ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ετος 1948 – Στην ελεύθερη Ρόδο, ένα Πάσχα αλλιώτικο από όλα τα άλλα.

ετος-1948-στην-ελεύθερη-ρόδο-ένα-πάσχα-αλ-878694

Αυτά που θα διηγηθώ συνέβησαν πριν από εβδομήντα τρία (73) χρόνια και σε μέρες γιορτινές του έτους 1948 που όλοι οι Έλληνες γιορτάζαμε το Άγιο Πάσχα.

Εγώ-τότε-ως νέος χωροφύλακας, με ειδικότητα τροχονόμου, υπηρετούσα στην Πόλη της Ρόδου και η πόλης αυτή, όπως όλα τα Δωδεκάνησα, είχαν την «τιμητική» τους γιατί οι κάτοικοι αυτών, πέρα από το Πάσχα, σε καθημερινή βάση ευτυχισμένοι ένοιωθαν επειδή από τον προηγούμενο χρόνο, (31 Μαρτίου 1947), γιόρταζαν τη λευτεριά τους μια που είχαν απαλλαγεί από ζυγό σκλαβιάς εξακοσίων τριάντα (630) ίσως και περισσότερων χρόνων!

Δεν είμαι ιστορικός όμως συνολικά τόσα πρέπει να είναι εκείνα τα γεμάτα μαυρίλα χρόνια.

Σκλάβοι στους Ιππότες και μέχρι το 1522 έμειναν αν και κατά την περίοδο εκείνη κάποια ελαστικότητα υπήρχε, στις κινήσεις των δούλων.

Και από το 1522 έως το 1912 ο Μεγαλοπρεπής Σουλειμάν με την διαχρονική διαδοχή του από νεωτέρους Σουλτάνους εκεί στα Δωδεκάνησα την συνεχή παρουσία τους έκαναν, για να ακολουθήσει μια άλλη σκληρή και απάνθρωπη περίοδος των μελανοχιτώνων Ιταλών από το 1912 έως τις 8 Μαΐου 1945, ημέρα παράδοσης των νήσων και με ένα Διοικητή , στα χρόνια κατοχής, όμοιου του μεγάλου φασιστόμουτρου Ντούτσε.

Και εκείνος ο ανεκδιήγητος Διοικητής, που άκουγε στο όνομα Ντε Βέκι, διακρινόταν από τόση κακότητα και τόσο μεγάλο εγωισμό που δεν τον άφηναν να σκύψει ακόμη και τα λυμένα κορδόνια των παπουτσιών του να δέσει και μπροστά στο γιγαντιαίο σώμα του, σκλάβοι γονάτιζαν!

Και ήρθε η γνωστή μέρα παράδοσης των νησιών (Σύμη 8 Μαΐου 1945) από το σύμμαχο των Ιταλών, το Γερμανό Στρατηγό Οττο Βάγκενερ, στο Διοικητή του Ιερού μας Λόχου, ,Συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε και σε Άγγλο Αξιωματικό στους οποίους , ταπεινωμένος ο Στρατηγός, παρέδωσε και το πιστόλι του ο δε ευγενής δικός μας Αξιωματικός του πρόσφερε καφέ παρηγοριάς μήπως και συνέλθει από εκείνη την ταπείνωση!

Όμως στα νησιά μας πρόλαβαν και στρογγυλοκάθισαν οι σύμμαχοί μας Άγγλοι για να μας τα παραδώσουν με πόνο ψυχής στις 31 Μαρτίου του έτους 1947 και ευτυχώς και τότε γιατί, αν περνούσε λίγος ακόμη καιρός, θα εκλιπαρούσαμε την επιστροφή τους, χωρίς αποτέλεσμα.

Ενώ και τώρα ο σημερινός Πρωθυπουργός τους, ο κ. Μπόρις Τζόνσον ( τον έχω από κοντά γνωρίσει) που λογίζεται φίλος της Ελλάδος και για χρόνια τον φιλοξενούμε στο πανέμορφο Χόρτο της Αργαλαστής Πηλίου και αυτός ,για τις Καρυάτιδες, «αγρόν» ή καλλίτερα στο Χόρτο σπίτι «αγοράζει», παρά να αποφασίσει την επιστροφή των μαρμάρων! Και τι να λέμε τώρα, ενώ μάρμαρα δεν δίνουν, διαμαντένια νησιά θα επέστρεφαν σε μας! Αστεία πράγματα!

Εκεί στα Δωδεκάνησα στον ένα χρόνο λευτεριάς τους μέχρι το Πάσχα του έτους 1948 κάτι είχε αλλάξει και θα μου επιτραπεί να περιγράψω κάποιες ανάκατες θύμησές μου οι οποίες , ιδιαίτερα για μένα, πολύτιμη συναισθηματική αξία έχουν

Ελεύθεροι οι πολίτες και παρά του ότι από την απελευθέρωσή τους ένας χρόνος είχε περάσει εμείς εκεί στην αστυνομία πιστεύαμε ότι δεν είχαν ακόμη συνειδητοποιήσει πως ήταν λεύτεροι.

Και τούτο γιατί συνέχεια κοντά μας ερχόντουσαν, μας κοίταζαν με θαυμασμό ή χάιδευαν τις στολές μας και χωρίς να έχουν δουλειά από τα αστυνομικά καταστήματα πολλοί περνούσαν για να πουν την καλημέρα τους!

Και φτάσαμε στο Πάσχα του 1948 και στη Ρόδο, όπως σε ολόκληρη τη Δωδεκάνησο λαός και αστυνομικά όργανα χαρούμενες μέρες περνούσαμε ,εν αντιθέσει με την χερσαία Ελλάδα.

Το λέω αυτό επειδή εκεί εμαίνετο ο εμφύλιος σπαραγμός οι δε σφαγές, από αναρχικά στοιχεία, ακόμη και αθώων πολιτών σε καθημερινή βάση γινόντουσαν γι αυτό και πολλές οικογένειες χωρικών σε αστικά κέντρα πήγαιναν να μείνουν στήνοντας σε ελεύθερους χώρους τσιγγάνικες σκηνές και μέσα σε αυτές έκλαιγαν τη μοίρα τους.

Αλλιώτικο, λοιπόν, και πολύ χαρούμενο το Πάσχα στη Ρόδο και στην ευρύχωρη αυλή της κεντρικής Αστυνομίας στην οποία και εγώ ως τροχονόμος υπηρετούσα από το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, το έλα να δεις, γινόταν!

Πριν όμως πάμε σε κείνη την Άγια μέρα ας ανατρέξουμε νοερά και όλοι μαζί στους Ιερούς Ναούς της πόλεως!

Εκατοντάδες ο κόσμος όλα τα απογεύματα της Μεγάλης εβδομάδος συνέρρεε στους Ναούς και εμείς οι χωροφύλακες παρά του ότι δεν χρειαζόταν (τηρούσαν μόνοι τους απόλυτη τάξη) με διακριτική προσοχή κάναμε την εμφάνισή μας και ανακατευόμαστε ανάμεσα σε εκείνη την λαοθάλασσα και όσοι περνούσαν δίπλα μας μας χαμογελούσαν και συγκινημένοι μας ευχόντουσαν καλή Ανάσταση!

Όλες οι εκκλησίες είχαν το αδιαχώρητο και πολύς κόσμος άκουγε τους ψαλμούς από τις αυλές των εκκλησιών!

Εγώ προσωπικά ποτέ δεν θα ξεχάσω τον κόσμο που συνέρρεε όλες τις μέρες της Μεγάλης εβδομάδος στον μεγάλο Ιερό Ναό της Ευαγγελιστρίας στο Μανδράκι της Ρόδου ( εκεί είχα διαταχθεί και εκτελούσα με άλλους συναδέλφους μου υπηρεσία τάξεως) και που ύστερα από κάποια στιγμή δεν χώραγε άλλους πιστούς και εκατοντάδες άνθρωποι έμειναν στον απέραντο εκείνο ακάλυπτο χώρο της παραλιακής λεωφόρου με μια ησυχία που δεν πιστεύαμε στα όσα διαπιστώναμε ως όργανα τάξεως!

Και ήρθε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και κάποια αγροτικά αυτοκίνητα πολιτών κουβάλησαν στην κεντρική αστυνομία ένα σωρό μυρτιές, τριαντάφυλλα και ότι άλλο πανέμορφο λουλούδι μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους!

Και εμείς χαρούμενοι πέρα από τα όποια άλλα αστυνομικά μας καθήκοντα τραγουδώντας στολίσαμε την αίθουσα εστιατορίου μας, την αυλή μας, τη μικρή στοά εισόδου του τμήματος και όταν τελειώσαμε δεν χορταίναμε να βλέπουμε την αρχιτεκτονική ομορφιά που πάνω σε αυτή ανέμιζαν εκατοντάδες μικρές σημαιούλες!

Θυμάμαι μερικούς από τους συναδέλφους με τους οποίους τότε στολίζαμε το υπηρεσιακό μας σπίτι : Πέτρος Στάμος, Μιχάλης Δοντάς, Κώστογλου Κων/νος, Μαντάς Αποστόλης, Αντώνης Αγγελάκος, Μικέλης Νίκος, Τσαρούχης Νίκος, Σπυρόπουλος Πάνος, ο καλός εκείνος στη συνέχεια δάσκαλος, Κων/νος Γκανάσος και φυσικά η αφεντιά μου! Και όλοι εμείς στην υπηρεσία τροχαίας ανήκαμε!

Ακολούθως περιμέναμε το Χριστός Ανέστη και πέρα από τη χαρά της Ανάστασης νιώθαμε χαρούμενοι επειδή θα βρίσκαμε την ευκαιρία- λόγω «χαλάρωσης» της πειθαρχίας – να το «ρίξουμε» λίγο έξω,να ανοίξουμε τους οισοφάγους μας όχι μόνο στα ψητά παιδάκια αρνιών( τα κακόμοιρα τι τραβάνε στην όποια δική μου καλοπέραση και ιδιαίτερα τη μέρα του Πασχα) αλλά και για μπυρο-κρασο-κατάνυξη προκειμένου να «πάν» τα φαρμάκια «κατ», όπως έλεγε και ο γερό Χρήστος, ο δικός μου πατέρας!

Θυμάμαι ότι έξω από την αίθουσα του εστιατορίου είχαν τοποθετηθεί μερικά τραπέζια και δεν γνωρίζαμε πόσοι και ποιοί επί πλέον μαζί μας θα τρώγανε και που, για λογαριασμό μας, θα ψηνόντουσαν αρνιά!

Και το σούρουπο Σαββάτου στη μικρή αίθουσα του καφενείου μας κάποιοι πολίτες κουβαλούσαν σφαγμένα αρνιά περασμένα στις σούβλες και αυτά τα αρνιά ίσως υπερέβαιναν τα είκοσι πέντε. Και όσοι παρακολουθούσαμε τα τεκταινόμενα κάναμε το σταυρό μας! Με τόσα αρνιά, λέγαμε, δυο πεινασμένοι λόχοι στρατιωτών χόρταιναν!

Και σε λίγο να και άλλοι πολίτες που κουβαλούσαν ξύλινες ή ίσως σιδερένιες διχάλες με σακούλες γεμάτες κάρβουνα.

Και εκεί στη νότια πλευρά της αυλής κοντά στα ντούζ με υπόδειξη Αξιωματικού εκείνοι που είχαν φέρει διχάλες τοποθέτησαν αυτές στο έδαφος και ανάμεσά τους έστρωσαν κάρβουνα.

Νοερά έτρεξα στο χωριό μου, στους γονείς μου, στα αδέλφια μου, στους φίλους μου ,στα ζωάκια μου και στους «λάκκους» που κατά γειτονιές το Άγιο Πάσχα ψήναμε τα αρνιά μας!

Και μέχρις ότου ψηθούν είμαστε όλοι χορτάτοι από πίτες, κοκορέτσια που πριν από τα αρνιά στην ίδια θράκα εκείνα ψηνόντουσαν. Από τα κόκκινα αυγά που με τις ευχές στο Χριστός Ανέστη σπάζαμε όπως και άλλες λιχουδιές που συνεχώς οι γειτόνισσες κουβάλαγαν και όσοι εκεί βρισκόντουσαν του σκασμού έτρωγαν !

Θυμήθηκα επίσης και εκείνους που στη θράκα τις σούβλες γύριζαν και συνεχώς ιδρώτα προσώπου σκούπιζαν! Και με όλα αυτά πονηρές σκέψεις με βασάνιζαν!

Έχει γούστο να με διατάξουν να γυρίζω σούβλα αρνιού αύριο και σαν «πονηρός» Κομνιανίτης (Κόμνηνα λένε το χωριό μου που είναι και πανέμορφο) έτρεξα στο Μανδράκι όπου βρισκόταν το Φαρμακείο του φίλου μου Βασίλη Ευτυχιάδη.

-Καλώς τον.

– Βασίλη, στραμπούλιξα τον καρπό του χεριού μου και με πονάει.

Είδε ο Βασίλης το χέρι μου και απεφάνθη πως δεν είχα τίποτα όμως το έτριψε με λίγο οινόπνευμα ενώ εγώ «δαγκωνόμουνα» από τους δήθεν «πόνους»!

Και φεύγοντας: Βασίλη δώσε μου σε παρακαλώ ένα μπουκαλάκι βάμμα και επίδεσμο τα θέλει συνάδελφός μου, γιατί πονάει το πόδι του.

Και ο Βασίλης μου έδωσε τα …χρειαζούμενα χωρίς να μου πάρει χρήματα επειδή δεν ήθελε λεφτά από τους χωροφύλακες που ιδιαίτερα αγαπούσε!

Γυρίζοντας στο Τμήμα γρήγορα ,γρήγορα ανέβηκα στο δωμάτιό μου και εκεί «έβαψα» με λίγο βάμμα τον καρπό του χεριού μου και τον έδεσα με επίδεσμο αφού εξωτερικά άφησα και λίγο « κόκκινο» για να φαίνεται η πάσχουσα περιοχή.

Δεν είχε περάσει πολύ ώρα και με φωνάζει ο σκοπός:

Σεραφείμ .

-Ορίστε, τι θέλεις.

– Κατέβα γρήγορα σε θέλει ο Ενωμοτάρχης κ. Κωλέττης.

Κατέβηκα και … διατάξτε, κ. Ενωμοτάρχα.

-Αύριο το πρωί στις 6 με άλλους συναδέλφους σου θα αρχίσετε να ψήνετε τα αρνιά, ο κ. Γιακουμής με το Χρήστο ( μάγειρας και βοηθός του) θα επιβλέπουν το ψήσιμο. Δεν θα είσαι βέβαια συνέχεια εσύ, θα αντικαθίστασαι κάπου κάπου!

Μάλιστα κ. Ενωμοτάρχα και χαιρετώντας τον στρατιωτικά με το δεξί μου χέρι που ήταν δεμένο, πήγα ν α φύγω.

-Και εκείνος βλέποντας τον επίδεσμο με ρωτά:

-Τι έχει το χέρι σου?

-Το στραμπούλιξα χθες και συνεχίζει να με πονάει, είναι και λίγο πρησμένο.

-Πες μου το καημένε, να σε απαλλάξω από το ψήσιμο, δεν θέλω να πονάς με το να γυρίζεις τη σούβλα με ένα σωρό κιλά αρνί.

Και με απάλλαξε ο καλός Ενωμοτάρχης και στη θέση μου κάποιον άλλο συνάδελφο έβαλε που δεν «πόναγε» ο καρπός του χεριού του ενώ εγώ, μέχρι και τη Δευτέρα του Πάσχα, επιδέσμους κρατούσα!

Εκείνο το Πάσχα ποτέ δεν το ξέχασα και δεν το ξέχασα γιατί το μεσημέρι είχε γεμίσει η αυλή μας από απλούς και φτωχούς ιδιαίτερα ανθρώπους που είχαν κληθεί από τον αστυνόμο μας, τον υπέροχο εκείνο άνθρωπο το Μοίραρχο Νίκο Σκορδέλη, ίσως και από άλλους Αξιωματικούς, για να γιορτάσουμε μαζί το Πάσχα !

Και «ανακατευθήκαμε» στα τραπέζια Αξιωματικοί, χωροφύλακες και απλοί πολίτες τόσο μέσα στην αίθουσα του εστιατορίου όσο και στα έξω στην αυλή πρόχειρα τοποθετημένα τραπέζια και ήταν μια γιορτή, ένα Πάσχα αλλιώτικο από όλα τα άλλα το οποίο ακόμη και στη συνέχεια των πολλών μου χρόνων ζωής συνεχίζω να το θυμάμαι!

Εκείνοι οι φτωχοί άνθρωποι ( υπήρχε πολύ φτώχια τότε στη Ρόδο) τρώγανε και κλαίγανε, συμπαρασύροντας και εμάς στη δική τους συγκίνηση !

Πρέπει δε να πω ότι εκατοντάδες κόκκινα αυγά υπήρχαν σε όλα τα τραπέζια όπως και ένα σωρό μπύρες και άλλα ποτά και πελώριες τούρτες! Φυσικά όλα αυτά, πιστεύω και τα αρνιά, δώρα πολιτών ήταν επειδή και κάποιοι Ροδίτες που είχαν τον « τρόπο» τους σε τέτοιες γιορτές μας γέμιζαν …φαγώσιμα !

Θυμάμαι πως εκείνη τη γιορτή πολύς κόσμος πέρασε να μας ευχηθεί και μεταξύ των άλλων ήρθε και αρκετή ώρα κάθισε κοντά μας ο Δήμαρχος της πόλεως ,ο Γαβριήλ Χαρίτος, εκείνος ο αλησμόνητος χαρισματικός άνθρωπος πού την ημέρα της απελευθέρωσης ( 31 Μαρτίου 1947) γονατίζοντας μπροστά στη σημαία μας, την ώρα που στον ιστό της ανέβαινε, σιωπηλά έκλαιγε !

Με τα τόσα ωραία φαγητά, ελεύθερη κρασοκατάνυξη και άλλες λιχουδιές σε τσακίρη κέφι όλοι μας ήρθαμε και στα δημοτικά τραγούδια που ένα γραμμόφωνο συνεχώς έπαιζε πολλοί συνάδελφοι χορευτικές ικανότητες παρουσίασαν!

Και κάποια στιγμή μια Αγγελική φωνή από ένα τραπέζι ακούστηκε και αυτή η φωνή έβγαινε από το στόμα του χωροφύλακα Κώστογλου Κωνσταντίνου που τραγουδούσε Ποντιακούς στίχους!

Ήταν ένα Μικρασιατικό ποντιακό μοιρολόι στο οποίο επικρατούσε απόλυτη σιωπή ενώ από τα μάτια πολλών δάκρυα έτρεχαν.

Το 1922 ο καλός μας συνάδελφος Κώστας Κώστογλου στη Μικρασιατική καταστροφή είχε χάσει τους γονείς των δικών του γονιών και τους οποίους ποτέ δεν είχε γνωρίσει επειδή ο Κώστας στην Ελλάδα λίγο αργότερα στην Κομοτηνή ή Ξάνθη είχε γεννηθεί.

Ο Κώστας Κώστογλου, καθόταν στο ίδιο τραπέζι με ένα ζευγάρι Ροδίων και πολλά για σκλάβους και ξεριζωμούς μίλαγαν και παίρνοντας αφορμή μοιρολόγησε παππούδες και γιαγιές! Ήταν πολύ συγκινητικές εκείνες οι στιγμές τις οποίες ποτέ δεν ξέχασα!

Κλείνοντας και θέλοντας να αλλάξω λίγο τη συναισθηματική ίσως ατμόσφαιρα πού άθελά μου με αυτές τις θύμησές μου δημιούργησα θα μου επιτραπεί να διηγηθώ το πιο κάτω χαριτωμένο αστείο!

Το Πάσχα του 1948 ή το προηγούμενο του 1947, δεν θυμάμαι ακριβώς πιο, μας είχε επισκεφθεί ο Στρατιωτικός Διοικητής Δωδεκανήσου Ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης για να μας πει το Χριστός Ανέστη.

Ακολουθούμενος από ένα χωροφύλακα που κρατούσε πανέρι με κόκκινα αυγά τσούγκριζε τα αυγά μας και αν έσπαζε το δικό του έπαιρνε άλλο και συνέχιζε.

Φτάνοντας στο δικό μας τραπέζι ο τροχονόμος Αντώνης Αγγελάκος, ένας πανέξυπνος άνθρωπος που καλίγωνε ψήλους, σπάει το αυγό του Ναυάρχου και κοιτάζοντάς τον με θάρρος , του λέει.

Κύριε Ναύαρχε τα αυγά δεν υπακούουν στη δύναμη του όποιου ισχυρότερου, συνεπώς ούτε και στη δική σας!

Ο Ναύαρχος , που ήταν και βαρήκοος, ξαφνιάστηκε και βλέποντάς τον μέσα στα μάτια του λέει να επαναλάβει όσα του είχε πει!

Και ο Αντώνης Αγγελάκος: Σας είπα ότι στα αυγά δεν περνάει η δύναμη κανενός μεγάλου όπως τώρα και η δική σας!

Και ο Ναύαρχος: Παίρνει στροφές το μυαλό σου και μπράβο σου, να ζήσεις παιδί μου.

– Σας ευχαριστώ κ. Ναύαρχε και σε Ανώτερα, του απάντησε ο Αγγελάκος.

Και ο Ναύαρχος: Τώρα τα έκανες θάλασσα , πόσο πάνω να πάω.

-Καλά που μου θυμίσατε τη θάλασσα γιατί μετά από εδώ αφού περάσει κάποια ώρα θα τρέξω για βουτιές.

Ο Ναύαρχος τον κοίταξε και έβαλε τα γέλια λέγοντάς του πάλι μπράβο, για το θάρρος του, συμπαρασύροντας και όλους εμάς σε τρανταχτά γέλια.

Αλησμόνητοι συνάδελφοι και φίλοι Ρόδιοι και πιο πολύ αλησμόνητη μια ολόκληρη ζωή των καλυτέρων μου χρόνων την οποία και εγώ στην πλανεύτρα Ρόδο έζησα!

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου