ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μία λεγεώνα «Φιλελλήνων» Γερμανών εθελοντών, που δεν έφτασε ποτέ στο Βόλο

μία-λεγεώνα-φιλελλήνων-γερμανών-εθ-577056

Του Κώστα Λιάπη

Η κήρυξη της μεγάλης μας Επανάστασης το 1821 έδωσε το έναυσμα για να φουντώσει σε πολλές χώρες κυρίως της Ευρώπης το φιλελληνικό κίνημα, γεγονός που οδήγησε στην αγωνιζόμενη Ελλάδα πολλούς ένθερμους φίλους της κι ενθουσιώδεις θιασώτες της ελευθερίας της. Μαζί με τους φιλέλληνες όμως που πρόσφεραν με ενθουσιασμό και ανιδιοτέλεια τις υπηρεσίες τους στον αγώνα της ελληνικής παλιγγενεσίας ήρθαν τότε στη χώρα μας και αρκετοί τυχοδιώκτες που αναζητούσαν ευκαιρίες για γρήγορο πλουτισμό και αξιώματα. Και μια τέτοια καραβιά «φιλελλήνων» ήταν στην πλειονότητά της κάποια λεγεώνα Γερμανών εθελοντών που έφτασε στην Ύδρα τον Δεκέμβρη του 1822 με το πλοίο «Σκιπίων», για να τεθεί στη διάθεση της τότε Ελληνικής Κυβέρνησης, χωρίς τελικά να εμπλακεί στον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων, «χωρίς να αντικρίσει τον εχθρό και χωρίς να ρίξει έστω και μια τουφεκιά», όπως μαρτυρείται από ένα απ’ τα μέλη της.

Πρόκειται για μια άγνωστη στους πολλούς σελίδα του Εικοσιένα, που φέρνει στο φως ο Κυριάκος Σιμόπουλος με πολλές λεπτομέρειες στο δεύτερο τόμο του μνημειακού έργου του «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21» (σσ. 421 – 456), απ’ τον οποίο και σταχυολογώ τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της.

Το ξεκίνημα της προσπάθειας για τη συγκρότηση και οργάνωση του εθελοντικού εκστρατευτικού σώματος για το οποίο γίνεται λόγος στην παρούσα αναφορά μας είχε όλα τα στοιχεία μιας αγνής και ανιδιοτελούς πρόθεσης.

Και τα μέλη της υπό συγκρότηση Λεγεώνας, ανάμεσα στα οποία κάποιοι αξιωματικοί, μερικοί φοιτητές και οι περισσότεροι απλοί πολίτες, έσπευσαν να καταταγούν σ’ αυτή μ’ ενθουσιασμό, παρακινημένοι από τις εμπρηστικές προκηρύξεις που κυκλοφορούσαν παντού, γραμμένες σε πολλές γλώσσες, κυρίως στη Γερμανία.

Το σχέδιο για τη συγκρότηση και κάθοδο στην Ελλάδα της συγκεκριμένης μονάδας ανήκε στον Γερμανό ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου Friendrich Thiersch, που είχε ως συνεργάτες του και Έλληνες της διασποράς, ανάμεσα στους οποίους και το Θεσσαλό Θεοχάρη Κεφαλά, που είχε υπηρετήσει ως υπολοχαγός στις τάξεις του στρατού της Σαξονίας και μετά τη λήξη των ναπολεοντείων πολέμων εγκαταστάθηκε στη Βιέννη.

Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτής της ιστορίας για μας τους Βολιώτες είναι ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Thiersch, το συγκεκριμένο εκστρατευτικό αυτό σώμα, υπό Γερμανό στρατηγό, θα κατευθυνόταν στον Βόλο, με αντικειμενικό σκοπό την οργάνωση εκεί ειδικού στρατοπέδου, στο οποίο οι αξιωματικοί του σώματος θα αναλάμβαναν την εκπαίδευση των Ελλήνων αγωνιστών.

Γράφει σχετικά σε επιστολή του ο ίδιος ο εμπνευστής του σχεδίου: «Είχα συνομιλίες με Έλληνες από τη Βιέννη και το Τριέστι καθώς και με μέλη της Φιλικής Εταιρείας για τη χορήγηση βοήθειας στους Έλληνες. Διαπραγματεύτηκα μάλιστα μαζί τους. Ωρίμασε πια η στιγμή για να πραγματοποιήσουμε το εγχείρημα και να δημιουργήσουμε ένα γερμανοελληνικό στρατόπεδο στη Θεσσαλία. Όσο μεγάλο και περιπετειώδες και αν φαίνεται αυτό το σχέδιο είναι καλά μελετημένο. Έχει εξασφαλιστεί το ένα εκατομμύριο γκούλντεν που χρειάζονται για τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, καθώς και ο εξοπλισμός που θα μεταφερθεί από τη Γερμανία στον Βόλο. Αυτό το ένα εκατομμύριο καλύφτηκε από εισφορές των Φιλελληνικών Κομιτάτων της Γερμανίας και από εμπορικούς οίκους της Εταιρείας. Αξιωματικοί και στρατιωτικοί κάθε βαθμού βρέθηκαν σε όλα τα μέρη και τόσοι πολλοί που δυσκολευόμαστε για την επιλογή».

Ωστόσο στο σχέδιο που κόμισε στην Ελλάδα ο Θεοχάρης Κεφαλάς, και το έθεσε υπ’ όψη για έγκριση στην Επαναστατική Κυβέρνηση μέσω του Θεοδώρου Νέγρη, περιέχονταν και μια πρόταση χορήγησης δανείου στην Ελλάδα αλλά περιλαμβάνονταν και κάποια άλλα πράγματα, που αποδείχτηκαν αρκετά δελεαστικά για τα μέλη της λεγεώνας και ικανά να ξεσηκώσουν τις λανθάνουσες ή μη τυχοδιωκτικές τους διαθέσεις.

Και αυτά ήταν το θέμα της μισθοδοσίας τους, που θα επιδιωκόταν να καλυφθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση, και η διανομή σ’ αυτούς μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας τούρκικων γαιών που θα μπορούσαν οι ίδιοι, αν δεν ήθελαν να πολιτογραφηθούν και να μείνουν μόνιμα στην Ελλάδα, να τις εκποιήσουν και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Ο «Άρειος Πάγος», μέλος του οποίου πέτυχε να γίνει και ο Κεφαλάς, τον οποίο ο Νέγρης ονόμασε «βαρόνο του Ολύμπου», επικύρωσε το σχέδιο καθόδου στην Ελλάδα των εθελοντών της γερμανικής λεγεώνας κι αποφάσισε τη σύναψη εξωτερικού δανείου 150.000 φλωρινιών, αναθέτοντας στον Κεφαλά τη σχετική φροντίδα.

Και το δάνειο αυτό συνομολογήθηκε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1822 στη Ζυρίχη, αλλά στην Ελλάδα δεν έφτασε ούτε φλωρίνι γιατί τα φιλελληνικά κομιτάτα, που φρόντιζαν για τη στρατολογία, την οργάνωση, τον εξοπλισμό και την αποστολή στην Ελλάδα των εθελοντών, πέτυχαν να κατοχυρώσουν τις δωρεές τους για την κάλυψη των σχετικών δαπανών, συμψηφίζοντας τις τελευταίες με το συγκεκριμένο δάνειο.

Ήταν μια μεγάλη αποτυχία για την ελληνική διπλωματία, αφού τελικά, όπως σημειώνει και ο Σιμόπουλος, «η καταποντισμένη οικονομικά Ελλάδα του 1822 όχι μόνο θ’ αναγκαστεί ν’ αναγνωρίσει δάνειο από την Κεντρική Ευρώπη που δεν έλαβε αλλά και θα βρεθεί στην ανάγκη ν’ αναλάβει τη συντήρηση του (τελικά) ανεπιθύμητου αυτού εκστρατευτικού σώματος».

Σώματος του οποίου το πρώτο (και μοναδικό άλλωστε) τμήμα από 120 άνδρες (όλους Γερμανούς και Ελβετούς) και με διοικητή τον Κεφαλά (και όχι Γερμανό στρατηγό, όπως προβλεπόταν στο σχέδιο), θα ξεκινήσει για την αποστολή του στις 22 Νοεμβρίου 1822, φτάνοντας στο λιμάνι της Μασσαλίας και μπαρκάροντας στο ειδικά ναυλωμένο μπρίκι «Σκιπίων», που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα.

Τα γεγονότα που θ’ ακολουθήσουν είναι ιλαροτραγικά και τελείως διαφορετικά απ’ αυτά που προέβλεπε το σχέδιο δράσης της περιβόητης αυτής λεγεώνας. Και ο πρώτος από τους αντικειμενικούς σκοπούς που πήγε στραβά είναι πως το ετερόκλιτο και απείθαρχο αυτό λεφούσι, ταλαιπωρημένο και ουσιαστικά άσιτο στην πλειονότητά του, αντί, όπως ήταν προγραμματισμένο, να κατευθυνθεί (με τι κότσια άραγε;) στον τουρκοκρατούμενο Βόλο, «άραξε» στις 6 Δεκεμβρίου του 1822 στο σίγουρο λιμάνι της ελεύθερης Ύδρας, όντας ήδη στη διάρκεια του ταξιδιού του βαθιά διχασμένο από τις εσωτερικές διαμάχες του.

Στο λιμάνι της Ύδρας το περίμενε και η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη, καθώς οι προεστοί του νησιού αρνήθηκαν να επιτρέψουν στους εθελοντές του Σώματος την έξοδο στη στεριά, κι όταν τελικά τους την επέτρεψαν ύστερα από μερικές μέρες η υποδοχή που συνάντησαν από τους ντόπιους τους αποκαρδίωσε.

Ήταν φανερό, όπως σημειώνει ο εθελοντής και αξιωματικός της λεγεώνας Heinrich Kiefer, που κατέγραψε το χρονικό όλης αυτής της περιπέτειας και του οικτρού τέλους της λεγεώνας, «πως οι Έλληνες δεν έδωσαν καμιά σημασία στην άφιξη του γερμανικού εκστρατευτικού σώματος. Το θεωρούσαν άχρηστο και ένιωθαν αμηχανία. Πώς ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που δημιουργούσε; Να το αξιοποιήσουν ήταν αδύνατο, να το συντηρήσουν πολύ δύσκολο».

Τα πράγματα μάλιστα έγιναν πιο δύσκολα όταν μαθεύτηκε πως μετά τους πρώτους 120 Γερμανούς θ’ ακολουθούσαν κι άλλες αποστολές από ευρωπαίους εθελοντές – μισθοφόρους, που στην ουσία έρχονταν στην Ελλάδα για να καρπωθούν τις πλούσιες τουρκικές γαίες, και χειροτέρεψαν ακόμα περισσότερο όταν έγινε γνωστή η πανωλεθρία των ξένων εθελοντών στη μάχη του Πέτα.

Η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή, με τους εθελοντές παγιδευμένους κι έντονα δυσαρεστημένους με τον Κεφαλά και τους δικούς του, να βρίσκονται σε τραγικό αδιέξοδο και να εμπλέκονται καθημερινά σε βίαιες συγκρούσεις στον «Σκιπίωνα».

Κατάσταση που δεν βελτιώθηκε ούτε όταν για κάποιο μικρό διάστημα εξασφάλισαν το σιτηρέσιο τους και κάποια καταλύματα στην Ερμιόνη για τη διαμονή τους.

Η στασιαστική συμπεριφορά των εθελοντών ανησύχησε την Κυβέρνηση που στις 9 Ιανουαρίου του 1823 αποφάσισε τη διάλυση της λεγεώνας και την ένταξη όσων από τα μέλη της το επιθυμούσαν στο στράτευμα με το βαθμό που είχαν κατά την αρχική σύνθεση του εκστρατευτικού σώματος, ενώ αξίωσε και την παράδοση των στρατιωτικών εφοδίων της αποστολής, που βρίσκονταν αποθηκευμένα στην Ύδρα. Τα νέα αυτά δεδομένα αποδιοργάνωσαν ακόμα περισσότερο την ήδη σε τραγικά αδιέξοδα ευρισκόμενη και βαθιά διχασμένη λεγεώνα, άλλοι από τα μέλη της οποίας δήλωσαν πως εγκαταλείπουν την Ελλάδα, άλλοι δέχτηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε άτακτα ελληνικά σώματα και άλλοι να καταταγούν στο Σύνταγμα των Τακτικών, ενώ οι περισσότεροι αποφάσισαν να προσχωρήσουν στην ομάδα Κεφαλά.

Ακολούθησαν, όμως, νέα επεισόδια όταν οι αρχές της Ερμιόνης αξίωσαν την άμεση από μέρους των μελών της λεγεώνας εκκένωση των καταλυμάτων που τους είχαν παραχωρηθεί, κάτι που έγινε βίαια, με αποτέλεσμα να κακοποιηθούν από το πλήθος αρκετοί εθελοντές. «Πανικός, απελπισία και νέα διάλυση», όπως γράφει και ο Σιμόπουλος.

Η επόμενη μέρα βρήκε εξαθλιωμένους τους ξένους εθελοντές στο Ανάπλι, να τριγυρίζουν στα σοκάκια άνεργοι και νηστικοί, με την αγωνία του γυρισμού στην πατρίδα τους. Ένας γυρισμός που ωστόσο δεν ήταν καθόλου εύκολος αφού ούτε καράβια της πατρίδας τους υπήρχαν, ούτε προξενεία να τους διευκολύνουν. «Πανάθλιο το παρόν, σκοτεινό το μέλλον», όπως σημειώνει και ο Κiefer. Κάποιοι ωστόσο τα κατάφεραν με μια μικρή βοήθεια της Κυβέρνησης να γυρίσουν ύστερα από πολλές περιπέτειες στην πατρίδα τους. Πενήντα με εξήντα σκορπίστηκαν στα διάφορα λιμάνια αναζητώντας μέσο για την επιστροφή τους.

Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους έπεσαν θύματα της επιδημίας τύφου που αφάνισε τότε τον ελληνικό πληθυσμό και είκοσι πέντε απ’ αυτούς, ανάμεσα στους οποίους και ο Κεφαλάς, πέθαναν μέσα στο 1823. Τέλος, όσοι σώθηκαν από την επιδημία κατέφυγαν στο Μεσολόγγι και κατατάχτηκαν στην ταξιαρχία πυροβολικού που ίδρυσε στις αρχές του 1824 ο λόρδος Μπάιρον και οι ελάχιστοι υπόλοιποι έγιναν μισθοφόροι των Τούρκων…

Αυτό το οικτρό τέλος είχε η γερμανική λεγεώνα, που υποτίθεται πως συγκροτήθηκε και οργανώθηκε για να οργανώσει στα χρόνια της μεγάλης μας επανάστασης την εκπαίδευση των Ελλήνων αγωνιστών στην περιοχή του Βόλου, όπου ωστόσο δεν έφτασε ποτέ. Και γι’ αυτή την άδοξη εξέλιξη, που ζημίωσε βαρύτατα και οικονομικά, και πολιτικά και ηθικά την Ελλάδα συνετέλεσαν πολλοί λόγοι.

Και ο καιροσκοπισμός των φιλελληνικών κομιτάτων της Ευρώπης, και οι επιπόλαιοι χειρισμοί της τότε Ελληνικής Κυβέρνησης και ο τυχοδιωκτισμός των ίδιων των λεγεωναρίων, που αξίωσαν για τη συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας ανέσεις και υλικά ανταλλάγματα.

Και η μεγάλη ζημιά για τον αγώνα αυτόν ήταν ότι με την επιστροφή των μισθοφόρων μελών της λεγεώνας στην Ευρώπη και με τη δημοσίευση χρονικών, που ήταν γεμάτα από πικρές εμπειρίες και φριχτά παράπονα κατά των Ελλήνων, δόθηκε τροφή στην ανθελληνική προπαγάνδα, γεγονός που όπως επισημαίνει και ο Σιμόπουλος, «μάρανε το ζήλο των φιλελλήνων στην Κεντρική Ευρώπη» κι έθεσε φραγμό στο παραπέρα φούντωμα του γνήσιου και χωρίς ιδιοτέλειες και καιροσκοπισμούς φιλελληνικού κινήματος.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου