ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Περιπετειώδεις διακοπές, με απαιτητικές «αξιώσεις»!

περιπετειώδεις-διακοπές-με-απαιτητι-693946

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Ηταν καλοκαίρι της 10ετίας του 1980 και, οικογενειακά, αποφασίσαμε να πάμε για ένα τουλάχιστον 15ήμερο, διακοπές στη Ρόδο.

Έκλεισα δυο καμπίνες -αν καλά θυμάμαι- στο πλοίο «ΜΙΑΟΥΛΗΣ» αφού πρώτα και μέσω καλού μου φίλου είχα βρει σπίτι, σχετικά ευρύχωρο,για 5μελή οικογένεια.

Την ημέρα αναχώρησής μας κλείδωσα το κτηματομεσιτικό μου γραφείο, βάζοντας στην πόρτα του ένα σημείωμα ότι «επιστρέφω τότε» και, πηγαίνοντας σπίτι μου, μετά το φόρτωμα των αποσκευών μας, σύζυγος, δυο παιδιά μας (το άλλο υπηρετούσε στη Χωροφυλακή) και η κόρη του αδελφού μου, στρογγυλοκάθισαν στο Ι.Χ. αυτοκίνητο, με οδηγό την αφεντιά μου.

Πριν όμως ξεκινήσω, στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου, είχαν πάρει θέσεις και στην αγκαλιά των παιδιών μας χοροπήδαγαν παράλληλα δε, στη δική τους γλώσσα, ακατάπαυστα τραγουδούσαν δυο μικρά σκυλάκια μάρκας Γιορκσάιρ τα οποία και εκείνα, ως αναπόσπαστα μέλη της δικής μου οικογένειας, τα παίρναμε μαζί μας.

Τη χαρά που έκαναν, ειλικρινά, δεν μπορώ να την περιγράψω, λέτε και καταλάβαιναν ότι πήγαιναν διακοπές στο ομορφότερο νησί,του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος!

Εδώ όμως θα μου επιτραπεί, να πω κάτι: Όποιος δεν έχει ζήσει και σε καθημερινή βάση δεν βρίσκεται κοντά σε τέτοια ζωάκια σίγουρα και, δικαιολογημένα, διαβάζοντας τούτα που εδώ γράφω, θα με περάσει για τρελό.

Για να αποβάλλει όμως αυτόν τον άδικο χαρακτηρισμό (χωρίς να έχω πρόβλημα στο να παραδεχτώ ότι και εγώ διατηρώ μια ελαφρά έστω δόση από τη χαρισματική αυτή ασθένεια) συνιστώ, σε όποιον δεν αγαπά αυτά τα ζωάκια, να αποφασίσει και να κάνει την υπέρβαση.

Να προμηθευτεί δηλαδή ένα σκυλάκι οποιασδήποτε ράτσας, ακόμη και αδέσποτο ή βρόμικο από αυτά που γυρίζουν πεινασμένα στους δρόμους και ίσως αυτό να ήταν καλύτερο.

Και αφού ζήσει μαζί του, έστω και λίγες ακόμη μέρες, δείξει όμως ενδιαφέρον και αγάπη προς εκείνο το ζωάκι, να είναι βέβαιος ότι ύστερα από ένα μικρό χρονικό διάστημα θα αισθάνεται υπερβολική για κείνο αγάπη και θα το θεωρεί ως τον καλύτερο και πιστότερο φίλο του.

Τότε, ε, τότε, θα γλιτώσω και εγώ από τον άδικο χαρακτηρισμό ενός τρελού που μόνο η ζουρλομανδύα μου απομένει και στις διαστάσεις εκείνου του υπέροχου άκακου γνωστού Δελαπατρίδη. Κλείνω παρένθεση.

Όμορφο και ήσυχο το ταξίδι μας μέχρι τον Πειραιά και φτάνοντας βάλαμε το αυτοκίνητο στο γκαράζ του πλοίου και από μια κατακόρυφη θυμάμαι σκάλα, που φοβόταν η γυναίκα μου να ανεβεί, βγήκαμε στο κυρίως κατάστρωμα και η πρώτη δουλειά όλων μας ήταν να αποχωριστούμε τα σκυλάκια μας για τα οποία κόρη και ανιψιά έκλαιγαν όταν τα βάζαμε σε κάποιο ειδικό κλουβί, πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα.

Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα και το πλοίο βρισκόταν ακόμη στο λιμάνι όταν ακούω από τα μεγάφωνα: «Παρακαλείται ο κύριος των δυο Γιορκσάιρ που βρίσκονται στο ειδικό κλουβί, να πάει αμέσως εκεί».

Τσακίστηκα μέχρις ότου φτάσω, ακολουθούμενος από τα παιδιά μου. Πριν όμως βρεθώ εκεί διαπίστωσα ότι χάλαγε ο κόσμος και ο ντουνιάς από τα γαβγίσματα και «μοιρολόγια» των σκύλων. Έκλαιγαν με το δικό τους τρόπο, φώναζαν και παράλληλα προσπαθούσαν να φάνε τα ατσάλινα σύρματα περίφραξης της κλούβας, για να ελευθερωθούν.

Είχαν σηκώσει το κατάστρωμα του πλοίου στο πόδι. Είχε μαζευτεί γύρω από το κλουβί ένα σωρό κόσμος και παρακολουθούσε την ατραξιόν των δύο μικρών σκύλων, ενώ ένας μεγαλόσωμος δίπλα τους και σε άλλο κλουβί, κοιμόταν ατάραχος!

Πολλοί γελούσαν, άλλοι άκουγα να λένε «τα καημένα πώς κάνουν» και άλλοι (οι περισσότεροι και περιφρονητικά) ξεστόμιζαν «τα κοπρόσκυλα», μια φόλα τους χρειάζεται.

Όταν εκείνα είδαν εμάς έκλαιγαν και φώναζαν περισσότερο, χοροπηδούσαν σαν μαϊμούδες, σκαρφάλωναν στα κλουβιά, δάγκωναν τα σύρματα και προσπαθούσαν να ελευθερωθούν.

Παρακάλεσα τον αρμόδιο του Πλοίου, ο οποίος, μετά την αγγελία του μεγαφώνου, με περίμενε κοντά στο κλουβί, να μου επιτρέψει να τα πάρω στην καμπίνα μου, ευγενικά όμως αρνήθηκε λέγοντάς μου «σκυλιά σε καμπίνες επιτρέπονται μόνο στις πρώτες θέσεις που βρίσκονται στο κατάστρωμα του πλοίου και όχι σε άλλες καμπίνες» «Εκεί στις θέσεις αυτές» – συνέχισε να μου λέει- «υπάρχουν και ειδικά κρεβατάκια ζώων».

Και αφού με ρώτησε σε ποια καμπίνα βρίσκομαι, μου συνέστησε να πληρώσω τη διαφορά των εισιτηρίων (δικού μου και συζύγου) και να πάω πρώτη θέση και για σκυλάκια θα πληρώσω το προβλεπόμενο εισιτήριο.

Εκείνος μίλαγε, τα σκυλάκια φώναζαν και ανέβαιναν στο μεγάλο κλουβί σαν την τσίτα του Ταρζάν, ο συγκεντρωμένος εκεί κόσμος μουρμούριζε το κοντό και το μακρύ του με λέξεις συμπάθειας ή οργής.

«Τα κακόμοιρα πώς κάνουν», ή «τα κοπρόσκυλα, εγώ αν μπορούσα θα τα πέταγα στη θάλασσα» και τόσα άλλα λόγια αγάπης ή κακότητας και εγώ που σκεπτόμουνα το: μπροςβαθύ και πίσω ρέμα, αποφάσισα να αφήσω το ρέμα να βαδίζει στην δική του πορεία και εγώ να «μετακομίσω», από μια σκοτεινή δευτερεύουσα καμπίνα στην οποία για να βλέπω χρειαζόμουνα ηλεκτρικό ρεύμα, σε πολυτελές δίκλινο δωμάτιο που βρισκόταν στο κατάστρωμα του πλοίου και λίγο ποιο πέρα από εκεί που ήταν το κλουβί φύλαξης ζώων.

Και εκείνα τα ζωντόβολα εκεί κοντά μας την είχαν αράξει μέσα στα δικά τους κρεβατάκια στα οποία έκαναν τον καλύτερο ύπνο,όπως έγινε και με την επιστροφή μας από τη Ρόδο γιατί και πάλι πρώτη θέση πήρα για να μη προκύψει το ίδιο πρόβλημα.

Φίλοι μου αφορμή, στο να γράψω αυτά τα λόγια, πήρα από μια δυσάρεστη είδηση που διάβασα στο διαδίκτυο.

Κάποια κτήνη κυριολεκτικά, επαναλαμβάνω, κτήνη, εκεί στο Ηράκλειο της Κρήτης, έχουν αναστατώσει τους κατοίκους όχι μόνο εκείνης της πόλεως, αλλά εκατομμύρια πιστεύω Ελλήνων που νιώθουν τον ίδιο θυμό και την ίδια ψυχολογική αναστάτωση. Δείτε παρακαλώ, καλοί μου αναγνώστες τη φωτογραφία που επισυνάπτω και θα καταλάβετε γιατί το λέω αυτό.

Εκείνα λοιπόν τα κτήνη «εκδικήθηκαν» ένα σκυλάκι το οποίο ίσως τα ακολούθησε με μια δική τους λιχουδιά ή λίγο ψωμάκι που του πέταξαν για να το δελεάσουν και να τους ακολουθήσει στο δρόμο του μαρτυρίου του.

Δείτε τι του έκαναν, του πέρασαν θηλιά στο λαιμό και το κρέμασαν στη γέφυρα του δρόμου Μεσαρά-Ηρακλείου, προσφέροντάς του αντί τροφής για να χορτάσει την πείνα του, ένα μαρτυρικό θάνατο.

Δεν λέω βρε αχρείοι, ελεεινοί και τρισάθλιοι, κακούργοι του κερατά, να συμμεριστείτε τη δική μου βλακεία και τη δική μου χαζομάρα, όταν σε μια δύσκολη στιγμή (που εκείνα τα δικά μου ζωάκια από τις φωνές τους είχαν αναστατώσει τόσο κόσμο στο πλοίο και που ήταν έτοιμος να τα βάλει μαζί μου και εγώ) προκειμένου να αποφύγω τα χειρότερα, αναγκάστηκα να πληρώσω εισιτήριο πρώτης θέσης για να τα πάρω κοντά μου. Δεν λέω να ακολουθούσαν εκείνοι οι εγκληματίες τη δική μου βλακεία και να εκδήλωναν στο σκυλάκι που τους ακολουθούσε, την αγάπη που εγώ ένιωθα για τα δικά μου ζωάκια.

Όμως, βρε ζωντόβολα, απευθύνομαι σε πολλούς ή λίγους αχρείους, δεν νιώθατε τη δική μου αρρωστημένη –κατ’ εσάς- αγάπη, αλλά έστω και με την παντελώς ανύπαρκτη συνείδηση που πρέπει να σας διακρίνει, με τι κουράγιο αποφασίσατε να πνίξετε το δυστυχισμένο εκείνο πλασματάκι του Θεού. Τι σας έκανε και το θανατώσατε;

Δεν αισθανθήκατε, βρε ελεεινότερα κτήνη, τίποτα το ανθρώπινο μέσα στη κατάμαυρη ψυχή σας όταν εκείνο το αθώο ζωάκι ψυχορραγούσε μπροστά σας και εξαιτίας σας…

Και πώς ελεεινοί και τρισάθλιοι (πολλοί ή λίγοι και όσοι είστε) παραμένετε ακόμη ήσυχοι και δεν περνάτε μόνοι σας τη θηλιά στο βρώμικο σβέρκο σας και να ριχτείτε στο κενό στο ίδιο σημείο που αφήσατε μετέωρο εκείνο το πλάσμα του Θεού και με την ενέργειά σας αυτή αναστατώσατε μια ολόκληρη πολιτεία την οποία με την συνεχή σας εκεί ενδεχομένως παρουσία, ακόμη την μολύνετε.

Φίλες και φίλοι, αναγνώστες των εφημερίδων «Ταχυδρόμου» και «Ροδιακής» ή και όποιου άλλου εντύπου μου κάνει την τιμή και δημοσιεύσει τούτη την αγανάκτησή μου.

Ζητώ συγγνώμη για τα σκληρά λόγια που απευθύνω σε αυτούς τους αχρείους αγνώστους κακοποιούς της βδελυρής και αξιοκατάκριτης πράξηςεπειδή και εσείς την ώρα τούτη, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές μου, πιστεύω δικαιολογημένα να έχετε εκνευριστεί και αγανακτήσει.

Δεν συνηθίζω να χρησιμοποιώ λέξεις γνωστές μεν σε όλους τις οποίες και εγώ περιοδικά ακούω και προσπαθώ, στο μέτρο του δυνατού, να τις κρατώ μακριά από το λεξιλόγιό μου χωρίς να έχω και απαιτήσεις να θεωρηθώ Άγιος ή ευγενής λόρδος.

Όχι αυτό δεν γίνεται επειδή οι Ελληνικές μου ΡΙΖΕΣ, θα διαμαρτυρηθούν, μια που και εκείνες έχουν μερίδιο στις λέξεις που «ανάβουν τα αίματα» γι’ αυτό και οι ξένοι λαοί, όταν ακούνε τη διεθνώς κατοχυρωμένη και αναγνωρισμένη ως δική μας γνώριμη λέξη με το αρχικό της «Μ», αμέσως καταλαβαίνουν ότι, εκείνοι που φιλικά ή εχθρικά κουβεντιάζουν ή φωνασκούν, είναι Έλληνες.

Όπως λοιπόν εξήγησα, δεν χρησιμοποιώ «απαγορευμένες» λέξεις, εδώ όμως βλέποντας αυτή την εικόνα δεν μπόρεσα να κρατήσω τα νεύρα μου και ξέσπασα στους αχρείους υπανθρώπους μια που και το δικό μου αίμα «άναψε». Συγγνώμη, φίλοι μου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου