ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το πρόβλημα του χρόνου

το-πρόβλημα-του-χρόνου-869152

Του Δημήτρη Σιάτρα

Εισαγωγική σήμανση

Ο χρόνος, ως στοιχείο και ως μετρήσιμο μέγεθος, υπήρξε πάντοτε, επιστημονικά και φιλοσοφικά, το πλέον δυσεπίλυτο πρόβλημα για την ανθρώπινη νόηση.

Ως χρόνος νοείται η διάρκεια ενός φαινομένου, κατάστασης ή δράσης, που μπορεί να μετρηθεί μέσα σε συμβατικά καθορισμένες περιόδους. Η έννοια του χρόνου, που χρησιμοποιείται κάθε φορά ως στοιχείο του πριν, του τώρα και του μετά, γίνεται αντιληπτή ως διαδοχή καταστάσεων, αλλά δεν μπορεί να ορισθεί άμεσα ως στοιχείο υλικής υπόστασης.

Οπωσδήποτε, ο χρόνος υπήρξε αντικείμενο φιλοσοφικών ανιχνεύσεων και επιστημονικών διαγνώσεων.

Φιλοσοφική θεώρηση

Η αρχαία ελληνική σκέψη θεώρησε τον χρόνο ως συνάρτηση της κυκλικής και διαρκούς κίνησης των άστρων. Κατά τον Πλάτωνα : «…ο γεννήσας πατήρ … εικώ επενόει κινητόν τινά αιώνος ποιήσαι και…ποιεί μένοντος αιώνος εν ενί κατ΄αριθμόν ιούσαν αιώνιον εικόνα, τούτον ον δη χρόνον ωνομάκαμεν» (= ο δημιουργός του κόσμου επινόησε ένα μοίωμα αιωνιότητας σε κίνηση… και κατασκεύασε από μία αδιατάρακτη αιωνιότητα, το ομοίωμα τούτο που κινείται διαρκώς σύμφωνα με τους κανόνες του αριθμού, αυτό που ονομάσαμε χρόνο). 1

Κατά τον Αριστοτέλη: «… δοκεί ο χρόνος είναι η της σφαίρας κίνησις, ότι ταύτη μετρούνται αι άλλαι κινήσεις και ο χρόνος ταύτη τη κινήσει…ο χρόνος αυτός είναι δοκεί κύκλος τις…» (=… φαίνεται ο χρόνος να είναι η κίνηση της σφαίρας, διότι αυτή ή κίνηση μετράει τις άλλες κινήσεις… ακόμη και τον χρόνο.. κι ο χρόνος αυτός φαίνεται να είναι ένας κύκλος…). 2 Κατά την αντίληψη αυτή, ο χρόνος δεν ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, αλλά κινείται κυκλικά κι επιστρέφει στον εαυτό του. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «ο χρόνος αριθμός εστίν κινήσεως κατά το πρότερον και το ύστερον» (= ο χρόνος είναι αριθμός της κίνησης από το πριν στο μετά). 3 Η αναφορά στην προσπάθεια των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων να διαγνώσουν τη φύση του χρόνου δεν μπορεί να παραβλέψει και την αινιγματική ρήση του Ηράκλειτου, ο οποίος παρέστησε το γίγνεσθαι με μια συνεχή ροή που εναλλάσσει όλα τα πράγματα : «… πάντα ρει, πάντα χωρεί και ουδέν μένει… δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης…» (=… όλα προχωρούν… δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι). 4 Στη ρήση αυτή δεν καταφαίνεται, βέβαια, η αίσθηση μιας κυκλικής πορείας του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι αντιμετώπισαν το ζήτημα του χρόνου με την αντίληψη της φυσικής επιστήμης. Ο χρόνος θεωρήθηκε από αυτούς ως στοιχείο φυσικό και αντικειμενικό, που περικλείει όλα τα πράγματα. Κάθε πράγμα υπάρχει μέσα στον χρόνο όπως υπάρχει και μέσα στο χώρο. 5

O G.Hegel είδε τον χρόνο με την αριστοτελική οπτική της «σημειακής στιγμής». Προέβαλε την έννοια της εμπειρίας του χρόνου, προκειμένου ο χρόνος να καταδειχθεί ως διαλεκτική άρνηση μιας ακινησίας του Σύμπαντος. Τα σημεία (στιγμές) που απαρτίζουν τη συνθήκη του χρόνου συνθέτουν και την αντίθεση απέναντι στην εκδοχή μιας κοσμικής ακινησίας. Ο χρόνος είναι, κατά τον G.Hegel, συνεχής ακολουθία «σημειακών στιγμών». 6

Στο έργο του M.Heidegger «Είναι και Χρόνος» σχηματίζεται η παραδοχή ότι η ιστορικότητα θεμελιώνεται σ΄ ένα επίπεδο ανταπόκρισης και συγχρονισμού της προς την χρονικότητα. Η τελευταία προϋποθέτει την αυθεντική εμπειρία και τη συνειδησιακή αποτύπωση του χρόνου. Στον πυρήνα της εμπειρίας αυτής δεν βρίσκεται η σημειακή στιγμή, που χάνεται στη συνήθη ροή του χρόνου, αλλά η «εκστασιακή στιγμή», κατά την οποία το παρευρισκόμενο. Είναι (Dasein) καθίσταται ιστορικό. Σχετικά με την έννοια του «Συμβάντος», θα μπορούσε, με βάση τη σκέψη του M.Heidegger, να θεωρηθεί ότι αυτό αποτελεί πρωταρχική χωροχρονική διάνοιξη.7 Αναφορικά με το Είναι και τη χρονικότητα, είναι χαρακτηριστικές οι ακόλουθες απόψεις του M.Heidegger:

– «Το νόημα του Είναι εν γένει μπορεί να επιτευχθεί μέσα στον ορίζοντα του χρόνου». 8

– «Τα ενδόκοσμα όντα γίνονται προσιτά ως όντα μέσα στον χρόνο…, ο χρόνος στον οποίο αναδύονται και παρέχονται παρευρισκόμενα όντα, είναι αυτό τούτο το φαινόμενο του χρόνου, και όχι εξωτερικοποίηση μιας ποιοτικής ιδιότητας του χρόνου, που μεταβάλλεται σε χώρο…». 9-

Η ιστορικότητα του παρευρισκόμενου Είναι αποτελεί τη βάση μιας ιστοριογραφικής κατανόησης, που παρέχει στην ιστιογραφία τη δυνατότητα να συλληφθεί και να αναπτυχθεί ως επιστήμη». 10

Επιστημονική θεώρηση

Η προσπάθεια προσδιορισμού της φύσης του χρόνου είναι η πιο τολμηρή επιστημονική αναζήτηση, ιδίως όταν επιχειρείται να υπαχθεί η άϋλη αυτή δυνατότητα στη φυσική αιτιότητα.

Στη «θεωρία της σχετικότητας» του A.Einstein η γεωμετρική δομή του χωροχρόνου ενσωματώνει και την οριακή ταχύτητα του φωτός. Επίσης, η δύναμη της βαρύτητας εξηγείται με το γεωμετρικό μόρφωμα της καμπυλότητας του χωροχρόνου. Ο A.Einstein απέδωσε τον χρόνο ως χώρο, ως χρονική συνιστώσα του τετραδιάστατου χωροχρόνου. Στη θεωρία της σχετικότητας, ο χρόνος προσδιορίζεται ως τέταρτη διάσταση του χώρου. 11

Ο K.Godel επισήμανε ότι ο χρόνος που δεν περνάει, δεν είναι χρόνος. Κατά τον ίδιο, ο χρόνος, «αυτή η μυστηριώδης και φαινομενικά αυτοαναιρούμενη οντότητα που μοιάζει να αποτελεί τη βάση της ύπαρξης μας και ολόκληρου του κόσμου μας», μπορεί να θεωρηθεί ψευδαίσθηση. Αν η σχετικότητα που έδειξε ο A.Einstein θεωρηθεί αληθινή, τότε ο χρόνος είναι στοιχείο ιδεατό. 12

Το στοιχείο του χρόνου, με την προφανή κοσμολογική σημασία του, σ΄ ότι αφορά το συμπαντικό γίγνεσθαι και στα όρια (αρχή και τέλος) της ύπαρξης των όντων, ψηλαφείται από τον άνθρωπο με τη λογική και ανιχνεύεται με την επιστήμη.

Εντούτοις, ο άνθρωπος πραγματοποιεί τη νοητική σύλληψη του χρόνου, αλλά δεν συλλαμβάνει αισθητηριακά την παράστασή του, δηλαδή δεν έχει άμεση αίσθηση και συνειδητή βίωση του χρόνου.

Ως αρχή του χρόνου δεν μπορεί παρά να εκληφθεί λογικά η δημιουργία του σύμπαντος και ως τέλος ο αφανισμός του. Η αντίληψη του χρόνου ως φυσικού φαινομένου είναι έμμεση. Ο χρόνος γίνεται αντιληπτός από τον άνθρωπο όταν ο τελευταίος βρίσκεται προ των φυσικών αποτελεσμάτων της χρονικής παρέλευσης. Μόνο μ’ αυτή την έννοια ευσταθεί ο όρος της ιστορικής οπτικής του χρόνου.

Είναι αυτονόητο ότι οι ανθρώπινες δράσεις και τα αποτελέσματα τους πραγματοποιούνται μέσα στον χρόνο. Εντούτοις, οι ποιότητες των δράσεων αυτών, που καθορίζονται από άλλα φυσικά ή κοινωνικά αίτια κι από την ανθρώπινη συνείδηση, δεν ανάγονται στη φυσική ορίζουσα του χρόνου, η οποία, ανεξάρτητα από τις όποιες κοινωνικο – πολιτικές νοηματοδοτήσεις στο χρόνο, παραμένει αναλλοίωτη προδιαγραφή για το ανθρώπινο ον, κι όχι μόνον γι αυτό.

Η γνωστική και πραγματική ανάγκη του ανθρώπου να υπολογίζει τον φυσικό χρόνο κατανεμημένο σε διάρκειες που απαιτούνται για τις λειτουργίες του κόσμου και της ζωής, οδήγησε αναπόφευκτα στη χρήση μαθηματικών υπολογισμών και σε συμβατικές καθιερώσεις. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις: α. προσδιορισμού της «αστρικής ημέρας» (χρόνος μιας πλήρους περιστροφής της γης γύρω από τον άξονά της) και της «ηλικιακής ημέρας» (χρόνος μιας πλήρους περιστροφής της γης γύρω από τον ήλιο) και β. του Ιουλιανού ημερολογίου και του Γρηγοριανού ημερολογίου. Το πρώτο ημερολόγιο θεσπίστηκε το 45 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα, όρισε δε ότι κάθε έτος έχει 365 μέρες και ότι κάθε τέσσερα χρόνια έπρεπε να προστίθεται στο έτος μια ακόμη μέρα. Το δεύτερο ημερολόγιο καθιερώθηκε σταδιακά μετά την εκλογή του πάπα Γρηγορίου του ΙΓ’ (1572 μ.Χ.). Το ημερολόγιο αυτό διόρθωσε μια χρονική απόκλιση του Ιουλιανού ημερολογίου, η οποία συνίσταται σε 3 ημέρες και 3 περίπου ώρες κάθε 400 χρόνια. Το ελληνικό κράτος θέσπισε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, με σχετικό νομοθετικό διάταγμα της 18 – 1 – 1923. 13

Ειδικότερες παρατηρήσεις

Ιδιαίτερες θεωρήσεις σχετικά με τον Χρόνο υπάρχουν στη διδασκαλία του K.Giel και ειδικότερα στα δοκίμια του: «Σπουδή για το δεικνύειν» και «Το μάθημα πραγματογνωσίας».14

Στο πρώτο δοκίμιο επισημαίνονται τα εξής :

-Το δεικνύειν δεν είναι απλώς εξωτερικό επιφαινόμενο, συνιστά επιδίωξη προαγωγής ή μεταβολής μέσα στο χρόνο. Είναι μαρτυρία που επιδιώκει να μεταβάλει μια υποκειμενική πρόσληψη σε κοινή παραδοχή. Το δεικνύειν κατευθύνεται σε γνωστικά σκοπούμενα.

– Ό,τι δείχνεται, αναδύεται από το χώρο μιας αισθητηριακής πρόσληψης ή μιας συνειδησιακής παραδοχής και διεκδικεί θέση στο παρόν. Το δεικνύειν προβάλλει το αναδυόμενο στοιχείο προς επίσταση.

«Ο άνθρωπος δεν πραγματώνεται μόνο μέσα στο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, αλλά και κατά τον Χρόνο της αισθητικής επενέργειας των δεικνυόμενων πραγμάτων».

Στο δεύτερο δοκίμιο εξετάζονται : α. Το είναι των φροντίδων τςη τρέχουσας ζωής. Οι φροντίδες αυτές προσδιορίζονται ως έννοιες γένους και κατηγοριοποιούνται ως εξής :

-υπαγορεύουν τις απαιτούμενες ενεργοποιήσεις μέσα στον χρόνο,

-απαιτούν χρόνο υποχρεωτικά διαθέσιμο, προϋπολογισμένό και ορθολογικά διαχειρίσιμο,

-έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα και τελεσφόρα απαίτηση,

-συνιστούν περίκλειστες ενότητες δράσεων,

-προβάλλουν συχνά με τη μορφή της λειτουργικής και απρόσωπης επανάληψης ενεργειών.

Β. Στη θεωρία του K.Giel εξετάζεται επίσης το στοιχείο του χρόνου στη σκέψη και στην ανάμνηση. Σκέψη είναι η λογική επεξεργασία των στοιχείων του άλλοτε και του τώρα, καθώς και η απόπειρα προδιάγνωσης του μέλλοντος. Ανάμνηση είναι η γνωστική συντήρηση των συμβάντων του παρελθόντος χρόνου. Οπωσδήποτε, η χρονικότητα της σκέψης και των αναμνήσεων του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνεπαγωγή της ύπαρξής του μέσα στον χρόνο.

Αντί επιλόγου

Βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου όντος είναι : α. η σωματική του ύπαρξη στο χώρο και στον χρόνο, και β. η υψηλή νοημοσύνη του. Για τον άνθρωπο, ο κόσμος είναι μια παράσταση που σχηματίζεται από τις προσλήψεις των αισθητηρίων του, από τις νοητικές επεξεργασίες του και από τις αναμνήσεις του. 15 Οι επιδράσεις αυτές είναι τα αίτια σχηματισμού της ανθρώπινης συνειδητότητας. Η συνειδητότητα αυτή υπάρχει πάντοτε σε συνάρτηση με το στοιχείο του χρόνου, του οποίου προσδιοριστικοί όροι είναι : το «πριν» και το «μετά».

Ο όρος της βιολογικής συντήρησης και οι πνευματικές ανησυχίες του ανθρώπου υπαγορεύουν σ’ αυτόν μια διττή επιδίωξη: α. τον γνωστικό και τεχνικό έλεγχο των στοιχείων που διαμορφώνουν τις καταστάσεις της ζωής το, για τις οποίες είναι πάντοτε επιθυμητή η πρακτική βελτίωση, και β. τον καθορισμό και την εφαρμογή αξιών που ανεβάζουν το ηθικό – πνευματικό επίπεδο της ανθρώπινης ζωής. Είναι προφανές ότι κυρίαρχη οντότητα που καθορίζει τη μεταβλητότητα και την περατότητα όλων αυτών είναι ο χρόνος.

Σημειώσεις

  1. Πλάτωνος, Τιμαίος, ΙΑ’, 37 c-d.
  2. Αριστοτέλους, Φυσικής ακροάσεως, Δ΄223 b – 224 α.
  3. Αριστοτέλους, οπ.π., Δ΄220α.
  4. Βλ.Πλάτωνος, Κρατύλος, 402 Α.
  5. Βλ. G.Agamben, Χρόνος και Ιστορικά, μτφ. Δ.Αρμάος, Αθήνα 2003, σελ.19.
  6. Πρβλ.G.Agamben, οπ.π., σελ.27.
  7. Πρβλ.G.Abamben, οπ.π., σελ.38 = 40.
  8. Βλ.M.Heidegger, Είναι και Χρόνος, μτφ.Γ.Τζαβάρας, Αθήνα – Γιάννινα 1985, τομ.Β΄, σε.431.
  9. Βλ.M.Heidegger, οπ.π., σελ.564 – 565.
  10. Αυτόθι, σελ. 564.
  11. Βλ. P.Yourgrau, Είναι κόσμος δίχως χρόνο, μτφ.Ε.ΠΙσσία, Αθήνα 2005, σελ.20, 39, 207. Επίσης βλ. F.Frank, A.Einsteini, μτφ, Ε.Καλκάνη, σελ. 112 επ.
  12. Βλ. P.Yourgrau, οπ.π., σελ.21.
  13. Βλ. Δ.Σιμόπουλος, Δίσεκτα έτή και ημερολόγια, εφ.Καθημερινή.
  14. Βλ. Ι.Θεοδωρόπουλος, Για τον Χρόνο κατά τον E.Giel, ΕΦΕ, τευχ.17/1989, σελ. 180 επ.
  15. Πρβλ. E.Schrodinger, Τι είναι η ζωή, μτφ. Β.Σαμπετάη, Αθήνα 1995, σελ. 127 – 129.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου