ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πέντε παραβάσεις του ιουδαϊκού νόμου αλλοίωσαν το αποτέλεσμα – Η δικαστική διαδικασία κρίθηκε ορθή και ο αθώος Ιησούς σταυρώθηκε αδίκως

πέντε-παραβάσεις-του-ιουδαϊκού-νόμου-937722

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή [email protected]

Τις μέρες της Δίκης του Ιησού Χριστού στην Ιερουσαλήμ τίποτε δε λειτουργούσε σωστά. Και σε ολόκληρο το Ιουδαϊκό κράτος η κατάσταση, που επικρατούσε, ήταν χαοτική, καθώς διοικείτο από το Ιερατείο των Εβραίων και τη ρωμαϊκή διοίκηση του σαραντάχρονου Πόντιου Πιλάτου. Στα χαρτιά ήταν ξεκαθαρισμένο το πλαίσιο εξουσίας των δυο θεσμών, αλλά συχνά παρέβαιναν τους ισχύοντας νόμους και ο ένας, για να εξυπηρετήσει ίδια συμφέροντα, έμπαινε στα “χωράφια” του άλλου, παρόλο που κάποιοι διαλαλούσαν “Ναός και Ρώμη πάνε μαζί”.

Για να αποφύγουν ευθύνες, απέφευγαν να ασχοληθούν οι ίδιοι οι υπεύθυνοι του Ιερατείου και να λάβουν αποφάσεις σε ζόρικα ζητήματα, συγχρόνως δε αναζητούσαν τρόπους να τις μετακυλήσουν στον έτερο πόλο, την κρατική εξουσία. Εκαναν και κάτι άλλο. Εκδικάσεις υποθέσεων, των οποίων οι αποφάσεις δεν θα ήταν αρεστές στο λαό, επεδίωκαν την διεκπεραίωσή τους, όχι κατά τη διάρκεια της ημέρας έμπροσθεν του κοινού, αλλά στη διάρκεια της νύχτας, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας.

Αυτό ακριβώς έκαναν εκείνο το βράδυ οι λειτουργοί της ιουδαϊκής θρησκείας. Με επικεφαλής τον Αρχιερέα Καϊάφα συνεδρίασαν τις νυχτερινές ώρες και, αφού εξέτασαν με συνοπτικές διαδικασίες τον “κατηγορούμενο” Ιησού, κατέληξαν στην ιστορική απόφαση, στη σταύρωσή Του, παρά την απουσία μαρτύρων και συνηγόρων υπεράσπισης.

Η απόφαση της δίκης, που διεξήχθη κατά τη διάρκεια μιας νύχτας παρανόμως, ελήφθη τις πρωινές ώρες της επομένης. Ο συγκεκριμένος νόμος του ιουδαϊκού κράτους, που απαγόρευε τη διεξαγωγή δικών τη νύχτα, δεν ήταν άγνωστος. Ολοι τον γνώριζαν. Ουδείς, όμως, ακούστηκε διαφωνών, ουδείς εισηγήθηκε, στο λυκόφως της προηγούμενης ημέρας, να σταματήσει η παράνομη διαδικασία και να συνεχισθεί στο λυκαυγές της επομένης, όπως επέβαλε ο νόμος.

Είναι γεγονός, ότι ο Ιησούς είχε εναντιωθεί προηγουμένως στο Ιερατείο και τους λειτουργούς του Ναού, αμφισβητώντας ευθέως την αυθεντία τους ως εκπροσώπων το Θεού επί γης. «Ειλικρινά, Εξοχότατε, δεν θα σας απασχολούσαμε με τα δικά μας εσωτερικά ζητήματα…, αν δεν πιστεύαμε, ότι τούτος ο απατεώνας είναι άκρως επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια της επαρχίας», υποστήριξαν οι ιερείς στη συνάντηση με τον Πιλάτο.

Επικαλέστηκαν και άλλες ανακρίβειες οι εκπρόσωποι του θεού επί γης στον ευθυνόφοβο Ρωμαίο τοπάρχη. Αφού ισχυρίστηκαν, ότι «ο ρηξικέλευθος κουρελής με το όνομα Ιησούς αποτελεί πρωτίστως απειλή για το ίδιο το Ιερατείο», για τα θαύματά Του είπαν, «δεν έχουμε δει κανένα». «Λένε ότι ανέστησε έναν νεκρό, ότι θεράπευσε ένα άρρωστο κορίτσι», υπονοώντας ότι πρόκειται για ψεύδη. Υπενθύμησαν επίσης: «Το βασικότερο είναι ότι με τα λόγια του προκαλεί διασάλευση της τάξης». Στο τέλος ανέφεραν: «Είναι, λέει, ο Μεσσίας».

Στην Ιερουσαλήμ νωρίτερα, περιστοιχισμένος ο Ιησούς από ανθρώπους που κραύγαζαν «Ωσαννά! Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!», μετέβη στο Ναό και, μαινόμενος, αναποδογύρισε τους πάγκους των αργυραμοιβών, έδιωξε τους πωλητές και τα ζώα, φωνάζοντας: «Ο οίκος μου πρέπει να είναι χώρος προσευχής! Εσείς τον κάνατε άντρο ληστών». Τον συνέλαβαν ύστερα στον Κήπο της Γεθσημανής, Ρωμαίοι με τις κόκκινες χλαμύδες και Εβραίοι του Σανχεντρίν με κατάμαυρα ράσα.

Κατά τους βιβλικούς χρόνους, Σανχεντρίν ήταν το τοπικό δικαστήριο, που συνεδρίαζε σε κάθε πόλη και αποτελείτο από 23 μέλη, ενώ το Μεγάλο Σανχεντρίν από 71. Ηταν το ανώτατο εβραϊκό νομοθετικό και θρησκευτικό συμβούλιο, που είχε ως έδρα την Ιερουσαλήμ και λειτουργούσε καθημερινώς, εκτός εορτών και Σαββάτων.

Την ώρα της σύλληψης του Ιησού οι ιερείς είναι συγκεντρωμένοι, όλη τη νύχτα, γύρω από τον Καϊάφα στην Αίθουσα με τις Λαξευτές Πέτρες, το σαλόνι της οικίας του στη δυτική γωνιά του Ναού. «Είναι προδότης, είναι απατεώνας», ψιθυρίζουν κάποιοι και άλλοι, δυνατότερα: «Πρέπει να τον τιμωρήσουμε εν ονόματι του λαού». Ο Νικόδημος της Καπερναούμ και ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία σπεύδουν να υπερασπιστούν τον συλληφθέντα, αλλά οι ψευδόμενοι κατήγοροι είναι ανένδοτοι. Το σκηνικό του θανάτου έχει στηθεί άριστα. Η επιτυχία της παράστασης δεδομένη.

Η πρώτη πράξη του θείου δράματος τερματίστηκε μέσα στη νύχτα με συνοπτικές, παράνομες διαδικασίες. Σύμφωνα με την 3η παράγραφο του ιουδαϊκού ποινικού δικαίου, απαγορευόταν ρητά να γίνονται δίκες στη διάρκεια της νύχτας. Καταστρατηγήθηκε έτσι κάθε έννοια δικαιοσύνης. Ηταν η πρώτη παράβαση του ιουδαϊκού νόμου. Η δεύτερη αφορούσε στην αίθουσα της συζήτησης. Αυτή δεν πραγματοποιήθηκε στη δικαστική αίθουσα του Σανχεντρίν, όπου διεξάγονταν όλες οι δίκες, όπως όριζε ο νόμος, αλλά στο σπίτι του Καϊάφα.

Η τρίτη παράβαση είχε να κάνει με την απαρτία του σώματος. Ηταν λειψό. Μόνο 56 μέλη από τα 71 του Μεγάλου Συνεδρίου ήταν παρόντα. Επίσης, δεν επέτρεψαν στον Ιησού να έχει υπεράσπιση, όπως αναγραφόταν στο ποινικό τους δίκαιο. Αυτή ήταν η τέταρτη παράβαση. Οι δικονομικές διατάξεις τους όριζαν ότι κανονικά έπρεπε ο υπόδικος να μείνει στη φυλακή τέσσερις ημέρες και να δικαστεί την επομένη. Ούτε αυτό τηρήθηκε. Ιδού η πέμπτη παράβαση.

Το πρωί τον λεστειλαν ξανά στον Πιλάτο, ο οποίος αισθάνθηκε ρίγος να τον διαπερνά, όταν ο Ιησούς του είπε: «Οποιος αναζητά την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου». Προσπάθησε ο Πιλάτος να τον σώσει, αλλά για να μην δυσαρεστήσει το Ιερατείο, «λαβών ύδωρ απενίψατο τα χείρας» και «παρέδωκεν Αυτόν αυτοίς, ίνα σταυρωθή». Ουσιαστικά, καταδίκασε τον Χριστό σε θάνατο…

Μερικά από τα παρεπόμενα του Θείου δράματος, ίσως για να μετριαστεί το μέγα λάθος: Ο Πιλάτος ανακλήθηκε από τη Ρώμη (36μ.Χ.) ως σκληρός κυβερνήτης και εξορίστηκε. (Δεν επιβεβαιώθηκε ότι το 39 αυτοκτόνησε) και ο Καϊάφας καθαιρέθηκε.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου