ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πώς κουβεντιάζεται τόσος πόνος;

πώς-κουβεντιάζεται-τόσος-πόνος-924304

της Έλενας Βατάλα*

Στην αρχή ήταν η πανδημία. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Τώρα τα Τέμπη. Πώς να χωρέσει η ζωή τόσο θάνατο; Από τις λίστες των NewYork Times με τις εκατόμβες θυμάτων, στις σφαγές των αμάχων ως τα παιδιά που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Πένθος που συσσωρεύεται. Πόνος που δεν προλαβαίνει να μεταβολιστεί. Το συλλογικό τραύμα μπροστά στον άδικο χαμό. Ο κόσμος θα αφήσει ένα λουλούδι στις ράγες. Θα σχηματίσει με αναμμένα κεριά τη λέξη «Τέμπη» εις μνήμην. Θα περπατήσει στους δρόμους βουβά. Θα φωνάξει συνθήματα για να εκτονώσει την οργή του και μέσα του θα νιώθει κι άλλη οργή. Θα κλάψει μόνος του σε χρόνο ανύποπτο ακούγοντας ένα τραγούδι και δεν θα έχει κλάψει αρκετά.

Κι ύστερα έρχεται η τέχνη σε κάθε της μορφή να απλώσει το χέρι στην κοινωνία να της απαλύνει τον πόνο. Έλα μαζί μου, θα της πει, να αποδομήσουμε τον φασισμό, να ξορκίσουμε το θανατικό, να αφυπνίσουμε τους υπνωτισμένους. «Αραιά και που -αυτόν τον μήνα- χαμηλώνοντας το κεφάλι μου νιώθω ένοχος για την μοίρα των άλλων», θα γράψει ο ποιητής Γιάννης Αντιόχου με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στην Αθήνα θα ανεβάσουν ξανά Μπρεχτ, στην Ουκρανία σχεδιάζουν murals πάνω στα χαλάσματα. Η τέχνη στην πιο υγιή μορφή αντίστασης των ζωντανών θα φτιάξει ζωή από τον θάνατο και με εργαλείο της την αλληγορία θα μας συμπαρασύρει σε ένα θρησκευτικό τελετουργικό με την υπόσχεση της σιωπής, μια στιγμή ρωγμής μέσα από την οποία σαν ρυάκι θα μπορέσει να διοχετευθεί ο θρήνος. Τουλάχιστον σε αυτό ελπίζουμε.

Καμία τέχνη δεν μπορεί να αποτυπώσει φωτογραφικά, ντοκιουμενταριστικά την πραγματικότητα, γιατί τότε θα έμοιαζε με ένα ακόμη δελτίο ειδήσεων, από τα οποία τρέχουμε μακριά για να επιβιώσουμε, για να διαχειριστούμε τη θλίψη. Η τέχνη βαδίζει αλλιώς και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού και για τους ίδιους τους δημιουργούς λειτουργεί σαν καθαρτήριο. Η στιγμή που οι δημιουργοί θα καθίσουν να σκαρώσουν ένα ποίημα, να συνθέσουν ένα τραγούδι, να δημιουργήσουν χαρακτήρες είναι η στιγμή που το άδικο δεν αντέχεται άλλο και πρέπει να μετουσιωθεί σε δράση, σε αγώνα διαχείρισης του θυμού, της οργής, του αβάσταχτου πόνου. Και για να εξομαλυνθεί ο πόνος επιστρατεύεται η μεταφορά, ένας τρόπος να μιλήσουμε για μια κατάσταση μέσα από μία άλλη. Η τέχνη θα σκύψει πάνω από την οπλοθήκη της πολιτισμικής κληρονομιάς ενός λαού και θα ανακαλέσει για να ταυτίσει, θα θυμίσει για να ερμηνεύσει, θα απογυμνώσει για να καταδικάσει. Θα επιστρέψει στον παρελθόν της για να συνομιλήσει με μηνύματα οικουμενικά για να μιλήσει ακόμα πιο δυνατά.

Ο Μπρεχτ θα ανατρέξει στον Σαίξπηργια να σκιαγραφήσει τον εγκληματικό ηγέτη Αρτούρο Ούι, ο Τσάπλιν θα κάνει την υδρόγειο τόπι, χαράσσοντας ένα αρχετυπικό μονοπάτι σάτιρας του παραλογισμού που θα γίνει αναφορά και κοινός τόπος για όλους τους μεταγενέστερους. Ο Αντιόχου θα επιστρέψει στον Σεφέρη, ο οποίος γράφει συγκλονισμένος μέσα στην καρδιά ενός άλλου πολέμου, ο Σεφέρης στον Αισχύλο, ο Χατζόπουλος στον Τζωρτζ Όργουελ και πίσω πάλι στον Τσάπλιν. Όλα τα εξαγνίζει η μεταφορά σαν παραβολή ή παραμύθι, πάνω σε ένα νήμα στο οποίο μάθαμε να αποκωδικοποιούμε τη ζοφερότητα του κόσμου που μας περιβάλλει.

Η πολιτική γελοιογραφία, μια άλλη μορφή τέχνης, που της αναγνωρίζεται περισσότερο ο πολιτικός παρά ο έντεχνος χαρακτήρας κινείται ακριβώς στα ίδια μονοπάτια. Βουτάει στη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο για να αποτυπώσει τη φρίκη που δεν λέγεται. Με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία θα διαπιστώσουμε πως πλήθος πολιτικών γελοιογραφιώνεπιστρατεύει συχνά έναν τρόπο ποιητικόγια να μιλήσει για τη φρίκη του πολέμου.Οι γελοιογράφοι, όταν δεν στρατεύονται πίσω από την ιδεολογική γραμμή του εντύπου που τους φιλοξενεί μειώνοντας την τέχνη τους,καταφεύγουν στο οικείο παρελθόν, στα σύμβολα και τις αξίες που διαμόρφωσαν τον δυτικό πολιτισμό και συνομιλούν μαζί τους. Έτσι, θα δούμε τον Πούτιν να αναπαρίσταται ως άλλος Κρόνος που τρώει τα παιδιά του, ανατρέχοντας στον Γκόγια ή στον Πικάσο, με τη Μαριούπολη να σκιαγραφείται σαν άλλη Γκερνίκα. Θα δούμε τον Ρώσο ηγέτη ως άλλο Ναπολέονταπάνω στο άλογο ή το σκηνικό του πολέμου ως άλλη Κόλαση του Ιερώνυμου Μπος και θα σιωπήσουμε συγκινημένοι, θα αναστοχαστούμε.

Αυτό προσφέρει η τέχνη μπροστά στο συλλογικό τραύμα, την υπόσχεση της διοχέτευσης του πόνου που δεν λέγεται. Η τέχνη έρχεται να μας πει ένα παραμύθι για καληνύχτα ή μια προσευχή για φυλαχτό και οδηγό επιβεβαιώνοντας αυτό που ο Σεφέρης έγραψε για ένα άλλο συλλογικό τραύμα: «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές/ είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·/ Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο/ μνησιπήμων πόνος».

*Η Έλενα Βατάλα είναι φιλόλογος,

με μεταπτυχιακές σπουδές

στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία

και τη Σημειωτική

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου