ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Γιάννη Τενόπουλος: «Tο αηδόνι του Βόλου» ~ Συνομιλία – βιογραφία με τη σύζυγό του Μάγδα

γιάννη-τενόπουλος-tο-αηδόνι-του-βόλου-555575

Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ – ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ, [email protected]

Ετσι αποκαλούν οι παλιοί τον μελωδικό τραγουδιστή Γιάννη Τενόπουλο: «Το αηδόνι του Βόλου». Μου το θύμισε ο αείμνηστος Τάσος Μητρογώγος σε συζήτηση κάνα μήνα πριν την αποδημία του. Φυλλομετρώντας την χορεία όλων των εξαιρετικών «τοπικών» τραγουδιστών και μουσικών με το πανελλήνιο ταλέντο δεν μπορεί παρά να πλημμυρίζεις συγκίνηση, που έμειναν λαϊκοί ψυχαγωγοί της πόλης, αν και διέθεταν όλα τα φόντα ν’ ανοίξουν φτερά για μεγάλα κέντρα, δισκογραφία, διασημότητα. Μάταιο να κρίνεις εκ των υστέρων, παρά τις προφανείς απώλειες της λαϊκής μουσικής. Διόλου τους ένοιαζε να αποδράσουν στο «μεγάλο αθηναϊκό χωριό». Το λένε με έμφαση όσοι είχα την τύχη να γνωρίσω, να διασκεδάσω μαζί τους. Αρκεί να ’ναι καλά με την παρέα τους! Αυτό ήταν το… μυστικό τους! Η συντροφιά, η παρέα, που γλεντά τα μεράκια της! Ο Γ. Τενόπουλος, ξεχωριστή, ωραία φωνή της καντάδας, της ευαισθησίας, της αγάπης, της ρομαντικής εποχής, στο ηχόχρωμα του Γούναρη, του Παναγόπουλου, αλλά και με το προσωπικό ύφος πόσους δεν ψυχαγώγησε Βολιώτες! Κρίμα, που δεν έχουμε ηχητική αποτύπωση των τροβαδούρων σαν τον Τενόπουλο και άλλων, που αναφέρουμε. Μήπως είναι ώρα οι πολιτιστικοί και άλλοι φορείς της Μαγνησίας ν’ αναλάβουν δράση αναδεικνύοντας ηχογραφήσεις ιδιωτικές και οικογενειακά αρχεία να διασωθεί κάτι από το καλλιτεχνικό σώμα των μοναδικών καλλιτεχνών; Να μείνει κάτι στους επομένους! Μιλήσαμε με την σύζυγο του Γιάννη Τενόπουλου, την κυρία Μάγδα και συνοψίσαμε, όσα είπαμε, στο παρακάτω βιογραφικό με τα δικά της λόγια…

«Ο Γιάννης Τενόπουλος γεννήθηκε στον Βόλο στις 16 Δεκεμβρίου 1930. Καταγωγή από τα Ζαγοροχώρια. Οι παππούδες είχανε αποικιακό στην Σμύρνη. Ο Γιάννης μόνο γεννήθηκε στον Βόλο. Η οικογένεια ήρθε στην πόλη με δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Παιδικά χρόνια υπέφερε, πήγαιναν, ζητιάνευαν για να ζήσουν, ιδιαίτερα στην Κατοχή. Μετά στην εμπορική σχολή (οικονομικό γυμνάσιο), δεν τελείωσε, έπρεπε να δουλέψει για την οικογένεια. Έπαιζε ποδόσφαιρο στον Εθνικό Βόλου, 1949-1951. Στην αυλή, που μένανε ο νονός του είχε μαντολίνο, το πήρε κι έμαθε. Είχε καλή φωνή, πήγε στην σχολή του Χρήστου Τσόχα, έμαθε κιθάρα. Έπαιρνε και το μπουζούκι αλλά αγαπούσε την κιθάρα.

Ξεκίνησε τη δημιουργία του «Βολιώτικου Τρίο» με τον Τάκη Μουζά και τον Νάσο Κεπενεκίδη, αρχικά, και με τον Τάσο Βούλγαρη στη συνέχεια. Από τις ωραιότερες φωνές του Βόλου δεν θέλησε, παρά τις προτάσεις, να κάνει καριέρα στην Αθήνα. Ήθελε να είναι πρώτος στο… χωριό, παρά τελευταίος στην πόλη! Ως σολίστας με την ορχήστρα Γιάννη Μαυραντώνη-Νίκου Τσαχτίρη-Κώστα Μάστορη και ως «Βολιώτικο Τρίο» είχαν εβδομαδιαίες εκπομπές στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Βόλου με μεγάλη επιτυχία. Η φωνή του ψυχαγωγούσε για πολλά χρόνια τους Βολιώτες σε όλα τα κέντρα και ταβέρνες του Βόλου.

Είχε πάρει μέρος σε πολλές συναυλίες, με επιτυχία, που γίνονταν στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου και στο Δήμο Πορταριάς. Αγαπούσε τόσο πολύ το τραγούδι, που, όταν έπιανε τη κιθάρα στα χέρια, ξεχνούσε να σταματήσει! Έλεγε ότι νέος πηγαίνοντας Βόλο-Πειραιά με πλοίο, τον βάζανε να τραγουδά και τον κερνούσαν γλυκά και κουλούρια. Σε κάποιο ταξίδι για τη Σκόπελο, μέσα στο καράβι με τη κιθάρα και το τραγούδι του είχε σκορπίσει τόσο κέφι και διάθεση σε όλο το πλοίο, ώστε δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στον προορισμό μας.

Στη μουσική ήταν τελειομανής και εργασιομανής. Τραγουδούσε όλα τα είδη και θυμόταν χιλιάδες τραγούδια. Τα πρώτα χρόνια στο ραδιοφωνικό σταθμό, οι εκπομπές ήταν σε ζωντανή μετάδοση. Πολλές φορές γίνονταν δίπλα στη ταβέρνα του Μανώλη, τη «Λεύκα» και μέσα στην εκπομπή ακουγόταν τα τσουγκρίσματα των ποτηριών. Όταν πολλές φορές πηγαίναμε με φίλους για κρασί σε κάποιο ταβερνάκι, με τη κιθάρα και το τραγούδι του Γιάννη, η βραδιά μετατρέπονταν σε μεγάλο γλέντι, και γυρνούσαμε ξημερώματα στο σπίτι. Για τα κέντρα, που δούλευε; «Εξωραϊστική», «Αστέρια», «Αύρα», «Ν.Ο.Β.», «Μαγιόρκα», «Δειλινά», «Κάστρο». Επίσης Ρόδο, Λάρισα κι άλλες πάλεις. Το χαρακτηριστικό του Γιάννη ήταν ότι ο κόσμος τον ακολουθεί σε κάθε μαγαζί, που πήγαινε.

Ο Γιάννης πήγαινε από το πιο σοβαρό κέντρο ως το τελευταίο ταβερνάκι. Πήγαινε παντού στον Βόλο αρκεί να τραγουδάει και να διασκεδάζει τον κόσμο. Τελευταία δούλευε στην ταβέρνα του Χρηστάρα, στον Άνω Βόλο. Έκανε ένα βαρύ χειρουργείο, δεν μπορούσε να τραγουδήσει και αυτό του στοίχησε πολύ. Έφυγε στις 8 Νοεμβρίου 2012. Πιστεύω ότι, πολλοί Βολιώτες έχουν ωραίες αναμνήσεις από διασκεδαστικές στιγμές και χαρές με τον Γιάννη Τενόπουλο».

Παραλειπόμενα της «Σκάλας του Μιλάνου»

Ο Απρίλιος με τον Μάιο είναι οι δύσκολοι μήνες για τους φίλους της «Σκάλας του Μιλάνου», μάλλον οι θύμησες γίνονται κοφτερά μαχαίρια για τότε, που έπεσε η αυλαία και το γραφικό ταβερνάκι με τους πλείστους από τους ανθρώπους του περνάει στην Ιστορία μετά από 120 χρόνια προσφοράς στην ψυχαγωγία. Μένει τίποτα όρθιο στον πανδαμάτορα καιρό; Η μνήμη, που κουβαλάμε και μας κουβαλά! Ό,τι και να γράψεις για την «Σκάλα», κάτι μένει ανείπωτο. Ανασκαλεύοντας το αρχείο μου για χάρη φίλου ερευνητή από την Κύπρο, που ήθελε βιογραφικό υλικό για τον κιθαρίστα Νίκο Μιλάνο, έπεσα στα παρακάτω έργα της μνήμης, που περίσσεψαν από το λεύκωμα, που βγάλαμε το 2008 με τον Δήμο Βόλου και τις τότε εκδόσεις του. Τ’ ανασύρω προς στιγμήν από το… χρονοντούλαπο ως σεπτό μνημόσυνο των αείμνηστων Κάρλου, Νίκου και Στέφανου (αυτός έφυγε Αύγουστο)…

Εκτός από τον περίφημο «Μαύρο Πίνακα», ο Αχάριστος Κόσμος κ.λπ., είχαν στο μαγαζί έναν κουμπαρά και την ώρα, που παίζανε, όποιος έκανε λάθος, έλεγε κάτι στραβά, ξεχνούσε λόγια από τραγούδια, «έτρωγε» πρόστιμο 50 λεπτά της δραχμής, που ήταν υποχρεωμένος να τα ρίξει στον κουμπαρά. Όταν έκλεινε το μαγαζί το καλοκαίρι, σπάγανε τον κουμπαρά και με τα λεφτά πηγαίνανε στα Καλά Νερά να διασκεδάσουν. Στην φωτογραφία όπως και στα γλέντια της παρέας δεν μπορεί να λείπουν δυο ζωτικά σύνεργα, τα κιθαρομπούζουκα και αυτά του ψαρέματος. Είμαστε στις 30 Αυγούστου 1959.

Το…γούρι του Δημάρχου

Δεν είχαν ταίρι τ’ αστεία και οι ωραίες πλάκες, που κάνανε στην «Σκάλα». Ζήσαμε κι εμείς κάποιες, όχι τις καλύτερες. Τσάρκα στα παλιά! Παραμονές Χριστουγέννων, 22 Δεκεμβρίου 1958 και… δουλειά δεν έχει ο διάβολος! Κουρεύουν εν χορώ τον Βασίλη Κοντορίζο και όπως σάρκαζαν μετά κάποιοι όχι καλοπροαίρετοι(!) το κούρεμα ήταν γούρικο μια και ο Β. Κοντοριζος έβγαινε δήμαρχος Πορταριάς συνεχώς για 30 χρόνια!

Τον κουρεύει ο Γρήγορης Γεωργιάδης με τις πενιές του Στάθη Μιλάνου. Έχει και το μπουζούκι την ιστορία του! Το είχε παραγγείλει κάποιος Στεφανάκος στην Αίγυπτο και στο σκάφος είχε παραστάσεις με ελεφαντόδοντο. Κανείς δεν θυμάται πώς βρέθηκε στα χέρια του Στάθη. Στην αρχή ήταν τρίχορδο, μα κατόπιν έγινε το πρώτο μπουζούκι, που οι Μιλάνοι μετέτρεψαν σε τετράχορδο, όπως όριζε τότε η κατά Μανώλη Χιώτη μόδα.

Ο κύριος Σολ Μινόρε!

Χρόνια μουσικοί, να μη βγάλουν φωτογραφίες ως ενθύμιο; Τότε οι καλές φωτογραφίες έβγαιναν σε φωτογραφεία και ήθελαν μια βδομάδα επεξεργασία, για αυτό τις έλεγαν «εβδομαδιαίες». Η εν λόγω, και άλλες της «Σκάλας», μάλλον είναι στο φωτογραφείο Γ. Γεωργιάδη, Γκλαβάνη 26. Πάνε, 1959-1960, να φωτογραφηθούν ο Στάθης Μιλάνος και ο Κωνσταντίνος Σακατζής ο επονομαζόμενος Σολ Μινόρε! Ο Σακατζής δούλευε χρυσοχόος, του έμαθε μπουζούκι ο Στάθης, παράτησε τα βραχιόλια και τα δακτυλίδια, έγινε μπουζουξής. Πήγε η παρέα να βγάλει φωτογραφία με τα μουσικά όργανα κι όπως ποζάρουν λέει ο Σακατζής: Μην κοιτάτε έτσι, ρε παιδιά! Κάντε πως παίζετε! Ρίξτε κανένα Σολ Μινόρε! Να παίζουμε όλοι το ίδιο, να φαίνεται καλά! Περιμένοντας τις φωτογραφίες ο Σακατζής όλη την βδομάδα στην «Σκάλα» λέει στους θαμώνες: Πω, πω, πω, τί ωραία σολ μινόρε θα δούμε στις φωτογραφίες! Θέλει πολύ να βγει το παρατσούκλι; Έμεινε ο Σολ Μινόρε!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου