ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Σοφία, η ανυπότακτη Φιλελληνίδα δούκισσα

η-σοφία-η-ανυπότακτη-φιλελληνίδα-δούκ-694643

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή

yanniskalan47@gmail.com

Αρκετά πράγματα δεν είναι πολύ γνωστά για τη γυναίκα. Οι παλιότεροι την ανακαλούν στη μνήμη τους, όταν ο συρμός του Μετρό της Αθήνας πλησιάζει στον ομώνυμο σταθμό και, όταν κυκλοφορούν στην ομώνυμη λεωφόρο, στο Χαλάνδρι. Τις λεπτομέρειες, που συνθέτουν την οικογενειακή και την προσωπική της ιστορία, οι περισσότεροι, ιδίως οι νέοι, τις πληροφορούνται σποράδην, αταξινόμητες, με αποτέλεσμα επιβεβαιωμένα γεγονότα να χάνουν τη σημαντικότητά τους, να λησμονούνται.

Ο λόγος για τη δούκισσα της Πλακεντίας, τη Γαλλίδα ευγενή, ένθερμη Φιλελληνίδα Σοφί ντε Μαρμπουά, που γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑτο 1785, κόρη του μαρκησίου Φρανσουά ντε Μαρμπουά, διακεκριμένου πολιτικού, επιτετραμμένου της Γαλλίας στις ΗΠΑ. Στα 19 της παντρεύτηκε τον Αν-Σαρλ Λεμπρέν, δούκα της Πλακεντίας (πόλη της βορειοδυτικής Ιταλίας), με τον οποίο, το 1804, απέκτησαν την Ελίζα.

Η δούκισσα, ως κόρη και ως δέσποινα χρημάτισε Κυρία επί των Τιμών της Μαρίας Λουίζας, δεύτερης συζύγου του Ναπολέοντα. Η ομορφιά, η μόρφωση και η τόλμη της συγκέντρωνε το θαυμασμό ανδρών και γυναικών στη Γαλλική Αυλή, ακόμη και του Μ. Ναπολέοντα, ο οποίος, παρά τη στενή πολιορκία, δεν κατάφερε να κυριεύσει την καρδιά της ανυπότακτης Αμερικανογαλλίδας. Τελικά, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της επέφερε τη συζυγική ρήξη. Το ζεύγος χώρισε το 1824.

Μετά το χωρισμό, η Σοφία ζει πιο ελεύθερα, οργανώνει στο σαλόνι της φιλολογικές συναντήσεις, όπου συμμετέχουν οι Λαμαρτίνος και Ουγκώ και μυείται στον Φιλελληνισμό. Σε αυτές γνωρίζει και ερωτεύεται παθιασμένα τον ποιητή Καζιμίρ Ντελαβίν, τότε γνωρίζει και τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Ταξιδεύοντας με καράβι για τη Γένοβα, στη διάρκεια καταιγίδας, ζήτησε να τη δέσουν στο μεσαίο κατάρτι για να απολαύσει καλύτερα τα τεράστια κύματα της θάλασσας! Τη μιμήθηκε και ο Καζιμίρ, αλλά φοβήθηκε και δεν άντεξε. «Ο ποιητής ξερνούσε απελπιστικώς!». Στο λιμάνι η Σοφία, τον κοίταξε περιφρονητικά: «Η Θεία Πρόνοια», του είπε, «θέλησε να με σώσει από έναν άνθρωπο, όπως εσείς, δείχνοντάς με τον εγωισμό σας και τη δειλία σας! Χαίρετε κύριε!». Η ερωτική σχέση κομματιάστηκε.

Τα εισοδήματά της, άνω των 150.000 φράγκων, της επιτρέπουν να ταξιδέψει, το 1830, στην Ελλάδα με την ασθενική 26χρονη κόρη της. Στο Ναύπλιο, καταγοητεύεται από τον κυβερνήτη της χώρας Καποδίστρια, τον θαυμάζει απεριόριστα, ύστερα όμως, στρέφεται εναντίον του, τον μισεί. Στη Φλωρεντία, μόλις πληροφορείται τη δολοφονία του (1831), εκδίδει φυλλάδιο, στο οποίο υποστηρίζει τη δολοφονική πράξη των Μαυρομιχαλαίων!

Το 1834, στην Αθήνα αυτή τη φορά, εξελίχθηκε σε εξέχουσα φυσιογνωμία της μικρής αθηναϊκής κοινωνίας. Ζούσε μεγαλοπρεπώς. Αγόρασε κτήματα στην περιοχή, ανήγειρε μέγαρα, επειδή, όμως, πίστευε στην προφητεία, ότι θα πεθάνει μόλις ολοκληρωθεί η ανέγερση των κτισμάτων, τα εγκατέλειπε ημιτελή! Τη χειμερινή κατοικία την ονομάζει «Ιλίσσια» (σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό Μουσείο) και το 1846 αρχίζει την οικοδόμηση των κτιρίων «Πλακεντία» και «Πυργάκι». Σήμερα, στην προσωρινή έπαυλή της και το «Καστέλλο της Ροδοδάφνης», γίνονται καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Πεντέλης.

Η ζωή της συνυφαίνεται με την αναγέννηση της Ελλάδος, αλλά και με θρύλους, ιδιαίτερα τους τελευταίους χρόνους της ζωής της. Από τη μια, διαθέτει με την κόρη της44.000 φράγκα για τις ανάγκες της Κυβέρνησης και αναλαμβάνει την επιμόρφωση απόρων κορασίδων, θυγατέρες αγωνιστών, από την άλλη, αντιμέτωπη με τους φόβους της, συμφιλιώνεται, στην ακμή της ηλικίας της και του ψυχικού δυναμικού της, με μια ζωή κλειστή.

Η σταδιακή απώλεια δύναμης και ζωτικότητας άρχισε το 1836, όταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, μνηστήρας της κόρης της, έχασε τη ζωή του. Η Ελίζα υπέστη σοβαρό συναισθηματικό κλονισμό, το σώμα της κατατρύχεται από τη φυματίωση και, ενώ η μητέρα της κάνει τα πάντα να τη γλυτώσει από το «χτικιό», η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Πέθανε το 1837, στα 33 της. Την ταριχευμένη σορό της, η δούκισσα, την τοποθέτησε σε γυάλινο φέρετρο στο υπόγειο του μεγάρου της, Μυλλέρου και Αγησιλάου γωνία, κοντά στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου, αρνούμενη την ταφή της. Καθημερινά, ντυμένη στα μαύρα, κατέβαινε στο υπόγειο, άναβε κεριά και, καθισμένη πλάι της, έκλαιγε γοερά…

Ο πρόωρος θάνατος της λατρεμένης κόρης απομακρύνει τη Σοφία από τα συνηθισμένα, την αποξενώνει κοινωνικά και οδηγείται σε μια θρησκεία πολύ μακριά από τον χριστιανισμό, κοντά στον ιουδαϊσμό, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζεται με αυτόν. Μια θρησκεία χωρίς πιστούς, της οποίας είναι ταυτόχρονα η ιέρεια και η προφήτισσα.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1847, πυρκαγιά, που ξέσπασεστο υπόγειο και προκλήθηκε από τις λαμπάδες, αποτέφρωσε την οικία της και το ταριχευμένο σώμα της Ελίζας, με αποτέλεσμα η ιδιοτυπία της Σοφίας να κυριαρχηθεί από μισάνθρωπα αισθήματα, που επιδείνωσαν την υδρωπικία, από την οποία έπασχε. «Είναι μια κοντή γυναίκα, εξαιρετικά αδύνατη, που αν τη φυσήξεις θα πέσει κάτω. Η απαράλαχτη φορεσιά της, χειμώνα καλοκαίρι, είναι εκείνο που της δίνει όψη φαντάσματος. Ενα άσπρο βαμβακερό φόρεμα και ένα άσπρο πέπλο, σαν των Εβραίων γυναικών, το οποίο τυλίγει το χλωμό της πρόσωπο και τα λευκά μαλλιά της». (Η περιγραφή είναι του Εντμοντ Αμπού, Γάλλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Η Ελλάδα του Οθωνα», εκδ. Μεταίχμιο).

Η δούκισσα της Πλακεντίας πέθανε τον Μάϊο του 1854 στην ηλικία των 69 ετών και ετάφη στην Πεντέλη, σε αρχαιοπρεπή τάφο σχήματος ναΐσκου από πεντελικό μάρμαρο, που είχε στηθεί βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.

Η εκκεντρική Αμερικανογαλλίδα ευγενής, που κάποτε αποστράφηκε τον Καποδίστρια, τον βασιλιά Οθωνα, τη βασίλισσα Αμαλία και τους αυλικούς τους, εκτός από τα μεγάλα ποσά, που προσέφερε για φιλανθρωπικά έργα στην Ελλάδα (ήταν η πλουσιότερη γυναίκα της Αθήνας), βοήθησε οικονομικά τους χωρικούς της Πεντέλης, χρηματοδότησε τη β’ έκδοση των «Ελληνικών χρονικών του Μεσολογγίου», ανακατασκεύασε τη Συναγωγή στη Χαλκίδα (1854).Οι κατοικίες της υπήρξαν πόλος έλξης των ξένων περιηγητών, που επισκέπτονταν το νέο βασίλειο, αλλά και Ελλήνων θαυμαστών της.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου