ΔΙΕΘΝΗ

Τέλος ή θρίαμβος Ερντογάν; – Γιατί οι τουρκικές εκλογές είναι «οι πιο σημαντικές στον κόσμο το 2023»

τέλος-ή-θρίαμβος-ερντογάν-γιατί-οι-τ-900288

Ένα μήνα νωρίτερα από τον αρχικό σχεδιασμό που προέβλεπε η εκλογική διαδικασία να διεξαχθεί στις 18 Ιουνίου, ο «Σουλτάνος» Ερντογάν επικαλέστηκε θρησκευτικές γιορτές και σχολικές αργίες, για να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση, η οποία παραμένει ακέφαλη και ανέτοιμη για μια σφοδρή πολιτική σύγκρουση. Στον απόηχο της συμπλήρωσης 100 χρόνων φέτος από τη θεμελίωση της κοσμικής Τουρκικής Δημοκρατίας υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο Τούρκος Πρόεδρος επιθυμεί την επανεκλογή του πάσει θυσία στο ανώτατο αξίωμα της χώρας, η οποία, ωστόσο, για πρώτη φορά στον πολυετή δημόσιο βίο του δεν φαντάζει αυτονόητη.

Εκτός, όμως, από την τύχη του Ερντογάν, για τους διεθνείς αναλυτές, στις φετινές τουρκικές εκλογές διακυβεύνται πολλά περισσότερα από την εκλογή Προέδρου και κοινοβουλίου, όπως ο ρόλος της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης στην Ευρασία και την Μέση Ανατολή, αλλά και η -έμμεση- εμπλοκή της στον πόλεμο της Ουκρανίας και την επέκταση του ΝΑΤΟ, ερμηνεύοντας την πεποίθηση του ειδησεογραφικού δικτύου Bloomberg πως «οι πιο σημαντικές εκλογές στον κόσμο το 2023 θα γίνουν στην Τουρκία».

Αντίπαλος το κόστος ζωής

Το ενισχυμένο, όμως, γεωπολιτικό πρόσημο των τουρκικών εκλογών φαίνεται να απασχολεί το λιγότερο τις τελευταίες ώρες τον Πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος καλείται να δώσει για πρώτη φορά τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια μια εκλογική μάχη με όρους προσωπικής επιβίωσης, αναμετρώμενος πρωτίστως με το εξοντωτικό κόστος ζωής στη γειτονική χώρα.

Το ράλι του πληθωρισμού, το οποίο ανήλθε σε ποσοστό 85% στα τέλη του περασμένου έτους καταγράφοντας ρεκόρ εικοσιπενταετίας (σημειωτέον ότι η «Ομάδα Έρευνας για τον Πληθωρισμό» προσδιόρισε τον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού σε 181,37% τον περασμένο Αύγουστο), η κατακρήμνιση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, αλλά και η εμμονή του «Σουλτάνου» σε ατελέσφορες οικονομικές συνταγές, όπως η μείωση των επιτοκίων με στόχο την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, έχουν διευρύνει την περίμετρο της λαϊκής δυσαρέσκειας στη γειτονική χώρα, με τον Τούρκο Πρόεδρο να αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη πολιτική πρόκληση της ζωής του, όταν η λίρα έχει περιοριστεί στο ένα δέκατο της αξίας της έναντι του δολαρίου, την τελευταία δεκαετία.

Με βασικά είδη διατροφής να παραμένουν απλησίαστα μετά τις πολλαπλές ανατιμήσεις για τους μέσους πολίτες, πολλοί εκ των οποίων περικόπτουν τον αριθμό των ημερήσιων γευμάτων τους, ο Πρόεδρος Ερντογάν αύξησε τις συντάξεις και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων τον προηγούμενο μήνα, ενώ προανήγγειλε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 55% και δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης για 2,3 εκατομμύρια Τούρκους εργαζόμενους, διαισθανόμενος ότι η κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου για τις πλατιές μάζες του εκλογικού σώματος συμπαρασύρει την προοπτική ανανέωσης της θητείας του για άλλα πέντε χρόνια, έστω και «για τελευταία φορά», όπως ο ίδιος διατείνεται.

Ιδίως όταν με το υπάρχον εκλογικό σύστημα, ο Τούρκος Πρόεδρος πρέπει να κερδίσει περισσότερο από το 50% των ψήφων για να επικρατήσει από τον πρώτο γύρο στις 14 Μαΐου, ώστε να αποφύγει μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, ακριβώς δύο εβδομάδες μετά.

Η δυσκολία «αναβάπτισης» του Προέδρου Ερντογάν στις επικείμενες κάλπες εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στην ματαίωση των προσδοκιών που ο ίδιος καλλιέργησε στο εσωτερικό της χώρας, όταν η πρώτη δεκαετία διακυβέρνησής του συνοδεύτηκε από αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης, ανάδυση μιας νέας μεσαίας τάξης, αλλά και κύμα ξένων επενδύσεων, για να ακολουθήσει τα τελευταία δέκα χρόνια η εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος, το οποίο επιδίδεται σε εξονυχιστικό έλεγχο των ΜΜΕ (ψηφίζοντας νέο «νόμο λογοκρισίας» τον περασμένο Οκτώβριο), περιορισμό της Ελευθεροτυπίας και των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, μπαράζ διώξεων και φυλακίσεων (με το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φυλάκιση του πρώην ηγέτη του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς από το 2016 και εξής), σε συνδυασμό με την υπερσυγκέντρωση πλούτου και ισχύος στους αυλικούς του «Σουλτανάτου».

Υπό αυτό το πρίσμα, αν και το κόμμα του, δηλαδή το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) παραμένει στην κορυφή των πολιτικών προτιμήσεων, συγκεντρώνοντας ποσοστό 30% μεταξύ των Τούρκων ψηφοφόρων στις δημοσκοπήσεις, εντούτοις η δημοφιλία του Προέδρου Ερντογάν υπολείπεται σημαντικά των ισχυρότερων πολιτικών του αντιπάλων, δηλαδή του ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), 72χρονου Κεμάλ Κιλιντάρογλου και του 52χρονου Δημάρχου Κωνσταντινούπολης και ομοϊδεάτη του, Εκρέμ Ιμάμογλου. Παρόλα αυτά, η αποδοχή του Τούρκου Προέδρου ανήλθε σε ποσοστό 47,6% τον περασμένο Οκτώβριο σε έρευνα της Metropoll από περίπου 39% ακριβώς ένα χρόνο πριν, κατατάσσοντάς τον στους προσωπικά κερδισμένους από την παγκόσμια αναταραχή που επέφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Αποτυπώνοντας, την ίδια ώρα, την πιθανότητα πρόκλησης πολιτικού αδιεξόδου μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, «η κυβέρνηση δεν μπορεί να κερδίσει τις εκλογές υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά η αντιπολίτευση μπορεί να χάσει» σχολίασε χαρακτηριστικά ο Δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου. Αιτία η ανυπέρβλητη προσώρας δυσκολία των δυνάμεων της αντιπολίτευσης να θέσουν οριστικά τέλος στην «ενός ανδρός αρχή» του Ερντογάν με την επιλογή ενός κοινού υποψηφίου ως μοναδικού αντιπάλου του, μολονότι εδώ και σχεδόν ένα χρόνο όλες οι εκφράσεις της έκατσαν στο ίδιο τραπέζι, το «Τραπέζι των 6», προκειμένου να συντονίσουν δυνάμεις και δράσεις για την πολιτική αλλαγή στη γειτονική χώρα.

Το «Τραπέζι των 6»

Με διακηρυγμένο στόχο την αποδρομή του «νέο-Οθωμανισμού» του Ερντογάν και την επιστροφή σε ένα ενισχυμένο, κοινοβουλευτικό σύστημα τα έξι ισχυρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης (CHP, IYI Party, Future Party, DEVA Party, Felicity Party και Δημοκρατικού Κόμματος) επιχειρούν συστηματικά τους τελευταίους μήνες να σφυρηλατήσουν μια ενιαία πολιτική προεκλογική πλατφόρμα, τη «Λαϊκή Συμμαχία», αποδεχόμενα ένα μίνιμουμ κοινών τόπων, όπως: η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, η απαλλαγή της Δικαιοσύνης από την πολιτική επιρροή και η μείωση του εκλογικού ορίου από το 7% στο 3% για την είσοδο των μικρών κομμάτων στο κοινοβούλιο, μολονότι για τον Economist η τουρκική αντιπολίτευση εξακολουθεί να παραμένει «χωρίς πηδάλιο».

Εκτός από την έλλειψη ενός τεκμηριωμένου οικονομικού προγράμματος, αλλά και την υιοθέτηση μιας ρητορικής ανοιχτής προσέλκυσης του εκλογικού ακροατηρίου του AKP (χαμηλού μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, σουνιτικών πεποιθήσεων στην πλειοψηφία του), η δυστοκία εντοπίζεται στην ανάδειξη μιας δυναμικής προσωπικότητας, ικανής για να παλέψει στην προεκλογική αρένα με την «εκλογική μηχανή» που καλείται Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τη στιγμή που «η επιλογή του υποψηφίου από τη συμμαχία της αντιπολίτευσης θα μπορούσε να είναι το κλειδί για τις πιθανότητες νίκης τους», όπως επισημαίνει το Reuters, με την ύστατη προσπάθεια για την ανάδειξη
προσώπου κοινής αποδοχής να καταβάλλεται τώρα στις 26 Ιανουαρίου.

Τη στιγμή μάλιστα που «οι δυτικοί ηγέτες θα χαρούν να δουν την πλάτη του Ερντογάν», όπως παρατηρεί το Politico, αρκούμενοι μέχρι το πέρας των προεδρικών εκλογών σε ασκήσεις ισορροπίας με την Άγκυρα, αν και φανερά ενοχλημένοι από τη σύσφιξη των σχέσεων του Τούρκου Προέδρου με το Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν. Δεν αποτελεί, άλλωστε, κοινό μυστικό ότι τα κέντρα λήψης αποφάσεων στο βόρειο ημισφαίριο θα επιθυμούσαν διακαώς τη στροφή της Τουρκίας σε ένα πιο μετριοπαθές, φιλελεύθερο καθεστώς από την 15η Μαϊου και εξής, δεδομένης της ισχυρής ανάμειξης της γειτονικής χώρας στις διεθνείς υποθέσεις, σε σημείο να μπλοκάρει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Σουηδία και τη Φινλανδία, παζαρεύοντας μέχρι τέλους τη θετική της ψήφο, εντός και εκτός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Σε αυτήν την προοπτική, ως ο νεότερος και πιο αποδεκτός από το διεθνές σύστημα, από ευρύτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας, αλλά και από τις μειονοτικές, εθνοτικές ομάδες αναδεικνύεται ο Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος συσπείρωσε όλους τους «απέναντι» στον Τούρκο Πρόεδρο στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 2019. Η νίκη του έναντι του Γιντιρίμ Μπιλαλί, του εκλεκτού του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, προκάλεσε την οργή του «Σουλτάνου» και μαζί την ακύρωση και την επανάληψη των δημοτικών εκλογών σε 16 αστικά κέντρα της χώρας (μεταξύ των οποίων η Άγκυρα και η Σμύρνη), δίνοντας στο τέλος της ημέρας αέρα στα πανιά της κοσμικής αντιπολίτευσης, μετά την επεισοδιακή επικράτησή της. «Υπάρχει τώρα μια ισχυρή αφήγηση γύρω από τον Ιμάμογλου», τόνισε σχετικά η Αϊσέ Ζάρακολ, καθηγήτρια διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, στο πρακτορείο Reuters, καταγράφοντας την νέα πολιτική φάση στην Τουρκία.

Πολύ περισσότερο, όταν ο Εκρέμ Ιμάμογλου πατά στα χνάρια του ίδιου του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος διετέλεσε Δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης από το 1994, έχοντας μάλιστα φυλακιστεί για ένα χρόνο το 1998 για την ανάγνωση ενός ισλαμιστικού ποιήματος, για να επιστρέψει κατόπιν νικητής στο Δήμο και τελικά τροπαιούχος στην εγχώρια κεντρική πολιτική σκηνή, καθώς εξελέγη πανηγυρικά Πρωθυπουργός της Τουρκίας το 2002 και ακολούθως Πρόεδρος το 2014. Μολαταύτα, η προσωπική εμπειρία του Ερντογαν από τη φυλάκισή του κατά τη διάρκεια της δημοτικής του θητείας, η οποία μετατράπηκε σε βατήρα για την κατάκτηση της κορυφής, δεν απέτρεψε τον Τούρκο Πρόεδρο από το να παρεμποδίσει εμμέσως τον φέρελπι Ιμάμογλου από την είσοδό του στην προεδρική κούρσα. Αντίθετα, χαρακτηριστικά πολιτικής δίωξης αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότεροι αναλυτές πίσω από την σχεδόν τριετή ποινή φυλάκισης που επέβαλε στο σημερινό Δήμαρχο Κωνσταντινούπολης η τουρκική Δικαιοσύνη.

Η εμπρηστική, για σύσσωμη την τουρκική αντιπολίτευση, απόφαση, η οποία ελήφθη μόλις στις 14 του περασμένου Δεκεμβρίου «ανατίναξε» την προεκλογική κούρσα, καθώς ο Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης φάνταζε ως ο ιδανικός υποψήφιος για την ενωμένη αντιπολίτευση, προορισμένος να συγκινεί ετερόκλητες εκλογικές μάζες. Σε περίπτωση, όμως, εκλογής του Εκρεμ Ιμάμογλου στην τουρκική Προεδρία, η τελεσίδικη απόφαση της Δικαιοσύνης θα επικρέμεται πάντα ως απειλή, καθώς θα έπεται της εκλογικής αναμέτρησης του Μάϊου.

Επικαλούμενη προσβολή των δικαστών στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK), τους οποίους ο Ιμάμογλου φέρεται να αποκάλεσε «ηλίθιους» για την ακύρωση των δημοτικών εκλογών του 2019, η δικαστική απόφαση συσπείρωσε την ίδια ώρα τις όλες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις γύρω από τον Δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, σε σημείο που το Ινστιτούτο Brookings να διαβάζει τη δίωξή του ως μπούμερανγκ για τον Τούρκο Πρόεδρο, υπογραμμίζοντας πως «η απόφαση μοιάζει με το «faux pas» του Ερντογάν από το 2019, όταν το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) ακύρωσε τις αρχικές τοπικές εκλογές και στη συνέχεια ο Ιμάμογλου κέρδισε τις επαναληπτικές εκλογές με ακόμη μεγαλύτερη διαφορά».

Πρωτίστως, όμως, εκτός από την σχεδόν τριετή ποινή φυλάκισης, ο Εκρέμ Ιμάμογλου αντιμετωπίζει ποινή της στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, η οποία θα κριθεί στο Εφετείο, ανοίγοντας με τα σημερινά δεδομένα καθαρό διάδρομο για έναν νέο εκλογικό θρίαμβο του «Σουλτάνου» Ερντογάν. Και αυτό, γιατί ο 72χρονος επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιντζάρογλου, ο οποίος θεωρείται ως επικρατέστερος υποψήφιος του «Τραπεζιού των 6» σε περίπτωση απόρριψης του Ιμάμογλου, δεν διαθέτει στο ενεργητικό του εκλογικές νίκες, ενώ θεωρείται αμφίβολο αν θα αντέξει το «σκληρό ροκ» της προεκλογικής περιόδου, στοιχεία τα οποία τον καθιστούν τον πλέον αδύναμο αντίπαλο στα μάτια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και του συνοδοιπόρου του στον κυβερνητικό συνασπισμό, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, για αυτό και αμφότεροι δεν κρύβουν την προτίμηση τους σε μια ενδεχόμενη υποψηφιότητα Κιλιντζάρογλου από πλευράς της αντιπολίτευσης.

Σε περίπτωση, όμως, που δεν τελεσφορήσει η επιλογή του Κεμάλ Κιλιντζάρογλου ως υποψηφίου κοινής αποδοχής από μέρους της αντιπολίτευσης, ως έσχατη λύση προβάλλει η προεδρική υποψηφιότητα του Μητροπολιτικού Δημάρχου της Άγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς, ο οποίος διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία ως προς τη διαφάνεια στη διαχείριση των οικονομικών του Δήμου, αλλά προκαλεί δεύτερες σκέψεις για το εθνικιστικό του παρελθόν, καθώς εξελέγη για πρώτη φορά στο δημαρχιακό θώκο το 1999 ως υποψήφιος με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) του Μπαχτσελί, για να αποχωρήσει το 2013, βρίσκοντας στέγη στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP).

Χωρίς πλειοψηφία

Σημειωτέον ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν συγκυβερνά με το φθίνον στις τελευταίες δημοσκοπήσεις εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί (ΜΗΡ), γεγονός που εντείνει την αίσθηση ότι η πλειοψηφία των δύο κυβερνητικών εταίρων στο κοινοβούλιο θα δοκιμαστεί ισχυρά στις επικείμενες εκλογές του Μάϊου, χωρίς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο κυβερνητικός συνασπισμός να απωλέσει τελικά την πλειοψηφία του κοινοβουλευτικού σώματος, δηλαδή της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης.

Στην εύθραυστη κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία βασίζεται στις 48 έδρες του κόμματος Μπαχτσελί, η απώλεια ακόμη και 1-2 κοινοβουλευτικών εδρών συνιστά πλέον κίνδυνο για τον Τούρκο Πρόεδρο. Άλλωστε, «στην Τουρκία αναμένουμε ότι ο πρόεδρος θα επανεκλεγεί, αλλά θα αντιμετωπίσει μια από τις πιο σκληρές δοκιμασίες της 20ετούς διακυβέρνησής του και είναι πιθανό να χάσει την πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο», όπως προβλέπει ο Economist για το 2023, αντίθετα με την εκτίμηση του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων που συστήνει να «μην ξεγράφεις ποτέ τον Ερντογάν», ακόμη και εντελώς αποδυναμωμένο σε προσωπικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο.

Πηγή: protothema.gr

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου