Tου Θεοχάρη Νικ. Σαρίκα
Από την Παλαιά Διαθήκη μας είναι γνωστή η καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρων, των δύο δηλαδή πόλεων που βρίσκονταν στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας. Αυτές τις πόλεις, με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι τις κατέστρεψε ο Θεός, για την ανηθικότητα των ανθρώπων που κατοικούσαν σε αυτές. Ήταν δηλαδή ανήθικοι οι άνθρωποι και αυτό προκάλεσε την οργή του Θεού. Όπως δε γράφει το σχετικό κεφάλαιο της Παλαιάς Διαθήκης, σώθηκε μόνο ο Λωτ, οι δύο κόρες του, ενώ η γυναίκα του Λωτ, ενώ ήταν στην οδό της σωτηρίας, τελικά καταστράφηκε, έμεινε «στήλη άλατος», γιατί δεν υπάκουσε μέχρι τέλους στην εντολή του Θεού, να μη γυρίσει κανένας το κεφάλι του και να κοιτάξει προς τα πίσω. Διαβάζοντας κάποιος προσεκτικά τα σχετικά κείμενα, θα δει ότι ο Θεός δεν θα κατέστρεφε τις δύο πόλεις, τόσο για την ανηθικότητα των κατοίκων της, όσο γιατί σε αυτές δεν υπήρχαν έστω και λίγοι δίκαιοι. Αν τελικά υπήρχαν έστω και 10 δίκαιοι, δηλαδή ευσεβείς και πιστοί στον Θεό άνθρωποι, τότε ο Θεός, όπως προκύπτει από τον διάλογο που είχε με τον Αβραάμ, για χάρη των λίγων αυτών ευσεβών, δεν θα κατέστρεφε τις πόλεις. Από τα ανωτέρω βλέπουμε ότι η καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρων δεν προήλθε τόσο από τις αμαρτίες των κατοίκων, όπως με την πρώτη ματιά φαίνεται, αλλά, κυρίως, γιατί μέσα στο πλήθος των ανθρώπων, δεν υπήρχαν ούτε ελάχιστοι δίκαιοι. Ούτε ελάχιστοι ευσεβείς άνθρωποι.
Το ίδιο συνέβη και με τον παραλυτικό της Καπερναούμ, της σημερινής ευαγγελικής περικοπής και με τη θαυμαστή θεραπεία του από τον Κύριο. Ο Κύριος έρχεται στο σταυροδρόμι της πόλης των 1500 κατοίκων, που λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελούσε κεντρικό κόμβο της ευρύτερης περιοχής της. Στην πόλη αυτή, σε μια οικία της, ήρθε ο Ιησούς και δίδασκε. Σε λίγο δημιουργείται το αδιαχώρητο. Και ενώ ο Ιησούς δίδασκε, έρχεται μια ομάδα τεσσάρων ατόμων, που κρατούν ένα κρεβάτι, που πάνω του βρίσκονταν ένας παράλυτος άνθρωπος. Επειδή δεν μπορούσαν να εισέλθουν, ξήλωσαν κάποια κεραμίδια από τη στέγη και από το άνοιγμα που δημιουργήθηκε, κατεβάζουν τον παραλυτικό, μπροστά στα πόδια του Κυρίου, για να τον θεραπεύσει.
Διαβάζοντας κάποιος τη σχετική περικοπή, θα καταλάβει ότι ο παραλυτικός δεν ήταν μόνο άρρωστος σωματικά, αλλά και πνευματικά. Οι αμαρτίες του βαρύνουν τη συνείδησή του. Αυτό το καταλαβαίνει αμέσως ο Κύριος. Δεν προσεγγίζει τον Χριστό με τη θέλησή του. Μια δυσπιστία τον διακατέχει, γι’ αυτό ο Κύριος δεν προσβλέπει στη δική του ανύπαρκτη πίστη, αλλά στην πίστη των τεσσάρων φίλων του, που έκαναν τον κόπο και τον μετέφεραν εδώ. «Ιδών δε ο Ιησούς την πίστη αυτών» κάνει το θαύμα. Δηλαδή το θαύμα γίνεται όχι γιατί είχε πίστη ο παραλυτικός, αλλά γιατί είχαν πίστη και μάλιστα μεγάλη, οι τέσσερεις φίλοι του, που τον μετέφεραν με δύσκολο τρόπο μπροστά στον Ιησού. Βλέπουμε λοιπόν πως όταν η φιλία συμπορεύεται με την πίστη, επιτυγχάνει θαύματα. ΟΙ άνθρωποι βάζουν το ελάχιστο και ο Θεός το μέγιστο.
Το θέμα είναι ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται για την πίστη της κοινότητας, της εκκλησίας. Όλοι αναφερόμαστε στην ατομική πίστη. Κι όμως η σωτηρία μας δεν επιτυγχάνεται σε ατομικό επίπεδο, αλλά μέσα στην κοινωνία της Εκκλησίας.
Η Θεία Λειτουργία έχει τον ίδιο σκοπό. Δεν γίνεται μόνο για τους λίγους σχετικά παρόντες, αλλά και για τους πολλούς απόντες. Αυτό μας το φανερώνουν τα λόγια του ιερέα που ακούμε σε κάθε θεία Λειτουργία, στα «Ειρηνικά»: «Υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων» αλλά και υπέρ όλων εκείνων που έχουν συναίσθηση της αμαρτωλότητάς και νιώθουν το βάρος των αμαρτιών των, ας προσευχηθούμε προς τον Κύριο.
Αυτό είναι και το κύριο έργο των μοναχών: να προσεύχονται στον Θεό για μας. Αν το καταλάβουμε αυτό, τότε όλες οι δυσπιστίες που έχουμε για τους μοναχούς, θα παραμεριστούν, γιατί θα ξέρουμε ότι κάποιος προσεύχεται και παρακαλεί τον Θεό για μας. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την πορεία στη ζωή μας.