ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αστυνομικά ισχύοντα σε παλαιότερες εποχές

αστυνομικά-ισχύοντα-σε-παλαιότερες-ε-543206

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Απίστευτα τα όσα συνέβαιναν μέσα στο Σώμα της Χωροφυλακής σε όχι και τόσο μακρινές εποχές και τα σημερινά όργανα, όταν ακούνε τα όσα τότε ίσχυαν, άλλα γελούν και άλλα κάνουν τον σταυρό τους.

Θα μου επιτραπεί να αναφερθώ στο χθες παρά του ότι κάποια στοιχεία έχω και άλλοτε γράψει.

Και θα τα γράψω όπως μου έρχονται στο νου, χωρίς δηλαδή να κρατήσω χρονολογική σειρά γεγονότων.

Συγχώρεσε με λοιπόν, φίλε αναγνώστη, γι’ αυτή την «ακαταστασία» χρονολογικής σειράς τοποθέτησης γεγονότων, ιδιαίτερα όταν είσαι νέος στην ηλικία επειδή «Αυτού που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ΄ρθεις» και το εύχομαι ολόψυχα.

Αυστηροί οι κανονισμοί Χωροφυλακής και τα όργανα τάξεως μέχρι και το βαθμό του ενωμοτάρχη, τις περισσότερες ώρες του 24ώρου, και σε πολλές υπηρεσίες, μέσα στα αστυνομικά καταστήματα τις περνούσαν, χωρίς να γίνεται λόγος, για ανθρώπινα δικαιώματα, που ήταν τελείως άγνωστα.

Φορούσαμε τη στολή μας και με αυτή, μέρα – νύχτα, γυρίζαμε, είτε σε διατεταγμένη υπηρεσία βρισκόμαστε, είτε και εκτός αυτής.

Ακόμη και οι έγγαμοι/όταν επετράπη ο γάμος που έμειναν σπίτι τους/για να φορέσουν πολιτική περιβολή έπρεπε να πάρουν άδεια από τον αστυνόμο τους.

Θυμάμαι ως έγγαμος ενωμοτάρχης ευρισκόμενος με την οικογένειά μου σε κάποιο ζαχαροπλαστείο, στο Μανδράκι της Ρόδου (χώρος συγκέντρωσης πολιτών, ιδιαίτερα απογεύματα Σαββατοκύριακων), φορώντας πολιτική περιβολή, με είδε ο αστυνόμος μου.

Την επομένη μου ζήτησε την απολογία με το αιτιολογικό «γιατί, άνευ της δικής του έγκρισης, φόρεσα πολιτική ενδυμασία». Του απάντησα εγγράφως και εκείνος/καλή του ώρα αν είναι ζωντανός/ανάλογα με «περιποιήθηκε».

Δεν ήταν κακοί οι αξιωματικοί και ελάχιστοι ήταν εκείνοι που «έξυναν» τα νύχια τους για να τιμωρήσουν τους υφισταμένους τους.

Κανονισμούς πειθαρχίας εφήρμοζαν και είχαν το νου τους και στις διαδοχικές τους σημειώσεις.

Στο πώς δηλαδή θα τον έκρινε ο πιο πάνω από αυτόν διοικητής του και αν εκείνου του άρεσε ο τρόπος διοικήσεώς του και σε περίπτωση που κάτι πήγαινε «στραβά» αντίο καριέρα και αυτό, κανένας αξιωματικός δεν το ήθελε.

Ο,τι λοιπόν έλεγαν οι κανονισμοί αλλά και οι όποιες διαταγές που καμιά φορά ήταν περισσότερο αυστηρές από τους κανονισμούς, αυτών το «γράμμα» εφήρμοζαν.

Και σε εκείνες τις απαγορεύσεις με τα ένα σωρό: «μη το ένα» και «μη το άλλο», είχαν πλέον συνηθίσει τα όργανα και σε κάθε εντολή ανωτέρου έλεγαν συνεχώς «μάλιστα» ακόμη και αν αυτό το «μάλιστα» λεγόταν καθ ην στιγμή εκείνο το όργανο επέστρεφε κατάκοπο από άλλη διατεταγμένη υπηρεσία.

Ομως οι αυστηροί κανονισμοί και οι αυστηρές διαταγές με τα τόσα «ΜΗ» τους που εδώ, έτσι για την ιστορία, καταχωρώ μερικά, όπως για παράδειγμα:

Αυστηρή απαγόρευση γάμου χωροφυλάκων και υπαξιωματικών και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους ακολουθούσε η άμεση απόταξη του οργάνου πλέον παραπομπή του στο Στρατοδικείο επειδή, την παράβαση κανονισμού, ακολουθούσε και ποινική ευθύνη. Απαγόρευση πολιτικής περιβολής άνευ αδείας του προϊσταμένου του. Απαγόρευση στο να κάθεται το απλό όργανο μέχρι και τον βαθμό του ενωμοτάρχη σε κάποιο κέντρο στο οποίο την ώρα κείνη συνέπιπτε να κάθεται ο προϊστάμενος ή κάποιος άλλος αξιωματικός της Αστυνομίας.

Απαγόρευση στο να συχνάζει το όργανο ενός τμήματος στην περιφέρεια άλλου τμήματος της αυτής πόλεως. Απαγόρευση στους εγγάμους υπαξιωματικούς και χωροφύλακες (όταν επετράπη ο γάμος) να ενοικιάζουν σπίτια για τις οικογένειές τους στην περιφέρεια άλλου τμήματος τάξεως και της αυτής πόλεως.

Υποχρεωτικός ο ύπνος των αγάμων υπαξιωματικών και χωροφυλάκων στο τμήμα που υπηρετούσαν. Υποχρεωτική επιστροφή στο τμήμα από την έξοδο, των εκτός υπηρεσίας αγάμων, μέχρι και την 23ην ώρα. Και με μία εδώ υποσημείωση: Ζητούσαν την επιστροφή μας στο τμήμα για ύπνο την 23ην ώρα, επειδή την ώρα κείνη και οι τελευταίοι πολίτες γύριζαν στα σπίτια τους γιατί με αστυνομική διάταξη έκλειναν εστιατόρια, καφενεία και ότι άλλο κέντρο λειτουργούσε στην όποια πόλη, οπότε αναγκαστικά όλοι στα σπίτια τους επέστρεφαν.

Βλέπετε-οι τότε-δεν ήταν σαν τους σημερινούς «εξωγήινους» μεγάλους και ιδιαίτερα μικρούς που δεν γνωρίζουν τι θα πει ανάπαυση, τι θα πει ξεκούραση, τι θα πει ύπνος, τι θα πει θαλπωρή σπιτιού, γι’ αυτό και πάμε από το κακό στο χειρότερο.

Υποχρεωτική η παρουσία των εκτός υπηρεσίας ανδρών στο καθημερινό προσκλητήριο που γινόταν περίπου στις 7 το απόγευμα.

Υποχρεωτική επίσης η σίτιση των αγάμων στο εστιατόριο των τμημάτων. Αυτές και χίλιες δυο άλλες αυστηρές απαγορεύσεις είχαν ως αποτέλεσμα οι μεταξύ τους συνάδελφοι και με τις τόσες ώρες που βρισκόντουσαν μαζί σε θαλάμους, υποχρεωτικό εστιατόριο, καφενείο -αν διέθετε τέτοιο η υπηρεσία – σε γραφεία, μέτρα τάξεως σε εθνικές ή άλλες τοπικές γιορτές του τόπου που υπηρετούσαν.

Αυτές λοιπόν οι συχνές και μαζί παρουσίες των οργάνων είχαν ως αποτέλεσμα να συνδεθούν με δυνατή αγνή φιλία που κρατούσε και κρατά χρόνια μεταξύ των ιδίων και των οικογενειών τους.

Και δικαιολογημένα συνδέθηκαν με εκείνη τη φιλία επειδή αντάμα και κοντά δούλευαν, έτρωγαν, κοιμόντουσαν, μάλωναν, έπαιζαν, διασκέδαζαν, γέλαγαν, έκλαιγαν και χωρίς υπερβολή μοιραζόντουσαν τα δικά τους δυσάρεστα ή ευχάριστα μυστικά τους.

Αυστηροί οι κανονισμοί και αυστηρά τα πολλά τους «μη», όμως πρέπει να πω και του «στραβού το δίκιο». Εκείνοι οι κανονισμοί και οι όποιες άνωθεν διαταγές έγγραφες ή προφορικές τα καλύτερα αποτελέσματα κατάφερναν και, η όποια προσφορά υπηρεσιών, απέδιδε καρπούς.

Τα καρποφόρα όμως δένδρα και εν προκειμένω η τότε αγαπημένη για μένα και για πολλούς άλλους συναδέλφους μου Χωροφυλακή, που ως φτωχά παιδιά, μας ένδυσε και για πολλά χρόνια μας τάισε και η τώρα Ελληνική Αστυνομία, μια που πρόσφεραν και με τόσους κινδύνους ιδιαίτερα τώρα προσφέρουν υπηρεσιακούς καρπούς, χρειαζόντουσαν και χρειάζονται ανάλογη περιποίηση την οποία ποτέ, τονίζω δυστυχώς ποτέ, δεν είχαν, ούτε τότε, ούτε και τώρα.

Θυμάμαι επί των δικών μου ημερών από αρμόδιο υπουργό και σε ερώτηση πολιτικού προσώπου στο να δοθεί κάποιο επίδομα και παράλληλα να μεριμνήσει για την ένταξή των αστυνομικών οργάνων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, εκείνος ο υπουργός, με τη χαρακτηριστική του φωνή, είχε πει:

-Επίδομα δεν πρόκειται να δώσει σε «ανειδίκευτους εργάτες» και η υπηρεσία του αστυνομικού «δεν ανήκει στα βαρέα επαγγέλματα».

«Ανειδίκευτους εργάτες» μας ονόμαζε ο κύριος υπουργός με τη χαρακτηριστική του φωνή χωρίς να εξαιρεί ούτε και τον αρχηγό Χωροφυλακής γιατί και εκείνος «φύλακας χώρου» λογιζόταν, χωροφύλακας ήταν και μάλιστα ευρύτερου και υπεύθυνου πανελλαδικού χώρου, όμως λογιζόταν «ανειδίκευτος εργάτης» που και εκείνος, ο εργάτης εννοώ, πολλά και ίσως πιο σπουδαιότερα πρόσφερε και προσφέρει από κάποιους « καλοπερασάκηδες» που δεν ξέρουν τι είναι το τσαπί, ο κασμάς, το μυστρί ή το φτυάρι.

Χιλιάδες οι-τότε- πικραμένοι συνάδελφοι, όπως βέβαια είναι και οι σημερινοί τους οποίους, στέλνουν μεν στους δρόμους, φορώντας σπαρτιάτικες ασπίδες, αντί όμως κρατικών επιδομάτων παρουσιάζονται μερικοί κυνηγοί κεφαλών προσφέροντάς τους ως δώρο «ακίνδυνες πυγολαμπίδες», έτσι περίπου κάποιοι αρμόδιοι ονόμασαν τις μολότοφ που καίνε και λαμπαδιάζουν όχι μόνο τους « ανειδίκευτους εργάτες» αλλά και ότι άλλο συναντήσουν στο «αθώο» πέρασμά τους.

Και αυτοί επαναλαμβάνω «ανειδίκευτοι» που συνεχώς φορούν ασπίδες προστασίας για να μη λαμπαδιάσουν από τις «αθώες πυγολαμπίδες» συχνά – πυκνά τους βλέπουμε να τους μεταφέρουν οριζόντιους σε τόπο χλοερό επειδή « τόλμησαν» να « ενοχλήσουν» τα όποια κοινωνικά και επικίνδυνα κατακάθια τότε που αυτά τα κατακάθια καίνε, σκοτώνουν, πνίγουν ή συνοδεύουν το θάνατο σε δικαίους και αδίκους.

Εκατοντάδες τα όργανα που εκδιώχτηκαν από το Σώμα που αγαπούσαν και τούτο επειδή είχαν τολμήσει, να γνωριστούν και να συνδεθούν με κάποια γυναίκα και να την παντρευτούν ή μετ’ αυτής να διατηρήσουν κάποια σχέση.

Σφίγγες οι συνάδελφοι παραβάτες του Κανονισμού, αλλά όσο και να ήθελαν να μένουν στο απυρόβλητο, αν το μυστικό τους διέρρεε, τίποτα δεν τους έσωζε.

Συνερχόταν αμέσως το πειθαρχικό συμβούλιο και με απόφασή του τον έστελνε σπίτι του.

Επισυνάπτω κάποια κιτρινισμένα ιστορικά χαρτάκια και δείτε το έγκλημα πού διέπραξαν ακόμη και δικοί μου φίλοι,

Στην ίδια μοίρα

βρισκόμουνα και εγώ αλλά με την όποια προσοχή μου, στο να μη κοινολογηθεί ο «παράνομος», για την υπηρεσία, γάμος μου, γλύτωσα την αποπομπή μου και τούτο γιατί το 1954, με Νόμο του υπουργού δημόσιας τάξης Παυσανία Λυκουρέζου (πατέρα του γνωστού δικηγόρου Αθηνών) αναγνωρίστηκαν οι γάμοι χιλιάδων ανδρών Χωροφυλακής.

Πολλοί χωροφύλακες, χιλιάδες θα έλεγα, και ενώ δεν επιτρεπόταν ο γάμος παρέμειναν άγαμοι και από τη Χωροφυλακή, ύστερα από 25 ή και 30 χρόνια υπηρεσίας, έφυγαν με λευκά μαλλιά, χωρίς οικογένεια και με ένα δικαιολογημένο παράπονο, γιατί τόση αυστηρότητα.

Θυμάμαι ένα δικό μου συνάδελφο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ στο επώνυμό του που υπηρετούσε στη Ρόδο και όταν συνταξιοδοτήθηκε επέστρεψε στο χωριό του.

Με παράκληση ενός αδελφού του εγκαταστάθηκε στο σπίτι που και εκείνος ζούσε με την οικογένειά του. Όμως ο συνταξιούχος χωροφύλακας είχε και ένα άλλο έγγαμο αδελφό που τον ήθελε σπίτι του, ο προηγούμενος όμως δεν τον άφηνε να φύγει και τα δυο έγγαμα αδέλφια κάποια μέρα μάλωσαν,έκοψαν την καλημέρα τους με αποτέλεσμα να γέλα όλο το χωριό.

Είδε και από είδε ο καλός μας συνάδελφος και επέστρεψε στη Ρόδο.

Με παράπονο μας έλεγε ότι τα αδέλφια του δεν ήθελαν εκείνον αλλά το « ντάγκα, ντούγκα, ντάγκα, ντούγκα» που κάθε μήνα έφερνε ο ταχυδρόμος στα χέρια του και εννοούσε, τη σύνταξή του. Του βρήκαμε σπίτι και ησύχασε το κεφαλάκι του ενώ εμείς ως νεότεροι συνάδελφοι πολλά ωφεληθήκαμε από το συνετό εκείνο άνθρωπο.

Πριν χρόνια ο καλός μας φίλος έφυγε από τη ζωή και με το μεγαλύτερο παράπονο επειδή η υπηρεσία του δεν τον άφησε να φτιάξει δική του οικογένεια και να αγκαλιάσει, όπως μας έλεγε, δικά του μικρά αγγελούδια.

Σε συνεστιάσεις οικογενειών Αξιωματικών, απαγορευόταν(αυτό συνέβη σε Διοίκηση Χωροφυλακής που και εγώ υπηρετούσα) να παρευρίσκονται άγαμοι οπλίτες , ακόμη και έγγαμοι με τις οικογένειές τους μέχρι και το βαθμό του Ανθυπασπιστού, συμπεριλαμβανομένου.

Εγώ τότε ως ανθυπασπιστής μου είχαν αναθέσει την διοίκηση ενός εκ των τριών Αστυνομικών Τμημάτων Τάξεως, μεγάλης σε πληθυσμό πόλεως.

Όμως με την εκπαιδευτικό σύζυγό μου, διευθύντρια σχολείου δεν επέτρεψαν να συμμετάσχουμε (όπως δεν επέτρεψαν και σε άλλες περίπου δέκα οικογένειες ανθυπασπιστών της ίδιας πόλεως) στη συνεστίαση οικογενειών αξιωματικών Χωροφυλακής της αυτής πόλεως.

Και δεν επέτρεψαν τη συμμετοχή μας γιατί, ίσως, οι φέροντες βαθμό χωροφύλακα, υπενωμοτάρχη, ενωμοτάρχη και ανθυπασπιστού δεν γνώριζαν, δεν γνωρίζαμε, πώς να κρατήσουμε αριστοκρατικά το μαχαιροπίρουνό μας. Για να διοικήσουμε όμως, όπως εγώ, Αστυνομικό Τμήμα και με διαταγή Αρχηγείου, μας θεωρούσαν κατάλληλους.

Δεν τα έχω με τους αξιωματικούς, διοικητές υπηρεσιών απλά καυτηριάζω κάποιους που πέρασαν από το υπέροχο αυτό Σώμα της Χωροφυλακής και με τον εγωισμό που τους διέκρινε,άφησανμια δυσάρεστη ανάμνηση. Γιατί κανένας κανονισμός και σε κανένα άρθρο ή εδάφιο αυτού δεν ξεχώριζε «στέρφα» από «γαλάρια» και εννοώ πουθενά δεν υπήρχε απαγόρευση συμμετοχής σε μια χαλαρή συγκέντρωση καλύτερης γνωριμίας. Μερικοί ,όμως, το «έπαιζαν» σουλτάνοι και αυτό είναι όλο.

Απαγόρευση ιδιόκτητης στέγης. Και θυμάμαι το έτος 1968 με διαταγή του αρχηγού πολλοί συνάδελφοι, επειδή εκεί που υπηρετούσαν είχαν δικό τους σπίτι ή στο όνομα της συζύγου αυτών «ξεσπιτώθηκαν» και με δικές του ή του Δημοσίου δαπάνες πήγαν να στήσουν αλλού το κονάκι τους και με κλάματα των παιδιών τους που άφηναν γνωστούς δασκάλους και φίλους συμμαθητές.

Και ένα πολύ χαριτωμένο, αν θεωρηθεί ως αστείο.

Λόγοι εντοπιότητας ο κανονισμός απαγόρευε να υπηρετήσεις στην επαρχία που υπαγόταν το χωριό σου. Συνάδελφος και φίλος μου για χρόνια υπηρετούσε στο Φυλάκιο Χωροφυλακής Θερμοπυλών που υπαγόταν στην επαρχία Λοκρίδας το δε χωριό που εκείνος γεννήθηκε ήταν κοντά στα Λουτρά, όμως υπαγόταν στην επαρχία Φθιώτιδας.

Κάθε μέρα ήταν σπίτι του στο οποίο και εγώ, που υπηρετούσα στη Λαμία, είχα φιλοξενηθεί και με κάτι όμορφες πίτες και γαρδούμπες που έψηνε η μάνα του φίλου μου τις οποίες, τώρα θυμάμαι, τρέχουν τα …σάλια μου.

Έτρωγε τα μεσημέρια σπίτι του, κοιμόταν τα βράδια σπίτι του και το πρωί της άλλης μέρας φρέσκος, φρέσκος κουβέντιαζε με τον βασιλιά Λεωνίδα που εκείνος, ο ήρωας, συνεχίζει και τώρα όρθιος, άυπνος και γυμνός (άκου ολόκληρος βασιλιάς γυμνός) να φυλάει Θερμοπύλες.

Στους εγγάμους ενωμοτάρχες και ανθυπασπιστές δεν επιτρεπόταν η εισαγωγή τους στη Σχολή Ανθυπομοιράρχων. Σε μένα, έχοντας βαθμό ανθυπασπιστού (και μετά την αποφοίτησή μου, από το 6ατάξιο Νυκτερινό Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου, στο οποίο άρχισα τη φοίτησή μου από την Α΄ τάξη και με πολλές μάλιστα αγωνίες και προσπάθειες, λόγω υπηρεσιακών μου υποχρεώσεων) δεν επέτρεψαν να υποστώ τη δοκιμασία των εξετάσεων εισαγωγής μου στη Σχολή Αξιωματικών επειδή ήμουνα έγγαμος και δεν ήμουνα μόνο εγώ σε αυτή τη μοίρα που κατάφορα αδίκησαν οι κανονισμοί.

Αλλά, αυστηροί οι τότε κανονισμοί όμως η οικογένεια της Χωροφυλακής χωρίς γογγυσμούς, θυμούς και πείσματα εναντίον μεγαλυτέρων αδελφών που παρατηρούσαν τους μικρότερους είχε συνηθίσει σε αυτή τη ζωή και ήσυχα, απέδιδε έργο.

Τα με αγώνες τωρινά αποκτηθέντα από συναδέλφους (ελευθερία λόγου, κινήσεων και, ως κόρη οφθαλμού φυλασσομένων, «προσωπικών τους δεδομένων») ουδεμία σχέση έχουν με τα τότε αυστηρά δικά μας απαγορευτικά στα οποία δεν μπορούσαμε να αρθρώσουμε λέξη αντίρρησης, όποια και αν ήταν αυτά.

Αυτές όμως τις ελευθερίες τους οι σημερινοί συνάδελφοι επιβάλλεται να τις διατηρήσουν και για να διατηρηθούν οι κόποι χρόνων

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΛΕΙΨΕΙ Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ προς τον μεγαλύτερο συνάδελφο όχι μόνο σε βαθμό ιεραρχίας, αλλά ακόμη και στην ηλικία άλλου συναδέλφου.

Λατρεύω και αγαπώ την Ελληνική Αστυνομία και με μια ιδιαίτερη αδυναμία στις ομάδες ΔΙΑΣ, τροχονόμους και στους άνδρες δίωξης εγκλημάτων οι οποίοι με πολλούς κινδύνους για τη ζωή τους, εργάζονται γι’ αυτό και τους εύχομαι να τους προστατεύει πάντα ο Θεός. ΑΥΤΑ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου