαζεύει τόσο κόσμο στον αποχαιρετισμό. Φαίνεται πως τα καλύτερα του Αντώνη ήτανε και των φίλων του. Δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι, δημοτικοί υπάλληλοι, συμπολίτες γενικώς. Και ποδοσφαιριστές, όλων των ηλικιών και των χρωμάτων. Και δημοσιογράφοι, νέοι και παλιότεροι. Κάποτε είχα συνοδέψει τον Ολυμπιακό, εκείνον του Αναύρου, σ’ έναν αγώνα – φωτιά, κάπου στη Μακεδονία κι είχα γράψει για το ηρωικό παίξιμο του Παππά. Γίναμε φίλοι, ερχόταν στα Λεχώνια κι έβλεπε φίλους του Ολυμπιακού, αλλά και φίλους του Κόμματος που υπηρέτησε με πάθος. «Γιαννάκο, το Σταυρό σου!» φώναζε όταν μ’ έβλεπε τον τελευταίο καιρό, φράση που επανέλαβε σε μια τυχαία μας συνάντηση λίγες μέρες πριν το τέλος. «Τον κάνω Αντώνη», του ’λεγα. Τώρα θα προσπαθήσω να τον κάνω και για ’κείνον, αν κάτι μπορεί να λέει αυτό…

Αλλάζω θέμα για να ξαναπώ (για πολλοστή φορά) πως ο πολιτισμός, η μουσική ιδιαίτερα, εξημερώνει τα ήθη και κάνει, για λίγο έστω, να ξεχνάμε τα πάθη που μας πολιορκούν, όλο και περισσότερο, στο διάβα των μνημονιακών καιρών. Αναφέρομαι στο διεθνές μουσικό φεστιβάλ «Ευμέλεια», που κάθε φορά γίνεται και καλύτερο, εκεί, στην Αγριά, στο Κοινωφελές Ιδρυμα Πορφυρογένη, που το φιλοξενεί. Οι καλλιτέχνες του φεστιβάλ καταχειροκροτήθηκαν, ο ένας μετά τον άλλον, με πρώτη τη Μιλένα Ινιατς, την εκπληκτική μαέστρο της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νις. Η παρουσία της στην «Ηλεκτρική» συνεπήρε τους Βολιώτες.

Ηταν ένας αστερισμός καλλιτεχνών που ενθουσίασε τους φιλότεχνους. Κάποιοι ίσως να θυμόμαστε περισσότερο το τσέλο της Κορεάτισσας Σουγκμίν Καν, το φλάουτο του Ιταλού Ντανίλο Ντε Λούκα, τη φωνή της Σλοβένας Νατάσας Ζούπαν, την κιθάρα του Γάλλου Πιέρ Μπιμπώ και ασφαλώς το πιάνο του Βολιώτη σολίστα Ντίνου Μαστρογιάννη, καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ (όχι, δεν είχε πρόβλημα το δεξί χέρι του, όπως φοβήθηκε φίλος ακροατής, όταν είδε τον Ντίνο να παίζει πιάνο μόνο με το αριστερό του…).

Ναι, ήταν και η Βολιώτισσα σοπράνο Στελίνα Αποστολοπούλου, που μας τραγούδησε στα εβραιοσπανιόλικα κάτι λυπητερό. «Γιατί κορίτσι μου μας λύπησες;», της είπα μετά το χειροκρότημα. Δεν ήταν ένα τραγούδι – θρήνος, όπως μου εξήγησε η ίδια. Ηταν ένα νανούρισμα μιας Μάνας στο παιδί της. Κι ο νους μου πήγε στις δακρυσμένες πρόσφυγες Μαντόνες με τα μικρά τους προσφυγόπουλα στην αγκαλιά…

Αρκετά, ας μην το κάνουμε μελό. Αλλωστε, «όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες»! Μετά τη σταύρωση έρχεται η Ανάσταση. Ας τη γιορτάσουμε ως συνήθως με την ευχή και οι σημερινές μας γενιές να ζήσουν τα καλύτερά τους χρόνια…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου