ΕΛΛΑΔΑ

Καρκινοπαθείς πρόσφυγες μένουν χωρίς ιατρική φροντίδα

καρκινοπαθείς-πρόσφυγες-μένουν-χωρί-374235

Ο αριθμός των προσφύγων που πάσχουν από καρκίνο κατακλύζει τα συστήματα υγείας στην Ιορδανία και τη Συρία, προειδοποιεί κορυφαίος ιατρικός εμπειρογνώμονας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), γεγονός που αναγκάζει την Υ.Α. και τους εταίρους της να παίρνουν δύσκολες αποφάσεις ως προς το ποιος θα λάβει ιατρική φροντίδα και ποιος όχι.

Σε μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε την Κυριακή 25 Μαΐου στο ιατρικό περιοδικό The Lancet Oncology, o Δρ. Paul Spiegel κατέγραψε εκατοντάδες πρόσφυγες στην Ιορδανία και τη Συρία, οι οποίοι δεν δέχθηκαν θεραπεία για τον καρκίνο λόγω περιορισμένων πόρων, και έκανε λόγο για την ανάγκη να ληφθούν επειγόντως νέα μέτρα για την καταπολέμηση του καρκίνου στις ανθρωπιστικές κρίσεις.

«Μπορούμε να φροντίσουμε όλους τους ασθενείς με ιλαρά, αλλά όχι όλους όσους έχουν καρκίνο», επισημαίνει ο Δρ. Spiegel. «Αναγκαζόμαστε να διώχνουμε καρκινοπαθείς με κακές προγνώσεις επειδή η φροντίδα τους θα είναι πολύ ακριβή. Έχοντας χάσει τα πάντα στην πατρίδα τους, οι ασθενείς με καρκίνο έρχονται αντιμέτωποι με ακόμα μεγαλύτερα βάσανα στο εξωτερικό – συχνά με τεράστιο συναισθηματικό και οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους.»

Η έρευνα του The Lancet Oncology – η οποία εξετάζει πρόσφυγες στην Ιορδανία και τη Συρία κατά τη χρονική περίοδο 2009-2012 – αναφέρει ότι ο αριθμός των καταγεγραμμένων περιπτώσεων προσφύγων με καρκίνο στην περιοχή αυξήθηκε επειδή αυξήθηκαν οι πρόσφυγες συνολικά αλλά και επειδή όλο και περισσότεροι εγκαταλείπουν χώρες μεσαίου εισοδήματος όπως η Συρία. Ο καρκίνος, επιπλέον, είναι ένα θέμα που έχει αρχίσει να διογκώνεται στους πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες χαμηλού εισοδήματος, όπου παραδοσιακά δινόταν έμφαση στις μολυσματικές ασθένειες και στον υποσιτισμό.

Η πιο κοινή μορφή καρκίνου στους πρόσφυγες είναι ο καρκίνος του μαστού, που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο σχεδόν όλων των αιτήσεων στην Ιορδανία στην «Επιτροπή Εξειδικευμένης Φροντίδας» της Υ.Α. (Exceptional Care Committee – ECC), η οποία αποφασίζει εάν θα χρηματοδοτήσει ακριβές θεραπείες.

Στην Ιορδανία, για παράδειγμα, η ECC μπόρεσε να εγκρίνει μόνο 246 από τις 511 αιτήσεις προσφύγων για θεραπεία καρκίνου (δηλαδή μόλις το 48%), την περίοδο 2010 – 2012. Ο κύριος λόγος άρνησης ήταν η κακή πρόγνωση, δηλαδή το γεγονός ότι οι ασθενείς είχαν ελάχιστες πιθανότητες ανάκαμψης, και έτσι η επιτροπή αποφάσιζε ότι ήταν προτιμότερο να διαθέσει το περιορισμένο χρηματικό ποσό που είχε σε άλλους ασθενείς.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, η ECC αναγκάζεται να απορρίψει ακόμα και ασθενείς με καλή πρόγνωση, καθώς η θεραπεία που απαιτείται είναι πολύ ακριβή. Ο Δρ. Adam Musa Khalifa, ένας γιατρός της Ύπατης Αρμοστείας που είναι μέλος της ECC στη Συρία, θυμάται την περίπτωση μιας μητέρας με δύο παιδιά από το Ιράκ, η οποία έπασχε από μια σπάνια μορφή καρκίνου του μαστού. Η γυναίκα αναγκάστηκε να διακόψει τη θεραπεία της στο Ιράκ λόγω μη ασφαλών συνθηκών, αλλά η θεραπεία της ήταν υπερβολικά ακριβή για να τη συνεχίσει στη Συρία.

Το κόστος μιας θεραπείας για τον καρκίνο μπορεί να φτάσει σε ορισμένες περιπτώσεις το ποσό των 21.000 δολαρίων. «Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια τρομερή απόφαση ως προς το ποιον να βοηθήσουμε» λέει ο Δρ. Khalifa. «Ορισμένοι ασθενείς έχουν μια καλή πρόγνωση, αλλά το κόστος της θεραπείας τους είναι πολύ υψηλό. Αυτές οι αποφάσεις μάς επηρεάζουν όλους ψυχολογικά.»
Τα κρατικά συστήματα υγείας στη Συρία και την Ιορδανία έχουν κατακλυστεί από κόσμο και οι ιδιωτικές εγκαταστάσεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Διεθνείς οργανισμοί βοηθούνε στην επέκταση των εγκαταστάσεων και πληρώνουν για προσωπικό και φάρμακα αλλά αυτό δεν επαρκεί, όπως προειδοποιεί η έρευνα.

Πρόσφυγες με καρκίνο αναγκάζονται συχνά να διακόπτουν τις θεραπείες τους λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί στην πατρίδα τους. Για παράδειγμα, στη Συρία, πολλά νοσοκομεία έχουν καταστραφεί ή έχουν κλείσει και οι γιατροί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.

«Η έρευνα του Lancet δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ότι ο καρκίνος αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας για τους πρόσφυγες» αναφέρει ο Δρ. Spiegel. «Πρέπει να βρούμε καλύτερους τρόπους, μαζί με τις χώρες υποδοχής, να χρηματοδοτήσουμε την πρόληψη και τη θεραπεία.» Νέες προσεγγίσεις θα μπορούσαν να περιλάβουν εκστρατείες ενημέρωσης μέσω κινητής τεχνολογίας και διαδικτύου που να δίνουν έμφαση στην πρόληψη, καθώς και νέα χρηματοδοτικά μοντέλα όπως το “crowd-funding” και πιθανόν ιατρική ασφάλιση. Οποιοδήποτε νέο μέτρο θα πρέπει να αφορά τα συστήματα ιατρικής περίθαλψης στις χώρες ασύλου ως σύνολο, ώστε να αποφευχθούν τυχόν ανισότητες μεταξύ κοινοτήτων υποδοχής και προσφύγων.

zougla.gr

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου