ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μαρτυρίες φρίκης, οδύνης και αποτροπιασμού για την Γενοκτονία των Ποντίων

μαρτυρίες-φρίκης-οδύνης-και-αποτροπι-950679

Του Αθανάσιου Λαμπρόπουλου, Msc Ιστορικού

Πόση αξία άραγε έχουν οι κάθε λογής αναλύσεις, συζητήσεις, διαπιστώσεις σχετικά με την Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού μπροστά στις μαρτυρίες όλων αυτών που βίωσαν τη φρίκη, την οδύνη, τον όλεθρο. Μπροστά στις μαρτυρίες που αποκαλύπτουν σε όλη του την έκταση το φρικτό προσωπείο του κεμαλικού καθεστώτος. Στις μαρτυρίες που ρίχνουν άπλετο φως στην πραγματική ταυτότητα του Κεμάλ και των συνεργατών του και όσο κι αν θέλουν κάποιοι, ακόμα και συμπατριώτες μας, να χαρακτηρίζουν τον Κεμάλ κοινωνικό επαναστάτη, καταδεικνύουν πως δεν ήταν τίποτε άλλο από τον ενορχηστρωτή μιας μαζικής εξόντωσης με την προκάλυψη της ιδεολογίας. Μήπως όμως και οι Ναζί δεν είχαν συγκροτήσει το δικό τους ιδεολογικό υπόβαθρο για να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα τους;

Ποιο ιδεολογικό υπόβαθρο όμως θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα όσα βίωσε ο Πατέρας Ελλάδιος στην Σαμψούντα την μέρα που οι τσέτες του στενού και άμεσου συνεργάτη του Κεμάλ, ΤοπάλΟσμάν περικύκλωσαν το σπίτι του και έβγαλαν έξω από αυτό τον παπά Ελλάδιο, την παπαδιά, τις 4 κόρες του και τον γιο του. Έπιασαν τον παπά από τα γένια και προσπάθησαν να τον εξαναγκάσουν να κάνει σεξ με τις κόρες του. Αυτός αρνήθηκε και οι Τσέτες τον ξυλοκόπησαν. Στη συνέχεια έσφαξαν τον γιο του, βίασαν τη σύζυγο και τις κόρες μπροστά στα μάτια του και τις έσφαξαν. Μόνο τον ιερέα άφησαν ζωντανό. Όχι φυσικά επειδή τον λυπήθηκαν, αλλά για να βασανίζεται από αυτό που βίωσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, την οποία πέρασε ως εφημέριος σε ένα χωριό της Δράμας, πάντα σιωπηλός και μελαγχολικός, όπως θυμούνται οι συντοπίτες του.

Ποιο ιδεολογικό υπόβαθρο θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον τρόμο που ένιωθε κάθε βράδυ για χρόνια ο μαθητής δημοτικού τότε Θανάσης Κακογιάννης από τα Αλάτσατα ακούγοντας τους χτύπους από τον αέρα ή από κάποιον γείτονα στην πόρτα του σπιτιού του, που κάθε φορά του έφερναν στην μνήμη τους χτύπους στις πόρτες, τις κοντακιές και τα σπασίματα για ν’ ανοίξουν και να μπουν μέσα στα σπίτια οι τσέτες. Την φρίκη που βίωσαν τα παιδικά του μάτια μπροστά στο μαρτύριο της γειτόνισσας τους και του μικρού της γιού που είχαν καταφύγει στο σπίτι τους όταν σκοτώθηκε ο άντρας της. Είχε φορέσει ό,τι παλιόρουχα είχε κι είχε σκεπάσει το κεφάλι της με διπλό τσεμπέρι για να κρύψει το πρόσωπό της και τα χρόνια της. Πώς όμως να ξεφύγει η δύστυχη από τ’ άγρια θηρία; Μυρίστηκαν το θήραμά τους. Κοντοστάθηκαν απέναντί της, έσκυψαν και με μιας της τράβηξαν τα τσεμπέρια από το κεφάλι. Ξεχύθηκαν τα μαύρα μαλλιά της και άστραψαν μπροστά τους τα μεγάλα μαύρα μάτια της και το ωραίο λευκό πρόσωπο. Με βία παραμέρισαν το αγόρι της και την τράβηξαν σέρνοντάς την στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγες στιγμές όλοι η οικογένεια άκουγε τα βογκητά και τις οιμωγές της… Μια κρυάδα μ’ έναν αποτροπιασμό πάγωσε μικρούς και μεγάλους και η φρίκη γιόμισε όλο το σπίτι μπροστά στο κατοπινό θέαμα της βιασμένης γυναίκας. Ένα ματωμένο κουρέλι σύρθηκε κοντά τους με σκισμένα τα ρούχα και ματωμένο όλο της το κορμί, με ασταμάτητους λυγμούς και με την γιαγιά του μικρού Θανάση να προσπαθεί να την παρηγορήσει και να της πλύνει με λίγο νερό τα τραύματα της. Μάζεψε το αγόρι της και διπλώθηκε στα γόνατά της. Μα δεν της έφτασε το δικό της μαρτύριο. Εμφανίζεται ξαφνικά ένας πολίτης Τούρκος, από τους λίγους Τούρκους του χωριού. Χωρίς μιλιά γύρισε μια ματιά σε όλους κι ύστερα κοντοστάθηκε μπροστά στη γυναίκα που ολοφυρόταν. Έσκυψε και σήκωσε το αγόρι και κρατώντας το από το χέρι, τράβηξε κατά τη σκάλα. Η δύστυχη χίμηξε ν’ αρπάξει από τα χέρια του το παιδί της, μα ο νεαρός, πάντα στυγνός και αμίλητος, με μια κλωτσιά την ξάπλωσε στο πάτωμα και τραβώντας το παιδί, κατέβηκε. Λίγο πιο κάτω από το σπίτι ήταν κάτι χαλάσματα, στα οποία ο Τούρκος έσυρε το αγόρι… Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα και το αγοράκι γύρισε κατατρομαγμένο και μέσα στα κλάματα. Εξουθενωμένο έπεσε στην αγκαλιά της βιασμένης μάνας του. Του σήκωσε τα ρουχαλάκια του κι ύστερα με λίγο νερό προσπάθησε να το συνεφέρει. Η σιγή που σκέπασε το σπίτι μόνο με την σιγή ενός τάφου θα μπορούσε να συγκριθεί.

Ακόμα πιο συνταρακτική είναι μαρτυρία που αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του ΤοπάλΟσμάν. Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922 η εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες έρχονταν στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150, έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά, τους οποίους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα βάλουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν. Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Κάποιες κοπέλες δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό, αλλά οι τσέτες είχαν πιάσει από πριν τις εξόδους του χωριού και μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες δέχτηκαν πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες διέταξαν να περάσουν όλοι σε δύο δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σχέδιο. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες. Όταν ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους που έκλαιγαν. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά και οι τσέτες που απολάμβαναν το μακάβριο θέαμα, τους έκαναν το χατίρι, πυροβόλησαν και τις σκότωσαν. Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως εκεί που μπορούν να φτάνουν οι κραυγές από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα και επικράτησε μια αλλόκοτη, απόκοσμη σιωπή. Μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια του Μπεϊαλάν, έσπαζαν αυτή την σιωπή του θανάτου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου