ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Μοναχοκοιμούσα

η-μοναχοκοιμούσα-927296

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Βραδιάζει πια κι ανάψαν, στους έρημους δρόμους τού χωριού, πολύχρωμα φανάρια. Συρίζει γλυκός ο αγέρας, μυρίζει ανθούς κι ανθρώπινο ιδρώτα. Από τα στενοσόκακα βγαίνουν οι νέοι και οι νιές και, μέσα στο μισοσκόταδο, το γέλιο τους αναβρύζει, ενώ, κάπου, εκεί κοντά, βιολιά αναστενάζουν. Θά’ ναι κάποια παρέα που διασκεδάζει, που χαίρεται τις μεγάλες στιγμές της.

Στέκομαι με περιέργεια, προσπαθώντας ν’ ακούσω τον στεναγμό τού έρωτα: «Θεέ μου, κι όλη τη νύχτα πάλι αυτή, με τη μακριά ουρά της, πώς θα μπορέσω, Μεγαλοδύναμε, λυπήσου με, να κοιμηθώ μονάχη;».

Τρόμαξα ακούγοντας τη λαχτάρα τής γυναίκας, και ευχήθηκα νά’ χα χίλιες χιλιάδες κορμιά στη γη να τ’ αμολήσω, να μπαίνουν στις αυλές και να ξυπνούν όλες τις μοναχοκοιμούσες. Μέσα μου χύθηκε γλυκιά συμπόνια, λυπήθηκα τη γυναίκα και γλίστρησα στην αυλίτσα της, να της χτυπήσω την πόρτα, να μην την αφήσω μόνη της να κλαίγεται στο στρώμα.

Μα να, παπούτσια ανδρικά, ένας ολόκληρος σωρός στο κατώφλι της. Γέροι και νέοι, πλούσιοι και φτωχοί, θά’ χουν διαβεί την πόρτα. Ξεντύθηκαν σαν να περάσανε ένα βαθύ ποτάμι, και στο κορμί τής γυναίκας θα αρμενίζουν ή θα αρμένισαν πασίχαροι. Θα γελάσανε οι νυχτερινοί επισκέπτες, θα αισθάνθηκαν ειρηνεμένοι. Τι χαρά! Σαν τον αέρα θα σφύριζαν, όταν πήραν το δρόμο τής επιστροφής στο σπίτι τους, μέσα στην ευτυχία.

Καλό, λοιπόν, είναι ετούτο το πολύχρωμο σπίτι, το περιχαίρεσαι. Κι ένα αναμμένο κατακόκκινο φανάρι η καρδιά, που σπίθες βγάζει. Γέμισε ο κόσμος μοναχοκοιμονούσες, που πικροτραγουδούν τις νύχτες με τη βραχνή φωνή τους. Ρεμβαστικές, μιλούν για ικανοποίηση, αγάπη και διάφορα άλλα πράγματα. Αυτό τις ανακουφίζει, τις εκπλήσσει. Οι παλιές αναμνήσεις, σαν χέρια ζεστά, τις κρατούν σίγουρες για τον εαυτό τους, τις κρύες νύχτες. Έπειτα, κάποιος θεός πράγματι τις καταφρονεί, αλλά αυτές πιστεύουν πως οι φίλοι τού ανθρώπου είναι τα πάθη του.

«Ανάθεμά σας, πικροθάλασσες, που ξελογιάζετε τους άντρες και είστε κίνδυνοι της καρδιάς». Ωστόσο, για παρηγοριά κι αυτοί, τσιμπούν και κουτσοπίνουν και συνεχίζουν να βγάζουνε τα παπούτσια και να χαίρονται τη ζεστασιά στο στήθος τους. «Καλώς σε ξαναβρήκαμε, μοναχοκοιμούσα. Τι έχεις, τούτη τη φορά, να μας χαρίσεις;».

«Τις αμαρτίες μου έχω εγώ μόνο, να μοιραστώ μαζί σας. Οι αμαρτωλοί γλύφουν τη γη, δηλαδή αγαπούν τις γήϊνες απολαύσεις, τα επίγεια αγαθά. Είμαι πιο αμαρτωλή και απ’ την ίδια την αμαρτία. Αυτή μου έδωσε τον απαγορευμένο καρπό, κι εγώ τον τρώω με πάθος. Είμαι σκλάβα των αμαρτιών μου, κι εσείς τα σκλαβόπουλά μου. Ελάτε στη φωλιά μου να σας ζεστάνω. Το θηλυκό πουλί, άλλωστε, είναι αυτό που φτιάχνει τη φωλιά. Ίσως να μη γνωρίζετε όλο αυτό, που η καρδιά τής γυναίκας κρύβει μέσα της:Από αλλόκοτα μυστικά και παράξενες αντιφάσεις, μέχρι φόβο, οδύνη και σιωπή αμαρτωλή…».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου