ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Τα Θεοφάνεια της παπαδιάς

τα-θεοφάνεια-της-παπαδιάς-867625

Της Μιμίκας Καβούκη – Βαγγέλα

Η παπαδιά ανασαλεύτηκε κάτω από το βαρύ σκέπασμα. Βαρύ σαν τον χειμώνα κείνης της χρονιάς.

Επισκέπτης απαιτητικός κι επίμονος, που χτύπησε με βία πόρτες, ταρακούνησε παραθυρόφυλλα, παράσυρε πλάκες σπιτιών και κρέμασε κρυστάλλινα σπαθιά στην άκρη των στεγών, ενώ το χιόνι άπλωσε παντού την παγερή σιωπή του. Ομως, το λάβαρο του χριστουγεννιάτικου δωδεκαημέρου, τίποτα δεν θα εμπόδιζε ν’ ανεμίζει στην ατμόσφαιρα και στις καρδιές των ανθρώπων. Μόνο που το πανηγυρικό του ανέμισμα έφτανε προς το καταλάγιασμά του: Ο Χριστός είχε γεννηθεί, η καινούργια χρονιά είχε κάνει ποδαρικό και τα Θεοφάνεια που ξημέρωναν, θα σφράγιζαν με την αγιασμένη ‘βούλα’ τους το δωδεκαήμερο γιορτάσι.

Η παπαδιά, με κινήσεις προσεκτικές, γλίστρησε έξω απ’ το σκέπασμα, κοιτάζοντας ασυναίσθητα κατά τη ζερβιά πλευρά της, συνήθεια αξεθώριαστη εδώ και… πενήντα τόσα χρόνια, όπου κοιμόταν ο παπάς της κι ακουγόταν ο ρυθμικός ανασασμός του, με τον ανάλαφρο σφύριγμό του, που έκαναν τη γενειάδα του ν’ αναλαφροσαλεύει﮲ εικόνα που της προξενούσε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, αρκετό να γλυκάνει την αρχή της μέρας της.

Ο παπάς της… Σαν να ‘ταν ΧΘΕΣ, που πρωταντάμωσαν τα βλέμματά τους όταν εκείνη, κοπελούδα 18 χρονών, λυγερόκορμη, με τη μακριά πλεξούδα της να φτάνει ως τη μέση της, ακουμπώντας πάνω στη σουρωτή ζωηρόχρωμη φούστα, συνοδευόμενη απ’ τη μάνα της και πατώντας στ’ αψηλό σκαλοπάτι του πετρόκτιστου θολωτού καμπαναριού της εκκλησιάς του Αγίου Γεωργίου, σηκώνοντας τα μάτια, αντάμωσε το καστανοφώτεινο βλέμμα ενός ψηλόλιγνου παλικαριού. Αυτό ήταν! Τα είπαν όλα με την πρώτη ματιά. Σε λίγο καιρό, ο Λευτέρης, αυτό ήταν τ’ όνομά του, την ‘ζήτησε’ από τον πατέρα της, λέγοντάς του:

− Θέλω την Χαρίκλεια για γυναίκα μου, πριν χειροτονηθώ παπάς. Πρέπει να το γνωρίζει αυτό. Θα περιμένω την απάντησή της.

Η Χαρίκλεια ολόκαρδη είπε το ‘Ναι’ της κι έμεινε η ‘παπαδιά’ του δίπλα για μια ολόκληρη ζωή και μάνα των τεσσάρων παιδιών τους: τριών κοριτσιών, της Μαρίας, της Γαρουφαλλιάς (Γαρφλής), της Ζωής κι ενός αγοριού, του Αλέκου.

Αυτά πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό της, καθώς κοίταζε γι’ ακόμη μια φορά στα τόσα χρόνια, στην αριστερή μεριά της… Μόνο που μόνο που τώρα, στη θέση του παπά της, κοιμόνταν τ’ αγόρια της κόρης της Μαρίας: ο Λευτέρης κι ο Κωνσταντής. Στη διπλανή κάμαρα κοιμόταν η Μαρία με τα κοριτσάκια της: την Κατίνα και το Λενάκι.

Η όμορφη αλλά άτυχη Μαρία της. Η «Μπον –Ζολί», όπως την έλεγαν στην Κωνσταντινούπολη, όταν νιόνυμφη την πήρε μαζί του στην Πόλη ο άντρας της Δημήτρης, καθώς μια βραδιά Αναστάσιμη, η πανέμορφη παπαδοπούλα τον γοήτευσε με το πρωταντίκρισμά της.

Εκεί, στη Μαγική Πόλη, η Μαρία γέννησε και τα δύο της αγόρια. Αλλά η μαγεία δεν κράτησε για πολύ… Το ξέσπασμα του Νεοτουρκικού Κινήματος, σαν… ωστικό κύμα, έσπρωξε το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στοιχείου της Πόλης, στα πάτρια εδάφη. Ανάμεσα σ’ αυτό, και την οικογένεια του Δημήτρη και της Μαρίας. Ορθοπόδησαν στον Βόλο και μεγάλωσαν κατά δύο νέα μέλη την οικογένειά τους με τα δυο τους κοριτσάκια.

Αλλά κι εδώ η Μοίρα ‘χτύπησε’ τελεσίδικα τούτη τη φορά. Ο Δημήτρης ταλαιπωρημένος απ’ τον αγώνα του βιοπορισμού και τις κακουχίες των Τουρκοβουλγαρικών πολέμων που του… φιλοδώρισαν μία χρόνια πνευμονία, ‘έφυγε’ για το αγύριστο ταξίδι του τούτη τη φορά, αφήνοντας πίσω του μια νέα γυναίκα με τέσσερα παιδιά κι ένα ξίφος, αναμνηστικό της ανδρείας του, που το φυλάω ευλαβικά, ως εγγονή του.

Υστερ’ απ’ αυτό το κακό, λοιπόν, η Μπον – Ζολί πήρε τα παιδιά της και γύρισε στη Ζαγορά, στην αγκαλιά και προστασία του πατρικού της σπιτιού…

Η παπαδιά τράβηξε τη ματιά της απ’ τα παραδομένα στο πρωινό γλυκοΰπνι τους εγγόνια της, απόδιωξε και τα τελευταία γλυκόπικρα θυμητάρια, μονολογώντας:

− Σήκω, Χαρίκλεια, άσε τα περασμένα και πιάσε δουλειά…

Ηταν η μόνη που καλημέριζε με τ’ όνομά της τον εαυτό της κάθε χάραμα, μιας και για όλη της τη ζωή και για όλους, ήταν η Παπαδιά. Σηκώθηκε προσεκτικά, φόρεσε τις τσόχινες παντούφλες της, πέρασε πάνω της τη σουρωτή σκουρόχρωμη φούστα της, έζωσε την ‘καλή’ ποδιά της, πλύθηκε στον νιπτήρα, ίσιωσε τα μαλλιά της και σφιχτόδεσε γύρω της τη μαντήλα της. Εριξε και τη ματιά της πάνω απ’ τα δαντελένια κουρτινάκια του παραθυριού και ‘καλημέρισε’ τον Αυγερινό, που λαμπίριζε ακόμα στο αχνογάλανο τ’ ουρανού. Το ξημέρωμα μόλις άρχιζε κι ο κόκορας, στο χαμηλό κατώι της, ακόμα κοιμόταν…

Η παπαδιά έσκυψε κατά τη μεριά του τζακιού. Συντάβλισε τα δύο χοντρά ξύλα που σιγόκαιγαν κι όπου πάνω στην πυροστιά, μέσα στο μεγάλο τσουκάλι, αργόβραζε η κότα των Φώτων.

«Κότα – πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη» λέει η παροιμία, κι αυτή κρατούσε τις παραδόσεις. Θα έφτιαχνε μια πηχτή, νόστιμη, αυγοκομένη κοτόσουπα. Το μεσημέρι, στο γιορτινό τραπέζι, μαζί με τη Μαρία της και τα εγγόνια της, θα κάθονταν και η κόρη της Γαρφλή με τ’ αγοράκι της, τον Γιαννάκη, και τον λεβεντάνθρωπο, καλόκαρδο και γενναιόδωρο άντρα της, τον Δημήτρη, πολύτιμο συμπαραστάτη της παπαδιάς, που θα ’φταναν φορτωμένοι ‘καλούδια’.

Η μέρα έδειχνε να ’ναι φωτεινή σαν τα γιορταστικά Θεοφάνεια. Η καμπάνα άφησε πίσω της τους ήχους του όρθρου κι άρχισε να χτυπά σε γιορταστικούς ρυθμούς. Σε λίγο, η εκκλησία θα γέμιζε απ’ τους πιστούς της.

«Σήμερα τα Φώτα κι ο Φωτισμός

και χαρές μεγάλες στον Κύριό μας»

«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένος ω! Κύριε»

Η Βάπτιση του Θεανθρώπου και το Αγίασμα των νερών.

Σε λίγο, η Μαρία με τα παιδιά της θα ξεκινούσαν για την εκκλησία. Επιστρέφοντας, θα της έφερναν και τον Αγιασμό. Αυτή θα τους περίμενε, έχοντάς τα όλα έτοιμα. Μέχρι τότε, δεν θα έβαζε τίποτα στο στόμα της. Θα έπινε απ’ τ’ αγιασμένο νερό κι ύστερα, θα ράντιζε για ευλογία, τους χώρους του σπιτιού, να διωχθεί κάθε ‘κακό’. Χαμογέλασε στη θύμηση του εξορκισμού των άτακτων ξωτικών.

− Αντε και να φεύγουμε τα κακάβια – κουτσουρέλια, κι έρχεται ο παπάς με τον Σταυρό κι η παπαδιά με το θυμιατό.

Σταυροκοπήθηκε ψιθυρίζοντας:

− Δόξα να ’χεις, Χριστέ μου. Κανέναν δεν αφήνεις. Μεγάλη η Χάρη Σου… Και πλησίασε να ξυπνήσει τα εγγόνια της…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου