ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Είς πάσαν τήν Γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών

είς-πάσαν-τήν-γήν-εξήλθεν-ο-φθόγγος-αυτ-639469

«Είς πάσαν τήν Γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και είς τά πέρατα της Οικουμένης τά ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη.΄, στίχ.5)

Του Χρίστου Γ. Κοτρώτσου,

θεολόγου, φιλόλογου, παιδαγωγού, επίτ. γεν. επιθ/τή Μ.Ε.

Αγαπητοί μου φίλοι-ες αναγνώστες, καλημέρα σας και Χρόνια Πολλά για τη μεγάλη εορτή των Ελληνικών Σχολείων και των Γραμμάτων, που εορτάζουν σήμερα, 30 Ιανουαρίου 2019, η Εκκλησία μας, και η Ελληνο – Χριστιανική Παιδεία.

Μετά τους Αγίους Αποστόλους, αναδείχθηκαν μεγάλοι θεολόγοι και πολλοί Άγιοι Πατέρες. Μεταξύ αυτών διαλάμπουν, οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, Βασίλειος ο Μεγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «Οι τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος».

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών (30 Ιανουαρίου) καθιερώθηκε κατά τον 11ον αιώνα, για τον κοινό εορτασμό των τριών μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, δηλ. Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου, και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Με τον σκοπό να προβληθεί η αρμονική και ισόρροπη σύνθεση της κλασικής Ελληνικής παιδείας και σοφίας, με τη χριστιανική πίστη και παράδοση.

Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν οι υπέρμαχοι και οι δημιουργοί της συνθέσεως αυτής. Γι’ αυτό και κατά την αναγέννηση
των κλασικών σπουδών, στο Βυζάντιο κατά τον 11ον αιώνα, κατέστη αναγκαία, η προβολή τους, ως προστατών των Γραμμάτων, με την καθιέρωση κοινού εορτασμού, επί Αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξίου του Κομνηνού (1081-1118).

Η εορτή αυτή καθιερώθηκε, μετά την ίδρυση του νεότερου Ελληνικού Κράτους, ως εορτή των Γραμμάτων και όλης της Εκπαίδευσης, από το 1842, με ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μεταξύ των διαφόρων γεγονότων και παραγόντων, που επέδρασαν επί της ανθρωπότητας και συνετέλεσαν εις την
πνευματική και πολιτιστική πρόοδό της, πρωταρχική θέση κατέχει, η υπό του ενανθρωπήσαντος Σωτήρος Χριστού δοθείσα αποκάλυψη, των αληθειών της Χριστιανικής θρησκείας.

Επί είκοσι ήδη αιώνας, ο Χριστιανισμός αποτελεί ένα μοναδικό και ανεκτίμητο καταστατικό χάρτη, μια θαυμάσια και μεγάλη περιεκτική εικόνα της παγκόσμιας Ιστορίας, μια ενδιαφέρουσα πραγματικότητα, για όλους εν γένει τους ανθρώπους.

Τα ίχνη της διαβάσεως και της δράσεως των ατόμων και των λαών, σώζονται αποτυπωμένα εις τας Δέλτους της Ιστορίας, η οποία διαλαμβάνει και παρουσιάζει ως ζωντανή εικόνα, άπαν το παρελθόν της ανθρωπότητας, καταυγάζει το παρόν και διανοίγει την οδόν του μέλλοντος. Όσο δε λαμπρότερη είναι η ιστορία των ατόμων, τόσο ενδοξότερη αναδεικνύεται και η ιστορία του λαού εκείνου, ο οποίος ευτύχησε να αναδείξει περιφανή άτομα, φωτεινάς διανοίας.

Εάν και άλλος λαός της Υδρογείου δύναται να επιδείξει μετά καυχήσεως την εικόνα της ιστορίας του, πολύ περισσότερο μπορεί και οφείλει, ο λαός εκείνος εις του οποίου τη γλώσσα εκηρύχθη και απεκρυσταλλώθη, η διδασκαλία του Θεανθρώπου, η οποία αποτελεί το απόλυτο της θρησκευτικής και ηθικής διδασκαλίας θησαύρισμα, και συνεπώς τη μόνη ασφαλή βάση του παρόντος και του μέλλοντος της ανθρωπότητας.

Και, ο λαός αυτός, ο Ελληνικός παρατάσσει στην εικόνα της Ιστορίας του, αναστήματα, όσο σεμνοπρεπή, τόσο και μεγαλοπρεπή και εξ ίσου υψηλά και περιφανή, τα οποία
ώς άλλοι αδάμαντες απαστράπτουν, όπως οι μεγάλοι του Ουρανού φωστήρες, εν τω μέσω της απειρίας των άλλων αστέρων.

Αλλά όπως αστήρ αστέρος διαφέρει κατά την φωταύγειαν, καθ’ όμοιον τρόπον και τα αναφερόμενα εις την Ελληνικήν Ιστορία, πρόσωπα αναλόγως του φωτός, που ακτινοβόλησε από την διάνοιαν αυτών, διαφέρουν εκ της καθόλου δράσεώς των, προς διαμόρφωση του χαρακτήρος των ανθρώπων, και τον εξευγενισμόν των ηθών της κοινωνίας, μέσα στην οποία ανέλαμψαν.
Τοιούτων ανδρών τα ονόματα, παρατάσσει η ιστορία σεμνοπρεπώς, αλλά και περιφανώς και επιζήλως, περικοσμούντα το γένος των Ελλήνων, από αρχαιοτάτων χρόνων.

Παρατηρούμε δε, ότι εξ όλων των διαπρεπών ανδρών, που εγέννησεν η Ελληνική φυλή, εξαιρετικώς διακρίνονται και είναι παγκοίνως γνωστόν, και ευλαβώς προφέρεται το όνομα εκείνων, οι οποίοι διέλαμψαν ολίγον μετά τους χρόνους, κατά τους οποίους ο επιφανής Ταρσεύς (ο Παύλος), ως άλλος Δημοσθένης, αγορεύων είς την Πνύκα του Αρείου Πάγου, διακήρυξεν εις την πόλιν των Αθηνών, «τον άγνωστον Θεόν», «εν ώ, ζώμεν και κινούμεθα και εσμεν» (Πράξ.ιζ’,28-29).

Θεμελιώσας την Ελληνικήν του Χριστού Εκκλησίαν, επί των βράχων εκείνων, επί των οποίων η αθάνατος σμίλη του Φειδία, ολίγου δει να εμψυχώσει τα μάρμαρα. Διότι, οι μεν αναδειχθέντες, προ του χρόνου τούτου, είναι γνωστοί μόνον εις τους περί την Ιστορίαν, την Φιλοσοφίαν και τα Γράμματα ασχολούμενους, οι δε μετά ταύτα, εις πάντας τους φέροντας το όνομα «Χριστιανός», ανεξαρτήτως τάξεως και ηλικίας, γραμματολογικών και ιστορικών γνώσεων, μεγάλων ή μικρών, ολίγων ή πολλών.

Αλλά και εξ αυτών πάλιν, υπερτερούν, οι στυλοβάτες τηςυ Επιστήμης, οι γίγαντες του πνεύματος, που καλλιέργησαν παράλληλα προς την επιστήμην και κάθε άλλην αρετήν… Οι Μάρτυρες της αγάπης, η οποία αποτελεί το έμβλημα του αληθινού και γνήσιου Χριστιανισμού.

Τρεις άνδρες παρατάσσει η ιστορία του Χριστιανικού Ελληνισμού, ως ηγέτες της χορείας των διαπρεψάντων εις την ελληνοχριστιανικήν φιλοσοφίαν και ρητορείαν, αλλά και εις το έργον της διδασκαλίας, της «Καινής εντολής», της αγάπης, η οποία κατέστη το κέντρον πέριξ του οποίου εκτυλίσσεται ο πραγματικός της ανθρωπότητας εκπολιτισμός.

Οι Ιεροί δε αυτοί άνδρες, Έλληνες εξ Ελλήνων, είναι οι Άγιοι: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης, ο Χρυσόστομος. Τα ονόματά των, αποτελούν περίλαμπρον κόσμημα διά την Επιστήμην, τα Ελληνικά Γράμματα και την χριστιανικήν αρετήν των οποίων υπήρξαν άοκνοι φορείς κατά θεωρίαν και πράξιν.

Ακριβώς δε, επειδή συναδέλφωσαν μέσα εις τας καρδίας των, την Επιστήμην προς την θρησκείαν, και τα Γράμματα προς την αρετήν, και της συναδελφώσεως ταύτης, κατέλιπον ζωντανήν εικόνα διά των συγγραμμάτων, του έργου και του βίου αυτών, η Εκκλησία του Χριστού ευφροσύνως τους εγκωμιάζει, και εξ όλων των διαλαμψάντων Ιεραρχών, εις αυτούς μόνον απένειμε την πολύζηλον προσωνυμίαν των Μεγάλων Οικουμενικών Διδασκάλων.

Όθεν, δίκαιως ο Ελληνικός κόσμος της Επιστήμης και των Γραμμάτων, την εορτήν των τριών τούτων φωστήρων, επέλεξε και εθέσπισε προ χιλιετηρίδος, περίπου, ως εορτήν αυτών. Διότι όντως, απεδείχθησαν αδαμάντινοι χαρακτήρες, ακάματοι των Γραμμάτων εργάται, διάσημοι της Επιστήμης θεράποντες, ασύγκριτοι του Ελληνικού λόγου σμιλευταί.

Το του Ψαλμωδού, «Είς πάσαν τήν Γήν, εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και είς τά πέρατα της Οικουμένης τά ρήματα αυτών» (Ψαλμ.ιη’,5). Λίαν προσφυώς, αρμόζει στους τρεις τούτους Εκκλησιαστικούς Πατέρας και Διδασκάλους, διότι ο ένθερμος ζήλος των, προς διδασκαλίαν, διαφημίζεται αιωνίως, ανά την υφήλιον.

Τα έργα της γραφίδος των, διακρίνονται διά το βάθος του περιεχομένου και το ύψος-ύφος της θεωρίας, διά το χειμαρρώδες και το τεχνικόν του λόγου, διά την καλλιέπεια της γλώσσας, διά την ακριβή γνώση του αγαθού, του αληθούς, του ωραίου, του ιδεώδους. Αί ευαίσθητοι ψυχαί των, έγιναν πραγματικοί δέκται της ανθρώπινης δυστυχίας και η άσκηση έργω της χριστιανικής αρετής, εν συνδυασμώ πρός τήν υψηλήν θεωρίαν κατήγαγε μέγαν και περιφανή τον θρίαμβον αυτών.

Διότι δεν κατάγονται οι θρίαμβοι, διά των όπλων μόνον, ούτε διά των νικών και της ανεγέρσεως τροπαίων (τα οποία είναι επακολουθήματα πολέμων και φοβερών αιματοχυσιών), ούτε δι’ έργων σωματικής ρώμης και τόλμης, μόνον, αλλά και διά του προσωπικού άθλου της πολυμόχθου αρετής. Μάλιστα δε, ο διά της αρετής θρίαμβος, είναι περιφανέστερος, διότι απαιτεί αγώνα διά βίου. Διά τούτο και ο φορέας της αρετής, είναι άξιος μείζονος τιμής, ή ο ανδραγαθήματα εκ της ορμής στιγμιαίου ενθουσιασμού.

Η διά βίου αύτη επιτέλεση της αρετής, κατά πάσας τας σχέσεις του ανθρώπου προϋποθέτει το κέντρο της δυνάμεως, ενεργείας και ακτινοβολίας, αυτήν την πηγήν του αγαθού, τον Θεόν.

Είναι δε, εκτός πάσης αντιρρήσεως, ότι όλες οι μεγάλες ηθικές προσωπικότητες, εργάσθηκαν, έδρασαν εμεγαλούργησαν, το έχοντας ως αφετηρία της δράσεώς των, τον μέγαν του κόσμου Ποιητήν. Οι μεγάλες διάνοιες, που διεκδίκησαν εις τον στίβου της ηθικής δράσεως στην κοινωνία, δέντρο ήσαν ξένες προς τον Θεόν.

Αυτό βέβαια, δέντρο υποστηρίζεται αυθαίρετα. Το μαρτυρεί όχι μόνο η Ιστορία της Εκκλησίας, αλλά η γενική Ιστορία του Πολιτισμού.

Η καρδιά, στην οποία έχει εγκαθιδρυθεί ο σεβασμός, η αφοσίωση και η αγάπη προς τον Θεόν, ουδέποτε παραχωρεί θέση στην κακία, αλλά πάντοτε εκπέμπει τις ακτίνες του φωτός της αρετής, μέχρι κάθε ευεργετική και αγαθοποιό δράση.
Σ’ αυτό, οι Τρείς μεγάλοι Ιεράρχες ουδέποτε υστέρησαν, αλλά ανεδείχθησαν πρωτοπόροι και πρωταγωνιστές, εις την κλίμακα των μεγάλων διανοιών, επειδή ως άριστοι επιστήμονες εις την έρευνα του επιστητού και του ιδεώδους, είχαν πάντοτε καθοδηγόν τον «Πατέρα των φώτων».

Διότι η άρνηση του υπερκοσμίου Όντος, δεν είναι ίδιον αληθούς επιστήμονος, αλλ’ απαύγασμα ελαφράς και υπεροπτικής διανοίας.

Τουναντίον, η αληθής επιστήμη, όπως διακηρύσσει επιφανής αυτής μύστης, ο Γάλλος αστρονόμος Φλαμμαριών, ο οποίος αποφαίνεται ότι: «Άι κυβερνώσαι τον κόσμο δυνάμεις, δεν τον κυβερνούν αυτές.
Διότι, δεν κυριαρχούν της ύλης, αλλ’ ότι υπείκει η ύλη, (αδρανής, τυφλή και άνευ συνειδήσεως ούσα) δεν κινεί εαυτήν, αλλ’ υπακούει εις Νόμους, τους οποίους άλλως αδυνατεί, να εννοήσει».
Πράγματι δε, η αληθής επιστήμη, δεν προάγει εις άρνησιν, αλλά εις αναγνώριση, ότι του φυσικού νόμου, υπέρκειται Νομοθέτης, υπό του οποίου τεταγμέναι και διευθυνόμενες λειτουργούν οι δυνάμεις της φύσεως. Και, τον Νομοθέτη Αυτόν, διέγνωσαν οι Τρείς Ιεράρχες εις το πρόσωπον Εκείνου, «Όστις ελάλησεν, ώς ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος».

Ο τραχύς βίος αυτών, υπήρξε μία εργώδης προσπάθεια υπέρ της ανθρωπότητας κατά το παράδειγμα του Κυρίου, όστις διήλθε τον επίγειον Αυτού βίον, διδάσκων, ιώμενος, νουθετών, ευεργετών τους πάντας.

Αλλά, όπως η υγιής θρησκευτική γνώση προάγει τον άνθρωπο, σε αναγνώριση και ομολογία υπερκόσμιας αιωνίου Δυνάμεως, έτσι και η αληθής επιστήμη, τον οδηγεί, εις παρατήρησιν και μελέτην των όντων, διά της ερεύνης και της προόδου των θετικών επιστημών.
Και η υγιής λογική, όχι μόνο δεν αρνείται, αλλά παραδέχεται, την ορθότητα της γνώμης ταύτης.

Μάλιστα δε, με την έρευνα και τη μελέτη των όντων, η καθαρά διανόηση, βλέπει παντού τον Θεόν, πάνσοφον δημιουργόν και Κυβερνήτην του Σύμπαντος. Ως εκ τούτου εκτιμά ορθώς, και την Επιστήμη και τη Θρησκεία. Άριστα δε, ο Μ. Βασίλειος, ερευνών την φύσιν ως φυσιοδίφης και σοφός Θεολόγος, αποφαίνεται περί αυτής, ότι είναι: «Ψυχών λογικών διδασκαλείον και Θεογνωσίας παιδευτήριον, διά των ορωμένων και αισθητών χειραγωγεί τώ νώ, παρεχόμενη, τήν θεωρίαν των αοράτων, καθ’ ά φησί, ο Απόστολος Παύλος, ότι, τά αόρατα Αυτού, του Θεού, από κτίσεως κόσμου, τοίς ποιήμασι νοούμενα καθοράται». (Ρωμ.α’, στιχ.20).

Προς τούτοις, αυταπόδεικτον είναι, διατί κατά την ημέραν της ταφής του, όταν απέθανε, έκλαιγαν όχι μόνο οι Χριστιανοί της Καισαρείας, αλλά και αυτοί οι ειδωλολάτρες και οι Εβραίοι, και σύσσωμος ο λαός της Μεγαλοπόλεως εκείνης, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, πρωτοφανώς και μοναδικώς, εις τα χρονικά της Ιστορίας, συνοδεύοντες την σορόν, μέχρι του τάφου.

Και, εξηγείται το γεγονός, διατί παραιτήθηκε του θρόνου, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός,ο ταπεινός και ανεπίδεικτος, ο συναρπάζων διά των λόγων του, τα πλήθη και ορθοτομών τον λόγον της αληθείας και της Ορθοδοξίας.
(Παρητήθη), βδελυχθείς την χαμερπείαν και την ταπεινήν φιλοδοξίαν των εποφθαλμιώντων τον θρόνο Κληρικών αντιπάλων του.

Ωσαύτως δε, αυτονόητο είναι, γιατί όταν εξεβλήθη βιαίως, της θέσεώς του, ένεκα του ζήλου και της σφοδράς αγάπης του προς την Εκκλησίαν, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπό της Ευδοξίας, την οποία κατέκρινε δημοσία διά την ανάρμοστον διαγωγήν της, συνηγορούντων και των συνασπισμένων αυλοκολάκων και εξωρίσθη, ο ισχνός αλλ’ αδάμαστος, Ιεράρχης, ο μελίρρυτος Χρυσόστομος, εστασίασε ο λαός της βασιλίδος των πόλεων, Κωνσταντινουπόλεως.

Και οι Τρεις, ήσαν σοφοί επιστήμονες, στοργικοί Ποιμένες, των Γραμμάτων ερασταί, δεξιώτατοι χειρισταί του λόγου
και της γραφίδος, ακατάβλητοι σκαπανείς, του Ελληνο-
Χριστιανικού Πνεύματος. Συνδυάσαντες εν εαυτοίς, Επιστήμην και Θρησκείαν, μετά πραγματικής και ζώσης πίστεως, έργω και λόγω αποδεικνυομενης. Εμεγαλούργησαν και εδοξάσθησαν διά της αρετής, αν και εφοίτησαν εις εθνικάς φιλοσοφικάς Σχολάς.

Σήμερα, επέτειο του πανηγυρικού εορτασμού, της Ιεράς μνήμης, «Των τριών μεγίστων φωστήρων, της τρισηλίου Θεότητος», άπαντες μεν, ιδία δέ και κατά μείζονα λόγον, οι θρησκευτικοί Ταγοί, και οι θεράποντες της Επιστήμης, και τα Γράμματα, η μαθητιώσα νεολαία, και όλοι ο παράγοντες της Ελλάδας, στρέφομεν την σκέψιν προς το ένδοξον παρελθόν.

Άς ατενίζουμε πάντοτε, ως υπογραμμόν και τύπον της ζωής μας και της εν τω κόσμω ηθικής δράσεως και αγωγής, τα μεγάλα αναστήματα της Εκκλησίας μας, τα οποία ανέδειξε η Ελληνική φυλή.
Αγαπητά μας παιδιά μαθητική και φοιτητική νεότης, χρυσή ελπίδα του μεγαλείου και της δόξας της αιωνίου Ελλάδος, προσατενίζετε με θάρρος και αισιοδοξία το μέλλον.

Χωρείτε με όλη σας τη δύναμη, της ψυχής σας προς αυτό, έχοντας ως πρότυπο, τους Τρεις Ιεράρχες, ενθυμούμενοι ότι το στήριγμα, η ανάπτυξη και καλλιέργεια γενναίου φρονήματος, είναι η ευγενέστερη και κάλλιστη απόκτηση, για τη νεότητα.

Ο Μ. Βασίλειος μάς διδάσκει γράφων: «Μόνη δε κτημάτων, αρετή, αναφαίρετον, και ζώντι και τελευτής αντί παραμένουσα». Καλλιεργούντες δε, ως εκείνοι και εμείς, μετά ζήλου, τα Γράμματα, ευλαβούμενοι την Θρησκεία του Ναζωραίου, εκτιμώντες την Επιστήμην, αγαπώντας την αρετήν, όλοι μαζί, ας χωρώμεν εις την εκπλήρωση ευγενών πόθων, και ας αναδειχθούμε και εμείς πρωταγωνιστές, εις την μικραίνει περιοχήν της δράσεώς μας, της επιστημονικής και πολιτιστικής προόδου, για την επάνοδο του φωτός, εις Τήνου κοιτίδα των φώτων.
Μοναδικός σκοπός και καθημερινό πρόγραμμα της ζωής μας, ας είναι ο διηνεκής αγώνας, για την κατάκτηση και επικράτηση των υψηλών και ευγενών, ωραίων ιδανικών της Πίστεως και της Πατρίδος μας.

Η αθρόα συμμετοχή όλων μας, εις την μεγάλην και λαμπράν εορτήν των Τριών Ιεραρχών, αποδεικνύει ότι διατηρούμε πάντοτε, ακλόνητη την πίστη μας, στα ανώτερα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, δια των οποίων εγαλουγήθη ανά τους αιώνες ενίκησε πάντοτε, και εμεγαλούργησε το Ελληνικόν Έθνος.

Αγαπητοί μου φίλοι-ες, αναγνώστες, ζητώ ταπεινά συγγνώμη, διότι σας κούρασα υπερβολικά.

Χρόνια πολλά σε όλους, ενηλίκους και τους φίλους μαθητές.

Απολυτίκιον, Τριών Ιεραρχών. Ήχος α’.

«Τους τρείς μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος, τους τήν Οικουμενην, ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας.
Τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους τήν κτίσιν πάσαν Θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας.
Βασίλειον τον μεγαν και τον Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τώ κλεινώ Ιωάννη, τώ τήν γλώσσαν χρυσορρήμονι.
Πάντες οι των λόγων αυτων ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν. Αυτοί γάρ, τή Τριάδι υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσιν».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου