ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Δημήτρης Παπαϊωάννου: Ο, εξ Αργαλαστής, αλησμόνητος φίλος μου

δημήτρης-παπαϊωάννου-ο-εξ-αργαλαστής-806982

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Ολοι μας, ποιος λίγο, ποιος πολύ, έρχονται στιγμές που αναπολούμε τα «περασμένα» μας, ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι στην ηλικία που έχουν τόσα να θυμηθούν, ώστε αυτά, τα «τόσα», ακόμη μεμονωμένα και από μόνα τους αισθάνονται την πίεση να βγουν στην επιφάνεια επειδή εκείνα, όπως και ο αναπολών, νιώθουν αυτή την επιθυμία.

Στην προκειμένη περίπτωση, εγώ είμαι αυτός που αναφέρομαι σε μεμονωμένο συγκινητικό περιστατικό και, αισθάνομαι την ανάγκη να προσθέσω εδώ ένα μου ακόμη μακροχρόνιο ευχαριστώ, στα τόσα που κάποτε είχα πει, σε ανθρώπους που δεν γνώριζα όμως, εκείνοι, κοντά μου βρέθηκαν χωρίς αντάλλαγμα που λόγω θέσεώς μου μπορούσε και αυτό να δοθεί.

Ας εξηγηθώ όμως καλύτερα πηγαίνοντας μερικά χρόνια πίσω την αναπόλησή μου.

Ήταν το τελευταίο 5νθήμερο του μηνός Ιανουαρίου του έτους 1965 και για 18 ολόκληρα χρόνια, ως αστυνομικό όργανο (1947-1965), υπηρετούσα στην πόλη της Ρόδου, σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον στο οποίο και εγώ ο χωριάτης είχα συνηθίσει να ζω και, ανάλογα, να «συμπεριφέρομαι»!

Αναφέρομαι στη λέξη «χωριάτης» επειδή στα παλιά δικά μου χρόνια τον «χωριάτη», ο «πρωτευουσιάνος», τον θεωρούσε άνθρωπο «παρακατιανό» και εκείνος ο χωρικός αυτόν τον χαρακτηρισμό, επειδή ο σχεδόν αγράμματος με ροζιασμένες παλάμες. από την καθημερινή βιοπάλη, τον επιβεβαίωνε.

Με τόσα, λοιπόν, «μείον» που για τους αγρότες ή και βοσκούς προβάτων λογιζόντουσαν «ΣΥΝ» όμως, δυστυχώς, αυτοί οι σεβαστοί ρυτιδιασμένοι αγρότες και βοσκοί δίπλα στον «κύριο», που φορούσε μεταξωτή γραβάτα ή παπιγιόν, εξακολουθούσαν να αισθάνονται άβουλα δίδοντας το προβάδισμα στον όποιο «Αθηναίο», που και εκείνος, πριν φορέσει γραβάτα, στα Κράβαρα ζούσε.

Αφ υψηλού, λοιπόν, οι «πρωτευουσιάνοι» έβλεπαν τον «παρακατιανό τους», που δεν «γνώριζε να φέρεται», όπως εκείνοι οι οποίοι είχαν μεν εκπαιδευτεί στο δέσιμο της γραβάτας αλλά το στομάχι τους, τις περισσότερες φορές, ήταν άδειο τροφής.

Και ήταν άδειο, εν αντιθέσει με τον χωριάτη ή βοσκό με τα καλούδια που πάντα στα αμπάρια του είχε, και έχει, το δικό του στομάχι το έχει πάντα «τέζα» από νόστιμα φαγητά και βαρελίσιο, δικό του νέκταρ, κρασί!

Τώρα, θα μου πείτε, γιατί αναφέρομαι σε όλα αυτά;

Μα το κάνω γιατί κάποιο «καταχωνιασμένο» δικό μου

«άβουλο» μυστικό θυμήθηκα και ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν θέλω να το βγάλω στην επιφάνεια χωρίς την αίσθηση τωρινής έστω ντροπής επειδή αυτά παλιά συνέβησαν…

Όπως πιο πάνω είπα, ήταν το τελευταίο 5νθήμερο του Ιανουαρίου του 1965 και για πολλά χρόνια υπηρετούσα στη Ρόδο στην οποία ενδόμυχα, εγώ ο χωριάτης, ένιωθα «κοσμοπολίτης» και, μέσα σε εκείνη τη βαρυχειμωνιά στο χερσαίο Ελληνικό Χώρο (στη Ρόδο δύσκολα βλέπαμε χιόνια) μου κοινοποίησαν μια μετάθεση για το Παρανέστι Δράμας και παρ’ ολίγο να πάθω συγκοπή.

Με στενοχώρια άφησα την οικογένειά μου στη Ρόδο (η σύζυγός μου ως εκπαιδευτικός δίδασκε σε σχολείο) και με πλοίο γραμμής για Πειραιά τράβηξα.

Από τον αρχηγό Χωροφυλακής στρατηγό Νικόλαο Παναγιωτακόπουλο, στον οποίο παρουσιάστηκα, βρίσκοντας κατανόηση ακύρωσε το Παρανέστι και ως αστυνόμο, στον Σταθμό Χωροφυλακής Αργαλαστής Πηλίου, με τοποθέτησε.

Στα αρχικά υπηρεσιακά μου χρόνια και ως χωροφύλακας τροχονόμος μάθαινα, όπως και άλλοι συνάδελφοί μου, ότι- πίσω από την πλάτη μας- και τώρα γίνεται- τους αστυνομικούς, ιδιαίτερα τους τροχονόμους, χωριάτες και τσοπάνηδες τους (μας) αποκαλούσαν και πιο πολύ τα έλεγαν αυτά εκείνοι που διέπρατταν τροχομικές παραβάσεις.

Αυτός ο χαρακτηρισμός (που ήταν πέρα για πέρα σωστός) τότε, με τα μυαλά που φέρναμε, τρομερά μας κακοφαινότανε γιατί θέλαμε οι πολίτες που, ως δυνατή «ΕΞΟΥΣΙΑ» εμείς τους διοικούσαμε επιθυμούσαμε να νομίζουν ότι «έλκουμε την καταγωγή» από γενιές Λάτσηδων, Μποδοσάκηδων ή Ωνάσηδων και όχι από λασποχώρια.

Με λίγα λόγια κρύβαμε την χωριάτικη καταγωγή μας και προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε γιδοπρόβατα, βόδια, γαϊδουράκια και ένα σωρό άλλα ευλογημένα και νοσταλγικά σέα, μέα άψυχα ή ζωντανά τα οποία με την παρουσία τους, ιδιαίτερα τα παλιά δικά μου χρόνια, αυτά «σφιχτά έδεναν» την όμορφη ζωή του χωριού, του όποιου χωριού.

Έφυγα λοιπόν με μετάθεση από ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον που ΔΕΝ ήθελα να με φωνάζουν χωριάτη και με έστελναν σε χωριό και άμε γύρευε τι αγροίκους καράβλαχους θα αντιμετώπιζα.

Ταξιδεύοντας οδικώς με το υπεραστικό Κ.Τ.Ε.Λ. Αθηνών-Βόλου συνεχώς αυτά σκεπτόμουνα παρακαλώντας συγχρόνως το Θεό να με προστατεύει από «άξεστους», «βάρβαρους», παν-άγριους την όψη, ίσως ακόμη και μαχαιροβγάλτες.

Με αυτές μου τις σκέψεις κάποτε έφτασα στο Βόλο και το απόγευμα της επομένης με άλλο λεωφορείο γραμμής Πηλίου κατέληξα στην Αργαλαστή, στην οποία και με παγωμένη καρδιά, επρόκειτο να αστυνομεύσω.

Αλλά Παναγίτσα μου από την πρώτη στιγμή πόση διαφορά υπήρχε από εκείνα που στο θολωμένο μου μυαλό εγώ σκεπτόμουνα.

Οι έγγαμοι συνάδελφοί μου υπνε/ρχης Τίγκας Απόστολος και οι χωροφύλακες Πούλιος Κων/νος και Τσιόλας Βαγγέλης βρισκόντουσαν στη στάση του λεωφορείου και με μεγάλη χαρά με καλωσόρισαν και με οδήγησαν στον Σταθμό Χωροφυλακής. Την δε επομένη της αφίξεώς μου οικογενειακώς και ομαδικά ήρθαν στον Σταθμό κουβαλώντας μαζί τους τα πιο νόστιμα φαγητά που μπορούσαν να κατασκευάσουν εκείνες οι υπέροχες γυναίκες των καλών μου συναδέλφων.

Και θα πω τούτο: Εκείνη την όμορφη ζεστή συνάντηση και γνωριμία με τις οικογένειες των συναδέλφων μου ποτέ δεν ξέχασα

Απανωτές στη συνέχεια και για μέρες οι επισκέψεις των πολιτών οι οποίοι με καλωσόριζαν με εκείνη την άδολη ζεστή χειραψία τους και ένα χαμόγελο που φανέρωνε ότι εκείνοι οι άνθρωποι όχι μόνο δεν ήταν «άξεστοι», «βάρβαροι» και «μαχαιροβγάλτες», όπως εγώ νοερά τους χαρακτήριζα, αλλά από την πρώτη κιόλας στιγμή με έκαναν να αλλάξω γνώμη και ακόμη θα προσθέσω πως, καλά γνωρίζω ότι, πριν από μένα αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, της δικής μου, από εκεί, αναχώρησης, ο όποιος ταξιδιώτης διερχόμενος και όχι μόνο από αυτό το χωριό φεύγοντας, κάτι το όμορφο είχε να θυμηθεί από την ζεστασιά και φιλοξενία εκείνων των κατοίκων που ζούσαν ή και τώρα ζουν στο βουνό των Κενταύρων, το Πήλιο.

Και έρχομαι σε εκείνο το συγκινητικό περιστατικό που μέχρι σήμερα ποτέ δεν ξέχασα!

Στην Αργαλαστή όλα έβαιναν καλώς και πολύ γρήγορα άρχισα να συνηθίζω όμως ένα σοβαρό πρόβλημα με απασχολούσε.

Λόγω απουσίας της οικογένειάς μου και επειδή εκεί κανένα εστιατόριο δεν υπήρχε( η ταβέρνα του μπάρμπα-Μάρκου βρισκόταν μακριά-εκεί πήγαιναν και έτρωγαν οι άγαμοι και πολύ νεώτεροι από μένα την ηλικία χωροφύλακες, ενώ μία άλλη που ήταν στην πλατεία, του Καλόγερου, όπως ονόμαζαν εκείνο τον υπέροχο άνθρωπο, λόγω ανακαίνισης για αρκετό καιρό δεν λειτουργούσε) εγώ είχα πρόβλημα σίτισής μου.

Αρχικά οι έγγαμοι συνάδελφοι Αποστόλης Τίγκας, Κώστας Πούλιος και Βαγγέλης Τσιόλας εκ περιτροπής και χωρίς εγώ να τους το ζητήσω, από το σπίτι τους, μου έφερναν φαγητό, χώρια που πολλά μεσημέρια, σε συνεννόηση μεταξύ τους, και εναλλάξ με έπαιρναν στο σπίτι τους και στρογγυλοκαθισμένος στο πλούσιο τραπέζι τους έτρωγα του σκασμού, έχοντας βέβαια και το φόβο μέσα μου.

Και αυτός ο φόβος ήταν οι Κανονισμοί Πειθαρχίας που απαγόρευαν τα πολλά σούρτα φέρτα μεταξύ ανωτέρων και κατωτέρων σε βαθμούς, τονίζοντάς μας κάθε τόσο ακόμη και με άνωθεν διαταγές ότι έπρεπε να προσέχουμε τις μεταξύ μας υπηρεσιακές σχέσεις επειδή με τα πολλά πολλά-τόνιζαν οι διαταγές -«χαλαρώνει» η πειθαρχία.

Κάι όλα αυτά-μια που ήμουνα αστυνόμος τους-εμένα με προβλημάτιζαν και τούτο γιατί σε περίπτωση που η προϊσταμένη μας αρχή μάθαινε ότι τρώγω σε σπίτια υφισταμένων μου και μάλιστα (με εκείνα τα ωραία και νόστιμα φαγητά τους) χωρίς ντροπή και λαίμαργα «ξεζώνω» τη λωρίδα του παντελονιού μου τροφοδοτώντας μέχρι σκασμού οισοφάγο και στομάχι, αλήθεια και με σιγουριά σας λέω, ότι την είχα… άσχημα!

Αυτόν μου το φόβο, άλλοτε σοβαρά και άλλοτε αστεία, τον κουβέντιαζα με τους συναδέλφους μου οι οποίοι γελώντας με καθησύχαζαν, αλλά οι κανονισμοί ήταν κανονισμοί και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκε λύση.

Ένα πρωί στο γραφείο μου με επισκέφθηκε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Και ποιος ήταν ο Δημήτρης!

Ήταν ένας νοικοκύρης της Αργαλαστής (έτσι είναι όλοι τους) ο οποίος, πέρα από τα όποια πολλά περιουσιακά του στοιχεία, στην κεντρική πλατεία του χωριού του διατηρούσε και ένα καλό ευρύχωρο καφενείο.

Σεμνός, ολιγόλογος, ήρεμος και γλυκύτατος στη συμπεριφορά του άνθρωπος και κατά πως έλεγαν οι πληροφορίες μου (που ως αστυνόμος για πολλούς είχα συλλέξει) οικογενειακώς έχαιρε «την έξωθεν καλή μαρτυρία» γι’ αυτό και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού συνήθως άνδρες (τότε γυναίκες δεν πήγαιναν σε καφενεία), το δικό του καφενείο προτιμούσαν.

Τις περισσότερες φορές και εμείς, τα αστυνομικά όργανα εννοώ, στο δικό του καφενείο πίναμε τον καφέ μας και μάλιστα δεν χορταίναμε να ακούμε όμορφες ιστορίες που μας έλεγε ο πατέρας του Δημήτρη, εκείνος ο καλοκάγαθος σεβάσμιος γέρος τον οποίο εγώ τον προσφωνούσα παππού Στέργιο και αυτή μου η προσφώνηση, πολύ του άρεσε.

Με χαρά λοιπόν δέχτηκα τον Δημήτρη και τον ρώτησα σε τι μπορούσα να του φανώ χρήσιμος.

Και ο ανέλπιστος επισκέπτης μου, περίπου, αυτά τα λόγια μου είπε.

-Αστυνόμε (έτσι με φώναζε ακόμη και τότε που γίναμε καλοί φίλοι), στο χωριό μας δεν υπάρχουν εστιατόρια και επειδή, όπως έμαθα, προσωρινά εδώ είσαι μόνος και μπορεί να έχεις πρόβλημα με την καθημερινή σου σίτιση συνεννοήθηκα με τη γυναίκα μου και τον πατέρα μου για να σου φτιάχνουμε εμείς φαγητό.

Όσο καιρό, λοιπόν, απουσιάζει η οικογένεια σου θα τρως ότι και εμείς τρώμε και επειδή η δουλειά μου είναι κοντά στον Σταθμό θα σου φέρνουμε εδώ το φαγητό σου χωρίς καμιά οικονομική υποχρέωση, δεν θέλουμε χρήματα.

Έτριβα τα μάτια μου, με είχε συγκινήσει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, εκείνος ο υπέροχος πράγματι άνθρωπος με όσα μου είχε πει και αφού στην αρχή ευχαριστώντας τον αρνήθηκα στη συνέχεια όμως, με την επιμονή του, δέχτηκα να με «ταΐζει» όχι όμως τζάμπα, αλλά εκείνος δύσκολα έπαιρνε χρήματα και κυριολεκτικά τον κυνηγούσα στις σκάλες του Σταθμού για να του δώσω τις πενταροδεκάρες μου, ενώ τα φαγητά που παρασκεύαζε ο καλός σύντροφος της ζωής του η καλή του σύζυγος του κ. Νίκη ήταν πλουσιοπάροχα!

Στον Σταθμό και σε καθημερινή βάση μου έφερναν το φαγητό ο Δημήτρης, ο παππούς Στέργιος και μερικές φορές ο 10χρονος πανέξυπνος πιτσιρικάς Στέργιος, γιος του Δημήτρη και θυμάμαι πως το έφερναν μέσα στο στρογγυλό δίσκο των καφέδων!

Φίλοι μου αναγνώστες, παρακαλώ ελάτε νοερά για λίγο στη δική μου ψυχοσύνθεση και νιώστε ότι νιώθω ακόμη και τώρα που από τότε 55 ολόκληρα χρόνια πέρασαν.

Ένας ξένος άνθρωπος προσφέρεται να ταΐζει κάποιον που βέβαια κατέχει μια θέση αλλά δεν τον έχει και ανάγκη

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, εκείνος ο καλός νοικοκύρης της Αργαλαστής, απλά αγαπούσε τους χωροφύλακες, έμαθε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ένα όργανο τάξεως και προσφέρθηκε αφιλοκερδώς να το επιλύσει.

Τότε, ιδιαίτερα στα χωριά, παρά τα όσα δεινά, οι κάτοικοι αυτών, είχαν περάσει με τον πόλεμο και στη συνέχεια τον εμφύλιο σπαραγμό προσπαθούσαν να ξεχάσουν τα όσα πέρασαν και σιγά σιγά η ηρεμία άρχισε να επικρατεί ανάμεσά τους ακόμη και σε περίπτωση που, πολιτικά, διαφορετικά σκεπτόντουσαν.

Και δεν ήταν μόνο ο Δημήτρης Παπαϊωάννου που μου είχε προτείνει να με ταΐζει και μάλιστα τζάμπα.

Πολλοί κάτοικοι του χωριού οι οποίοι, στο πέρασμα των ημερών, είχαν γίνει φίλοι μου. Με καλούσαν στο σπίτι τους για φαγητό και ιδιαίτερα Κυριακές και γιορτές.

Όλους τους ευχαριστούσα όμως πουθενά δεν πήγαινα και τούτο γιατί, ο φίλος μου ο Δημήτρης, με είχε αναλάβει «…ξεκοπή» και σχεδόν η δωρεά τροφοδοσία μου κάπου ένα 6μηνο διήρκησε επειδή, με την παύση των Σχολείων, έφερα και την οικογένειά μου στην Αργαλαστή στο Σχολείο της οποίας και η σύζυγός μου ως δασκάλα δίδαξε.

Δυο χρόνια μείναμε στην Αργαλαστή (1965 και 1966) γιατί μετά, εγώ και η Φωτούλα, σε υπηρεσίες της πόλεως Βόλου μετατεθήκαμε.

Όμως εκείνα τα χρόνια, εκείνο το όμορφο πέρασμα ανάμεσα στους ζεστούς, καλοσυνάτους και φιλόξενους αρχοντάνθρωπους, ποτέ δεν θα ξεχαστούν.

Και σκέπτομαι. Πόσα σενάρια ακόμη και κακότητας μπορεί να πλάσει ανθρώπινος νους για ανθρώπους που δεν γνωρίζει και η καλοσύνη και αρχοντιά τους παρασάγγας διαφέρουν των όσων τους «καταμαρτυρούν».

Φίλοι της Αργαλαστής, φίλοι των χωριών του Νοτίου αλλά και ολόκληρου του Βουνού των Κενταύρων- μια που τόσα χρόνια που μένω εδώ σας έχω καλά γνωρίσει ειλικρινά σας αγαπώ και σας εκτιμώ όπως αγαπώ και τους Δωδεκανησίους ιδιαίτερα τους Ροδίτες επειδή ανάμεσά τους πολλά επίσης χρόνια έζησα και γνωρίζω την ένθερμη καλοσύνη τους και την φιλοξενία τους.

Με τη δύναμη και τη θέληση του Θεού συνεχίζω ακόμη να ζω και να κινούμαι ανάμεσα σε καλούς και από χρόνια φίλους μου όπως είναι ο εξ Αργαλαστής καταγόμενος συμβολαιογράφος κ. Γιώργος Γαλλέας ο οποίος με τιμά με την εγκάρδια φιλία του.

Ως προς τον αγαπημένο αλησμόνητο φίλο και τροφοδότη μου Δημήτρη Παπαϊωάννου, ε, αυτόν ποτέ δεν πρόκειται να τον ξεχάσω όπως δεν θα ξεχάσω και τον πατέρα του Δημήτρη και -για μένα- παππού Στέργιο, τον γλυκύτατο εκείνο σοφό άνθρωπο.

Σεβαστέ παππού Στέργιο, αγαπημένε μου φίλε Δημήτρη εύχομαι η αγνή σας ψυχή και για πάντα αναπαυμένη να βρίσκεται:

ΑΙΩΝΙΑ, ΔΕ, ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΣΑΣ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου